Ονομάζεται “Τσακωνιά” η περιοχή της νοτιοανατολικής Κυνουρίας που εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα μέχρι τον Αργολικό κόλπο, σε μήκος 30-40 χλμ. και πλάτος 20-25 χλμ. (παλαιότερα η έκτασή της φαίνεται ότι ήταν μεγαλύτερη). Σήμερα η περιοχή αυτή μοιράζεται μεταξύ των Δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Τυρού και Λεωνιδίου.
Στην Τσακωνιά ανήκουν: το Λεωνίδιο, τα Μέλανα, ο Τυρός, ο Άγιος Ανδρέας, ο Πραστός, η Καστάνιτσα, η Σίταινα, τα Σαπουνακαίικα, ο Πραματευτής και μικροί συνοικισμοί όπως η Σαμπατική, η Βασκίνα, το Λιβάδι, η Φούσκα κ.ά.
Οι Τσάκωνες αναφέρονται συχνά από τους Βυζαντινούς συγγραφείς. Κατά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αι. μ.Χ.), το Βυζάντιο χρησιμοποιούσε τους Τσάκωνες για τη φύλαξη των φρουρίων. Αυτή η δραστηριότητα κράτησε μέχρι την κατάλυση της Αυτοκρατορίας, οπότε σημειώθηκε μία ευρεία μετανάστευση Τσακώνων σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου διακρίθηκαν ως έμποροι.
Για την προέλευση της λέξης “Τσάκωνες” έχουν διατυπωθεί περί τις 20 εκδοχές. Τελευταία, ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Χ. Συμεωνίδης τη συσχετίζει προς το “Τράχωνες”. Ο Κωνσταντίνος Άμαντος, πάλι, ανέπτυξε τη θεωρία της παραγωγής της από το Εξωλάκωνες- Ετσωλάκωνες- Ετσωάκωνες- Τσάκωνες. (Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι για να έχουμε “Εξωλάκωνες” πρέπει να υπάρχουν και “Εσωλάκωνες”, αλλά τέτοια ονομασία δεν παραδίδεται).
Βασικά χαρακτηριστικά των Τσακώνων, καθ’ όλη την ιστορική τους διαδρομή, είναι η περηφάνεια και το αδούλωτο φρόνημα, πράγμα που το παραδέχονται-έστω και έμμεσα- ακόμα και αυτοί που είναι αρνητικά προκατειλημμένοι, όπως είναι ο Τούρκος περιηγητής Evliya Tchelebi. Ο περιηγητής, που περιηγήθηκε την Ελλάδα, ήρθε και στη Λακωνία, έφθασε δε και στη Μονεμβασία κατά το έτος 1668. Η περιγραφή της Τσακωνιάς του Τούρκου περιηγητή περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γάλλου Η. Pernot “Εισαγωγή στη μελέτη Τσακωνικής Διαλέκτου”. Την ιδιαίτερη οντότητά τους την οφείλουν οι Τσάκωνες στα διαφορετικά -σε σχέση με τους λοιπούς Έλληνες- πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, όπως είναι η τσακώνικη διάλεκτος, ο τσακώνικος χορός και η τσακώνικη φορεσιά.
Τα τσακώνικα είναι επιβίωση της αρχαίας Λακωνικής και το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα, από αυτά που κρατούν από τις αρχαίες Ελληνικές διαλέκτους, το οποίο έμεινε ζωντανό- δηλαδή ομιλούμενο- τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. Εκτός του Ελλαδικού χώρου παρόμοιους δεσμούς έχουν η Ποντιακή, η Καππαδοκική και τα Ελληνικά της Νότιας Ιταλίας. Η σπανιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εντεύθεν, όπως είναι γνωστό, επικράτησε στον Ελληνικό κόσμο η Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή, που προήλθε από την Αττική διάλεκτο και είχε υπερδιαλεκτικό χαρακτήρα. Διάδοχός της ήταν η Μεσαιωνική ελληνική (6ος –18ος αι.) που εξελίχθηκε στη σημερινή Νέα Ελληνική.
