Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 9 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του Ανέστη. Ο παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Φωτογραφία: Ο Μ. Αναγνωστάκης το 1952 [πηγή: Η Λέξη 11 (1/1982)]
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού “Ξεκίνημα”, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
[Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ]
Λέγει αὐτῷ ὁ Πιλάτος: Τί ἐστιν ἀλήθεια;
Καὶ ταῦτα ειπών, πάλιν εξῆλθεν…
ΙΩΑΝΝΗΣ
Έπρεπε –δεν έπρεπε– την τρίτη μέρα να ξαναγεννηθεί
(Δε σημαίνει πως ένας θάνατος ακόμη λιγοστεύει τη ζωή)
Άλλωστε τόσες μανάδες τον καρτερούσαν τόσες γυναίκες
Έπλεκαν τα μακριά μαλλιά τους με σπάνια αρώματα και χρυσαφικά.
Σιωπώντας τόσους αιώνες γνώριζε πια σοφά την αδημονία του αναμενόμενου
Κάτι πιο στέρεο από τα όνειρα που διαψεύδονται τα ξημερώματα
Κάτι σαν αυτό που λέμε Αύριο ή ζηλεύουμε στο γείτονα
Αυτό που δε μας ανήκει και το ανακαλύπτουμε σε ξένα χέρια
Πρόθυμοι πάντα ν’ αρνηθούμε το πρόσωπο που μας δωρήθηκε.
Γνώριζε τώρα πως ήρθε η στιγμή να γίνει ο ζεστός καθρέφτης
Παραλλάζοντας τις μορφές, αντανακλώντας ψεύτικες παραστάσεις
Χαμογελώντας πάνω στα κρεβάτια, δείχνοντας την προσιτή οδό
Ήρθε η στιγμή της πιο πικρής θυσίας: στα χέρια σοφών τυμβωρύχων,
Υστερικών πορνών και τρυφερών νηπίων
Ήρθε η στιγμή — φοβήθηκε στα μάτια να μας αντικρίσει
Μαντεύοντας την άρνηση που ρυτίδωνε τα πρόσωπά μας
Κι εμπρός στο πλήθος τίναξε τα σκονισμένα ρούχα του
Βούλιαξε μέσα στο στήθος του τη βεβαιότητα τόσων αιώνων που έρχονταν
Κι άνοιξε τρέμοντας τις παλάμες του με τα σημάδια των καρφιών.
(Κι έτσι τελείωσε. Όχι για μας που είχε από μέρες τελειώσει
Λαμπρή και μεγαλόπρεπη η Μόνη Στιγμή
Όταν μπροστά στο δήμιο που τόλμησε το «Τί ἐστιν…»
Εκείνος, πλήρης και άφθαρτος, δε μίλησε, απελθών).
greek-language