Υπό την επήρεια των «Δαιμονισμένων»
Το 1959, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, ο γάλλος συγγραφέας παρουσίασε τη θεατρική διασκευή του ντοστογεφσκικού έργου, όπου ο κορυφαίος Ρώσος υποδείκνυε τη διαδρομή από την εξέγερση στην τρομοκρατία και εν τέλει τον ολοκληρωτισμό
Ηδη στα νιάτα του στο Αλγέρι ο Καμί είχε ασχοληθεί επισταμένα με τους Αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογέφσκι. Οι Δαιμονισμένοι – έργο του 1871, γραμμένο πυρετωδώς στη Δρέσδη και την Αγία Πετρούπολη από έναν Ντοστογέφσκι άρρωστο, πενθούντα για τον θάνατο του ενός παιδιού του και καταχρεωμένο – ήταν ωστόσο η μεγάλη εμμονή του Καμί. Δούλευε για χρόνια τη θεατρική διασκευή των Δαιμονισμένων που τον είχαν τροφοδοτήσει με υλικό για τα φιλοσοφικά του δοκίμια Ο μύθος του Σισύφου και Ο Επαναστατημένος Ανθρωπος. Γενικότερα μιλώντας μάλιστα, οι Δαιμονισμένοι καθόρισαν εν πολλοίς το στυλ γραφής και την ευρύτερη προβληματική του Καμί (αν ξαναδιαβάσει κανείς την εισαγωγή στην Πανούκλα του θα καταλάβει τι εννοώ).
Λογοτεχνική προφητεία
Πέραν των άλλων αρετών του, σε αυτό το έργο (σε ποικίλες μεταφράσεις στα ελληνικά, η τελευταία από την Ελένη Μπακοπούλου στην Ινδικτο) ο ρώσος προπάτωρ είχε προφητέψει τρόπον τινά μεγάλο μέρος της προβληματικής του 20ού αιώνα, όπως τουλάχιστον αυτή θα αποκρυσταλλωνόταν στο τέλος του Β» Παγκοσμίου Πολέμου: την πτώση του θεού, το γενικευμένο αίτημα της ελευθερίας και το συναφές προς αυτό της διαρκούς εξέγερσης, τον αναρχικό μηδενισμό, τη νομοτελειακή παραγωγή αυταρχισμού εν ονόματι της ισότητας. Με την ύστερη γνώση της δεκαετίας του 1950, ο Ντοστογέφσκι φάνταζε στα μάτια του Καμί σαν ένας προφήτης και η θεατρική μετασκευή του έργου το αποδεικνύει με εντυπωσιακή καθαρότητα. Ας διαβάσουμε λ.χ. την εισαγωγή του έργου, όπου ο επί σκηνής ειρωνικός και απαθής «Αφηγητής» λέει μεταξύ άλλων: «…Τα αλλόκοτα γεγονότα που θα παρακολουθήσετε συνέβησαν στην επαρχιακή πόλη μας υπό την επίδραση του σεβαστού φίλου μου, του καθηγητή Στεπάν Τροφίμοβιτς Βερχοβένσκι. Ο καθηγητής έπαιξε ανέκαθεν ανάμεσά μας ρόλο πραγματικού πολίτη. Ηταν φιλελεύθερος και ιδεαλιστής. Αγαπούσε τη Δύση, την πρόοδο, τη δικαιοσύνη και γενικά κάθε τι υψηλό. Ομως πάνω απ» αυτά τα ύψη κατέληξε να φαντάζεται ότι ο τσάρος και οι υπουργοί του τον επιβουλεύονταν προσωπικά και εγκαταστάθηκε στην πόλη μας για να εξασκήσει με πολλή αξιοπρέπεια το επάγγελμα του εξορίστου και κατατρεγμένου στοχαστή… Μόνο που τρεις ή τέσσερις φορές τον χρόνο είχε ξεσπάσματα κοινωνικού άλγους που τον καθήλωναν στο κρεβάτι με μια θερμοφόρα στην κοιλιά».
Εξίσου ειρωνική, σχεδόν ξεκαρδιστική και πολύ πιο εκτεταμένη είναι η είσοδος στο ντοστογεφσκικό πρωτότυπο. Ο Στεπάν έχει παραμελήσει τον μοναχογιό του Πιοτρ (ή Πέτρο) και τις δύο νεαρές συζύγους του (νεκρές τώρα πια) καθώς «…δεν γίνεται να αγαπά κανείς ταυτόχρονα τη γυναίκα του και τη δικαιοσύνη». Και ο νεαρός μαθητής του, γιος της ευγενούς κυρίας Βαρβάρας Σταβρόγκινα που τον φιλοξενεί, από την πολλή «ηθική εκπαίδευση» το σκάει και περιπίπτει στην ασωτία. Πρόκειται για τον Σταβρόγκιν, τον κεντρικό ίσως ήρωα των Δαιμονισμένων, γύρω από τον οποίο στροβιλίζονται δεκάδες πρόσωπα σε έναν συγκεχυμένο χορό – δυσκολία που επιτείνεται από τα σύνθετα ρωσικά ονόματα και τα υποκοριστικά τους.