Έτσι, τα τσακώνικα θεωρούνται σαν παραφθορά και εξέλιξη της αρχαίας Λακωνικής, αναμεμιγμένη με όλες τις επιρροές της ελληνικής γλώσσας κατά την εξέλιξή της μέχρι σήμερα. Η διάλεκτος ομιλείται στις περιοχές της Κυνουρίας όπου υπάρχει τσακώνικος πληθυσμός, δηλαδή στον Τυρό, τα Σαπουνακαίϊκα, τα Μέλανα, τον Αγιο Ανδρέα, την Πραματευτή, τη Βασκίνα, το Λιβάδι, τη Σαμπατική, τον Πραστό, τη Σίταινα και την Καστάνιτσα.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται ότι τα τσακώνικα μιλήθηκαν κατά το παρελθόν και εκτός των ορίων της σημερινής Τσακωνιάς, όπως, για παράδειγμα, στη γειτονική περιοχή της Λακωνίας, αλλά και στις τσακώνικες αποικίες. Η τελευταία εκτίμηση στηρίζεται στην πρόσφατη -σχετικά- αποκάλυψη ότι στα χωριά Βάτικα και Χαβουτσί, των ανατολικών παραλίων της θάλασσας του Μαρμαρά, όπου ήταν συγκεντρωμένοι Τσάκωνες, μέχρι του έτους 1924 τουλάχιστον ήταν σε χρήση τα τσακώνικα. Σήμερα, βέβαια, η χρήση αυτού του ιδιώματος έχει υποχωρήσει αισθητά. Υπολογίζεται ότι το μιλούν (από μέτρια έως καλά) έως και 2.000 κάτοικοι της Τσακωνιάς, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι υπερήλικες. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1997 τα τσακώνικα εδιδάσκοντο στο Γυμνάσιο του Τυρού από ντόπιους καθηγητές. διάλεκτος γράφεται σήμερα με στοιχεία της νέας ελληνικής εμπλουτισμένα με μερικά επιπλέον σύμβολα φθόγγων.
Η τσακώνικη διάλεκτος θεωρείται από τις αρχαιότερες στον κόσμο. Η αρχαιότητα και η καταγωγή της αποδείχθηκε και από τον μεγάλο Γερμανό φιλόλογο Μιχαήλ Δέφνερ. Για τη διάλεκτο έχουν γίνει αρκετές έρευνες από Έλληνες και ξένους επιστήμονες και γλωσσολόγους. Ένας από τους πρώτους είναι ο Γάλλος Η. Pernot, ο οποίος δημοσίευσε τις μελέτες του στο βιβλίο του “Εισαγωγή στη μελέτη Τσακωνικής Διαλέκτου”. Έχει επίσης εκπονηθεί γραμματική (Κωστάκης) και λεξικό της τσακώνικης γλώσσας, όπως και αναγνωστικό με στοιχεία λεξιλογίου και γραμματικής.
Τα τσακώνικα ζωντανεύουν σήμερα και στη μουσική παράδοση, με αρκετά δημοτικά τραγούδια που συνοδεύουν κυρίως τον τσακώνικο χορό. Αλλά και στην λογοτεχνία υπάρχει αξιόλογη παρουσία του ιδιώματος, αφού τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε αυτήν ποιήματα και πεζογραφήματα. Μια καλή αναφορά για την τσακώνικη διάλεκτο, μεταξύ άλλων, είναι τα “Χρονικά των Τσακώνων”, έκδοση του συλλόγου του “Αρχείου των Τσακώνων” με έδρα το Λεωνίδιο, όπου δημοσιεύονται αρκετά άρθρα και αναφορές γύρω από την προέλευση και την εξέλιξη της γλώσσας.
