Απεβίωσε σε ηλικία 96 ετών ο Αμερικανός νομπελίστας φυσικός Λίον Λέντερμαν, ο οποίος είχε εφεύρει το νεολογισμό «σωματίδιο του Θεού» για το μποζόνιο του Χιγκς που ανακαλύφθηκε τελικά στο CERN το 2012.
Ο θάνατός του, στο Αϊντάχο όπου ζούσε μετά τη συνταξιοδότησή του, επιβεβαιώθηκε από τη γυναίκα του και ανακοινώθηκε από το Εθνικό Εργαστήριο Επιταχυντών Φέρμι (Fermilab) των ΗΠΑ στο Ιλινόι, όπου ο Λέντερμαν διετέλεσε διευθυντής από το 1978 έως το 1989, σύμφωνα με το “Science” και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Ο Λέντερμαν είχε μοιρασθεί μαζί με δύο άλλους επιστήμονες, τους Τζακ Σταϊνμπέργκερ και Μέλβον Σβαρτς, το Νόμπελ Φυσικής του 1988 για την ανακάλυψη -πριν 22 χρόνια- ότι τα νετρίνα έχουν δύο μορφές (σήμερα είναι πια γνωστό ότι υπάρχουν τρία είδη νετρίνων: ηλεκτρονίου, μιονίου και ταυ).
Μεταξύ άλλων, ο Λέντερμαν υπήρξε επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας που ανακάλυψε το 1977 ένα ακόμη υποατομικό σωματίδιο, το «χαμηλό» κουάρκ (bottom), ενώ καθοδήγησε και το Fermilab για την κατασκευή του επιταχυντή Tevatron, του μεγαλύτερου εκείνη την εποχή και στη συνέχεια δεύτερου ισχυρότερου μετά το CERN.
Παρόλα αυτά τα επιτεύγματα, τελικά έγινε ευρύτερα γνωστός για τον όρο «σωματίδιο του Θεού», που πρωτοεμφανίσθηκε στο βιβλίο του το 1993 «Το Σωματίδιο του Θεού: Αν το σύμπαν είναι η απάντηση, ποια είναι η ερώτηση;». Ορισμένοι άλλοι φυσικοί κορόιδεψαν τον όρο, θεωρώντας ότι κακώς ανακατεύει την επιστήμη με τη θρησκεία, αλλά ο όρος «κόλλησε».
Ο ίδιος ο Λέντερμαν είπε ότι ο εκδότης του προτίμησε αυτό τον τίτλο, αντί για εκείνο που ήθελε ο συγγραφέας («το καταραμένο σωματίδιο», επειδή διέφευγε της ανακάλυψης για πολλά χρόνια μετά τη θεωρητική σύλληψη της ύπαρξής του από τον βρετανό φυσικό Πίτερ Χιγκς), αλλά και επειδή, όπως ανέφερε, «υπάρχει μια σύνδεση κάποιου είδους με ένα άλλο βιβλίο, πολύ παλαιότερο…», εννοώντας τη Βίβλο.
Ο Λέντερμαν, από Ρωσοεβραίους γονείς μετανάστες στις ΗΠΑ, είχε πολεμήσει στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον αμερικανικό στρατό στη Γαλλία, είχε πάρει το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης το 1951 και διακρινόταν τόσο για το χιούμορ του, όσο και για την ικανότητά του να εκλαϊκεύει τη φυσική και να την κάνει προσιτή στους νέους.
Στα 90 του είχε διαγνωσθεί με άνοια και το 2015 είχε αναγκασθεί να πουλήσει το μετάλλιο του βραβείου Νόμπελ σε δημοπρασία αντί 765.000 δολαρίων, προκειμένου να καλύψει τα αυξημένα ιατρικά έξοδά του. Δεν θυμόταν πια τίποτε, ούτε για το Νόμπελ, ούτε για το «σωματίδιο του Θεού». Όπως είπε σε ένα δημοσιογράφο, ο οποίος τον επισκέφθηκε σε μια κλινική στο ανατολικό Αϊντάχο, «απλώς κάθομαι στη βεράντα και κοιτάζω τα βουνά…»