Ωστόσο ο Καμί ξεμπλέκει ιδιοφυώς το κουβάρι και με το εύρημα του επί σκηνής Αφηγητή (και συμπυκνωτή κομματιών της δράσης) διαφωτίζει την υπόθεση και δομεί τους χαρακτήρες, χωρίς να ξεφεύγει παρά ελάχιστα από το πρωτότυπο. Γύρω από αυτόν τον Σταβρόγκιν εξελίσσεται ένα πολυπλόκαμο ερωτικό δράμα που περιλαμβάνει την ψυχοκόρη της μητέρας του Ντάσα, την κόρη μιας φίλης της, τη Λίζα («μια ευγενή αμαζόνα»), την ανάπηρη Μαρία που την έχει παντρευτεί κρυφά για να εξιλεωθεί για την αποπλάνηση μιας 12χρονης (η οποία στη συνέχεια αυτοκτόνησε), και τις συζύγους μερικών από τους εμπλεκομένους. Μέσω των αφηγηματικών εκρήξεων του Ντοστογέφσκι εισάγονται στη δράση οι καθαυτοί «δαιμονισμένοι», οι «Possedes» της γαλλικής μετάφρασης (δηλαδή οι κατειλημμένοι από τα δαιμόνια της κατά Λουκάν ευαγγελικής παραβολής). Πρόκειται για μια ομάδα εξεγερμένων με ποικίλες ιδεολογικές και ταξικές καταβολές που επαγγέλλονται τη μεγάλη αλλαγή και την επανάσταση. Φίλοι και συγγενείς προστίθενται στο έργο, μπαινοβγαίνοντας στο σαλόνι της οικοδέσποινας εξυφαίνοντας συνωμοσίες, μπλέκοντας τα προσωπικά τους προβλήματα με το επαναστατικό πρόταγμα, υποτάσσοντας εν τέλει τον ανθρωπισμό στον κυνικό ακτιβισμό και τους κοινωνικούς δεσμούς στις αναγκαιότητες της Ιστορίας. Επικεφαλής συνωμότης, ο παραμελημένος και ξεστρατημένος Πιοτρ, ο οποίος, ειρωνικώ τω λόγω, δεν αρνείται τα αγαθά της καταγγελλόμενης, προς κατεδάφιση κοινωνίας, αρκεί να του τα παρέχουν οι άλλοι.
Η ανία, κινητήρια δύναμη
Κατά βάθος όλοι αυτοί οι δεκάδες ήρωες βαριούνται. Προσπαθούν να γεμίσουν τις ζωές τους με κάτι ανώτερο: άλλος τον ιδεατό έρωτα και άλλος τη νέα κοινωνία, την οποία, με εντελώς ασαφείς ιδέες, επιχειρούν να προδιαγράψουν. Η έννοια της πλήξης έρχεται και επανέρχεται σε ποικίλα σημεία της αφήγησης, παίζοντας τον ρόλο της κινητήριας δύναμης της ιστορίας. Ο Πιοτρ υποβάλλει την ιδέα πως πρέπει να κατεδαφίσουν και κάψουν τα πάντα πριν ακόμη φαντασθούν τα υλικά από τα οποία θα συντίθεται η νέα κοινωνία. Ενας από τους εξεγερμένους εκπονεί ένα λεπτομερές σχέδιο γι» αυτό που θα «ρθει – βγαλμένο θα «λεγες από την εμπειρία του υλοποιημένου επί του εδάφους σοσιαλισμού που θα «ρθει μισό αιώνα έπειτα από τη σύλληψη της ντοστογεφσκικής προφητείας.
Οι διαλεγόμενοι επαναστάτες με σειρά λογικών επαγωγών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «η κοινωνική ισότητα θα καταλήξει νομοτελειακά στον δεσποτισμό». Ωστόσο, αφού επέλθει η κατάργηση του παλαιού και η ανάδειξη του νέου «θα εγκατασταθεί ένας εντελώς νέος τσάρος». Ή ότι η ουτοπική κοινωνία που θα υλοποιηθεί θα έχει ασφαλώς τους υποτακτικούς της, «τα πρόβατα» που δεν αξίζουν για τίποτα καλύτερο αν και συνιστούν τα εννέα δέκατα του πληθυσμού, ανθρώπους που θα ζουν σε ένα είδος παραδείσου άγνοιας με τη μόνη διαφορά ότι θα πρέπει να δουλεύουν σκληρά για να διατηρήσουν αυτόν τον επί της γης παράδεισο. Ας θυμίσουμε εν παρενθέσει ότι στις σοβιετικές και δορυφορικές τους δημοκρατίες, έναν αιώνα μετά τον Ντοστογέφσκι, τα ποσοστά μελών και μη μελών του Κόμματος ήταν ακριβώς αντίστοιχα, ή ότι, όπως ακριβώς στην κοινωνική μηχανική που ειρωνικά σκιαγραφεί ο Ντοστογέφσκι, «θα δημιουργηθεί ένας νέος άνθρωπος», και ότι όσοι δεν έχουν δουλειά «θα γίνουν καταδότες». Δεν είναι υπερβολή να πω ότι διαβάζοντας τη θεατρική διασκευή και ανατρέχοντας διαρκώς στο πρωτότυπο (στη μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη) ξέσπαγα κάθε τόσο σε λυτρωτικά γέλια.