Οι Τσάκωνες είναι πληθυσμιακή ομάδα που μιλά την Τσακωνική διάλεκτο και κατοικεί στην ανατολική Πελοπόννησο. Σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασίας, οι Τσάκωνες προέρχονται από πληθυσμούς της Λακωνίας που κατέφυγαν στα ορεινά του Πάρνωνα κατά τη διάρκεια των Αβαρο-σλαβικών επιδρομών στην Πελοπόννησο στα τέλη του 6ου αιώνα. Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο στην προέλευσή τους οφείλεται και το όνομα Τσάκωνες το οποίο αποτελεί παραφθορά του Λάκωνες. Έδρα της ορεινής τους κοινότητας έγινε ο Πραστός, ενώ το πρώτο χωριό των Τσακώνων για το οποίο εμφανίζονται αναφορές στα τέλη του 13ου αιώνα είναι η Καστάνιτσα. Οι Τσάκωνες ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι και χτίστες. Ως χτίστες μάλιστα απέκτησαν μεγάλη φήμη και έγιναν περιζήτητοι ακόμα και μακριά από τον τόπο τους. Έδωσαν το παρόν στην επανάσταση του 1821, ενώ η πρωτεύουσά τους κάηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ το 1826. Μετά την απελευθέρωση η τοπική διάλεκτος άρχισε να εγκαταλείπεται και ο αριθμός των ομιλητών της φθίνει διαρκώς.
Οι Τσάκωνες πιθανολογούνται ως απόγονοι των Δωριέων Σπαρτιατών, ενώ η Τσακωνική διάλεκτος θεωρείται από κάποιους ως συνέχεια της Δωρικής διαλέκτου.
Ενδιαφέρον έχει να εξετάσουμε τη φυλετική σύνθεση των Τσακώνων, αξιοποιώντας τις 323 φωτογραφίες Τσακώνων που έστειλε ο χρήστης The Greek. Μας είναι άγνωστο κατά πόσον αποτελούν αντιπροσωπευτικές.
Η φυλετική σύνθεσή τους με βάση τις φωτογραφίες είναι περίπου η εξής:…
38% Μεσογειακοί
36% Αλπικοί
20% Διναρικοί
05% Κρομανοειδείς
01% άλλοι
Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι ως ένα μεγάλο βαθμό, αποτελούν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, λογικά Λακώνων, καθώς είναι κυρίως Μεσογειακοί και δευτερευόντως Αλπικοί. Η Διναρική επίδραση είναι ορατή και ίσως μεταγενέστερη, η Κρομανοειδής λίγη, ενώ η επίδραση ξένων φυλετικών τύπων είναι μηδαμινή.
Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου και γενικότερα της Ελλάδας, ήταν δε κατοικημένη από την παλαιολιθική εποχή, τούτο βεβαιώνουν τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στο Σπήλαιο Απήδημα και ο “Ταινάριος άνθρωπος”, επίκεντρο της παλαιολιθικής δραστηριότητας είναι το σπήλαιο Μπάλιαρη, που βρίσκεται βορειότερα του Απηδήματος, η Μελιτζιά στα ανατολικά της Τσίπας, το Καραβοστάσι και ο Φούρνος στη βόρεια πλευρά του όρμου του Οιτύλου, το Λαγκαδάκι στον ομώνυμο όρμο και η Έρημος βόρεια του Μέζαπου. Ο Όμηρος αναφέρει της οικήσεις της Μάνης στη Β΄ Ραψωδία της Ιλιάδας όπως Το Οίτυλο, τη Μέσση και τη Λάας και στη Ι΄ Ραψωδία αναφέρει τις πόλεις Καρδαμύλη, Ενόπη, Ίρη, κ.α.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Μάνης, κατά τον περιηγητή Παυσανία, ήταν οι Λέλεγες, ακολούθησαν οι Αχαιοί και οι Δωριείς και από το έτος 1100-195 π. Χ. η ιστορία της, ταυτίζεται με την ιστορία της Σπάρτης. Στα ρωμαϊκά χρόνια ιδρύθηκε στη Λακωνία επί τυραννίας Νάβιδος (206-192 π.Χ), «το Κοινό των Λακεδαιμονίων» και μετονομάσθηκε σε «Κοινό των Ελευθερολακώνων» το έτος (146π.χ) επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, διαλύθηκε δε το (297μ.χ.) επί Διοκλητιανού.
Για πέντε αιώνες αναπτύσσονται 24 πόλεις από τις οποίες απέμειναν 18 όπως μας τις παραδίδει ο Παυσανίας. Η έκταση που καλύπτουν γεωγραφικά περιλαμβάνει και τη Μάνη είναι δε όλα τα παράλια του Λακωνικού κόλπου, ή ανατολική πλευρά του Μεσσηνιακού, φθάνοντας μέχρι τον Ταΰγετο, αλλά και το Αιγαίο στην ανατολική πλευρά του ακρωτηρίου Μαλέας. Οι πόλεις του Κοινού διατηρούσαν την αυτονομία τους, αλλά ταυτόχρονα είχαν και συνεργασία μεταξύ τους. Ο τρόπος οργάνωσης τους είχε σαν πρότυπο το Σπαρτιατικό πολίτευμα. Αποτελούσαν ένα είδος ομοσπονδιακής συμπολιτείας, που ήταν οργανωμένη δημοκρατικά, με τους άρχοντες να εκλέγονται από τον λαό.
Σε κάθε πόλη είχαν την διαχείριση της εξουσίας 3 έως 5 άτομα που ονομάζονταν έφοροι, με επικεφαλής τον πρέσβυ των εφόρων. Εκτός από την επί μέρους οργάνωση σε κάθε πόλη, υπήρχαν και συλλογικά όργανα. Αυτά ήταν το συνέδριο των Ελευθερολακώνων, ένας στρατηγός και ο ταμίας. Ο στρατηγός προΐστατο όλων των πόλεων, και ο ταμίας διαχειριζόταν τα οικονομικά. Επικεφαλής της δικαστικής λειτουργίας ήταν οι έφοροι. Στις παραλιακές πόλεις κατοικούσαν περίοικοι, το εμπόριο ήταν σε πλήρη ανάπτυξη και όπως είναι φυσικό ήταν πλούσιοι. Το κοινό των Ελευθερολακώνων αποτέλεσε μια ουσιαστική ανάπτυξη στην περιοχή της Λακωνίας.
Τα παράλια πολίσματα της Μάνης του Κοινού των Ελευθερολακώνων, όπως η Τευθρώνη και η Καινήπολη καταστράφηκαν τον 6ο αιώνα και υπέστησαν καθίζηση μετά από ισχυρό σεισμό. Στην περιοχή της Καινήπολης βρίσκονται ορισμένες εκκλησίες, που μερικές έχουν κτιστεί στη θέση αρχαιοελληνικών και με τα υλικά αυτών όπως ο Άγιος Ανδρέας με αρχαία κιονόκρανα και επιγραφή, την Αγία Παρασκευή και τον Άγιο Πέτρο (Βασιλική 5ου ή 6ου αι.). Οι Μανιάτες έγιναν χριστιανοί στα μέσα του 9ου αιώνα, όταν ήρθε ο Νίκων ο Μετανοείτε για να τους σταθεροποιήσει την πίστη στο χριστιανισμό. Η Μάνη κατά τη Βυζαντινή διοίκηση υπαγόταν χαλαρά στο θέμα της Αχαϊας.