Η ελευθερία του ατόμου
«Ζωή χωρίς νόημα και Θεό»
Στην ομάδα των εν δυνάμει τρομοκρατών συμμετέχει με ειρωνική απόσταση ο Σταβρόγκιν – ίσως επειδή δεν έχει και τίποτα καλύτερο να κάνει, ίσως πάλι επειδή ο Πιοτρ πολιορκεί τον ίδιο (και το πουγκί του) με δουλικότητα, αναδεικνύοντάς τον ως τον εν δυνάμει νέο τσάρο. Λίγο η αδιαφορία και ο σνομπισμός του Σταβρόγκιν, λίγο το παλιό του έγκλημα με τη μικρή αυτόχειρα από το οποίο αγωνίζεται να λυτρωθεί ακόμη και μέσω εξομολόγησης στον Αγιο Τύχωνα, λίγο το μπέρδεμα οικογενειακών και πολιτικών θεμάτων, θα τον εισαγάγουν στις επαναστατικές διαδικασίες έστω και από σπόντα. Αθελά του μάλιστα θα ωθήσει τους δαιμονισμένους να συσφίγξουν την οργάνωσή τους συμμετέχοντας σε ένα κοινό έγκλημα – τη δολοφονία ενός μεταμελημένου μέλους τους. Ετσι θα κινηθεί η κορύφωση του δράματος με τον εμπρησμό τμήματος της πόλης, τη δολοφονία της ανάπηρης συζύγου του Σταβρόγκιν και του αδελφού της και με μια αιματηρή αλυσίδα γεγονότων. Προεξάρχουσα θέση θα αποκτήσει η φιλοσοφική διερώτηση επί του ζητήματος της αυτοκτονίας (κεντρική στον στοχασμό του Καμί και εναρκτήρια φράση στον «Μύθο του Σισύφου»). Εδώ η σχετική προβληματική και οι πρακτικές συνεπαγωγές της υλοποιούνται από τον Κυρίλοφ, έναν ακόμη ενδιαφέροντα χαρακτήρα, θεωρητικό της αυτοχειρίας «σε μια ζωή χωρίς νόημα και χωρίς Θεό», που θα πάρει πάνω του τα εγκλήματα της ομάδας πριν σφίξει τη θηλιά στον λαιμό του.
Προφητικό, καίριο, πυκνό και ζωντανό, το έργο είναι δομημένο σε σύντομες σκηνές που δεν παραλείπουν σχεδόν τίποτα από το πατρικό μυθιστόρημα. Ο Καμί (ίσως ο μόνος ικανός να επιδοθεί σε ένα παρόμοιο τιτάνιο έργο) δεν μπορεί φυσικά για λόγους οικονομίας να μεταφέρει τις ατμοσφαιρικές περιγραφές του ογκώδους πρωτοτύπου και επικεντρώνεται αναγκαστικά στην πολιτική προβληματική, κάποτε εις βάρος των πολλαπλών ψυχολογικών αντιφάσεων και των συναισθηματικών εκρήξεων των ηρώων. Επικεντρώνεται επίσης στην ειρωνική κατεδάφιση της μοδάτης στην εποχή του υπαρξιστικής (σαρτρικής προέλευσης) αποθέωσης του αυτοπροσδιορισμού και της ελευθερίας του ατόμου, αντλώντας από το πρωτότυπο το απαραίτητο υλικό για τους περιορισμούς της ανθρώπινης κατάστασης (ή, αν θέλετε, της μοίρας). Ωστόσο αξιοποιούνται εδώ πλήρως τα πλεονεκτήματα του καλού θεάτρου που μπορεί να προσφέρει έτοιμα επί σκηνής (και κειμένου) όλα όσα οφείλει να γνωρίζει ο θεατής. Από το ανέβασμα του 4ωρου, παρακαλώ, έργου – στην πρεμιέρα του οποίου είχε παρευρεθεί μεταξύ άλλων ο μέγας θαυμαστής του Ρώσου Αντρέ Μαλρό, τότε υπουργός Πολιτισμού – παραλείπονται ορισμένες σκηνές που παρατίθενται στην έκδοση εν είδει παραρτήματος και άλλες που μπαίνουν σε παρένθεση. Αυτό δεν παρενοχλεί διόλου την ανάγνωση, ίσως μάλιστα το αντίθετο. Κατατοπιστικός πρόλογος, επίλογος και σημειώσεις συμπληρώνουν την έκδοση.
Αλμπέρ Καμί
Οι δαιμονισμένοι
Μτφ. Νίκη Καρακίτσου Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου Ρομπλέν, σελ. 316,
εκδ. Πατάκη 2018