Στους αιώνες που ακολουθούν οι κάτοικοι της περιοχής αποσύρονται στα ορεινά του Ταϋγέτου, γιατί οι Άραβες πειρατές σπέρνουν τον τρόμο στα ελληνικά παράλια. Το έτος 1204 μ. Χ. οι Φράγκοι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και καταλύουν το Βυζαντινό κράτος, που διασπάται σε Ελληνικά κράτη και σε φέουδα των Φράγκων Σταυροφόρων. Το 13ο αιώνα π.Χ. δημιουργείται από το Γουλιέλμο Σαμπλίτη το Πριγκιπάτο της Αχαΐας (1205-1210) στα εδάφη της Πελοποννήσου (Μοριάς). Οι Φράγκοι δυσκολεύτηκαν να υποτάξουν τη Μάνη, και τελικά την υπέταξαν χτίζοντας τρία φρούρια: του Πασσαβά, της Μεγάλης Μάϊνης και του Λεύκτρου, για να εξασφαλίσουν τη γενική επίβλεψη της περιοχής.
Η τύχη όμως των Φράγκων της Πελοποννήσου κρίθηκε το έτος 1259, στη μάχη της Πελαγονίας στη Μακεδονία, που οι Φράγκοι νικήθηκαν και παρέδωσαν στον αυτοκράτορα της Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο τα κάστρα Μυστρά, Μονεμβασίας και Μαϊνης με τις γύρω περιοχές, ούτω δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο του Μυστρά. Το έτος 1452μ. Χ. μετά την πτώση των Βιλλαρδουΐνων, η Πελοπόννησος επανέρχεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, για να περάσει μετά από λίγο στους Οθωμανούς Τούρκους. Αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το έτος 1453 μ.Χ, η Μάνη έγινε το επίκεντρο σημαντικών γεγονότων.
Το Μάιο του 1460 μ. Χ. ο Μωάμεθ ο Β’ μπήκε στην Πελοπόννησο, γνωρίζοντας τον ιδιότυπο χαρακτήρα των Μανιατών δεν εκστράτευσε εναντίον τους, αλλά προσπάθησε να προσεταιριστεί τον αρχηγό τους, Κροκόδειλο Κλαδά, για να έχει τη στήριξή του στην προδιαγραφόμενη σύρραξη μεταξύ Τούρκων και Βενετών. Οι Μανιάτες απόκρουσαν τις προσφορές του Τούρκου κατακτητή και συμμάχησαν με τους Βενετούς. Οι Μανιάτες πολέμησαν με κάθε τρόπο τους Τούρκους. Η Μάνη δεν υποτάχθηκε στους Οθωμανούς. Παράλληλα, το απρόσβλητο της περιοχής έκανε πολλούς κατοίκους από τουρκοκρατούμενες περιοχές να καταφεύγουν στη Μάνη. Στον απελευθερωτικό αγώνα η Μάνη πρόσφερε πάρα πολλά.
Η Φιλική Εταιρεία θεωρούσε τη Μάνη ως την πιο ασφαλή αφετηρία για τον ξεσηκωμό και τα γεγονότα δεν τη διέψευσαν. Ιστορική είναι η μάχη της Βέργας τον Ιούνιο του 1826, όπου ο Ιμπραήμ-πασάς χάνει τα δύο τρίτα του στρατού του, ενώ τον κατατροπώνουν και οι γυναίκες του Δυρού, που αμυνόμενες με δρεπάνια και ξύλα ματαιώνουν την προσπάθειά του για απόβαση.
Το γεωγραφικό στίγμα της Μάνης εντοπίζεται στο νότιο τμήμα του βουνού εκείνου το οποίο ο Μυριβήλης αποκαλεί «αρσενικό όρος» και το οποίο «αποτύπωσε, ανεξίτηλη πάνω της, την άγονη, πέτρινη σφραγίδα του» . Η πέτρινη, άγονη, αλμυρή αυτή γη του Ταϋγέτου σφράγισε ανεξίτηλα του χαρακτήρα του Μανιάτη, ο οποίος στο διάβα των αιώνων σφράγισε και αυτός με το δικό του τρόπο την Ελληνική ιστορία. Η άγονη και βραχώδης χερσόνησος και η ιστορική σύνδεση με την Αρχαία Σπάρτη μεταγγίζουν στους κατοίκους ασυμβίβαστο χαρακτήρα, αυστηρά ήθη, σκληρά έθιμα, ελευθερία, θυσίες, καθώς και ειλικρίνεια, ψυχικό θάρρος, φιλότιμο και φιλοπατρία. Επιδεικνύουν μεγάλο σεβασμό προς τις παραδόσεις, την οικογενειακή τιμή και τους νεκρούς, και μια τοπικιστική αντίληψη, που πηγάζει από την υπερηφάνεια ότι ουδέποτε υποδουλώθηκαν σε ξένους και πάντοτε έζησαν ελεύθεροι.
Μοναδικά ήθη και έθιμα που καταγράφονται στη Μάνη είναι ο γδικιωμός, η τρέβα (η προσωρινή ανακωχή εχθροπραξιών), τα μοιρολόγια. Οι άνδρες ήταν διαρκώς απασχολημένοι είτε με τους οικογενειακούς πολέμους είτε ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ξεχώριζαν τα αρσενικά παιδιά, γιατί αποτελούσαν ασφάλεια για την οικογένεια και μέγιστη προσφορά στην πατρίδα σε καιρό πολέμου. Η ονομασία των γυναικών είναι ένα δείγμα της ανδροκεντρικότητας της Μανιάτικης Οικογένειας. Η Μανιάτισσα παρουσιάζεται ως αφοσιωμένη στην οικογένεια αλλά και ως λεβέντισσα και συχνά ως σύμβολο θάρρους και και αυταπάρνησης, ειδικά μετά την Μάχη του Διρού, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού απώθησαν την επίθεση του Ιμπραήμ στη Μάνη το 1826.
Οι Μανιάτες έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν αγωνιστές της Εθνικής ιδέας. Έθιμα και παραδόσεις της περιοχής έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Επομένως, έχει μεγάλο ενδιαφέρον μια ανθρωπολογική μελέτη τους. Ο Fritz Schiff μελέτησε ανθρωπολογικά την Μάνη, δημοσιεύοντας τα ευρήματά του στο περιοδικό Zeitschrift für Ethnologie, υπό τον τίτλο “Beiträge zur Anthropologie des südlichen Peloponnes (Die Mani)”. Ο Schiff μιλάει αρχικά για την γεωγραφία, την δημογραφία και την ιστορία της περιοχής. Η περιοχή είναι δυσπρόσιτη, πυκνοκατοικημένη και με πλούσια ιστορία.
Η ιστορική αναδρομή ξεκινάει από τους Δωριείς και τους…αρχαίους Σπαρτιάτες, περνά στα βυζαντινά χρόνια και την επιμονή τους στην εθνική θρησκεία, έπειτα στην απομόνωση της περιοχής, καθιστώντας αμφίβολο αν η είσοδος Σλάβων ή Αρβανιτών προκάλεσε την οποιοαδήποτε φυλετική μεταβολή και τέλος στην συμβολή στην εθνεγερσία και τους σύγχρονους εθνικούς αγώνες. Χρησιμοποιεί τις τεχνικές των von Luschan και Fischer για την ταξινόμηση του χρώματος ματιών και μαλλιών.
Ανθρωπολογικές μετρήσεις 132 κατοίκων της Μάνης, από περιοχές όπως το Οίτυλο, η Λάγια, το Γύθειο, η Καρδαμύλη, το Λεύκτρο, καθώς και από γύρω περιοχές στη Μεσσηνία, περιλαμβάνουν τον κεφαλικό δείκτη, τον ρινικό δείκτη και τον προσωπικό δείκτη, καθώς επίσης δίνονται παρατηρήσεις για το χρώμα ματιών και μαλλιών. Τα στοιχεία αντιπαραβάλλονται με αυτά του von Luschan από την Κρήτη. Συνεπώς, οι Μανιάτες είναι κυρίως δολιχοκέφαλοι, με σκούρο χρώμα μαλλιών, λεπτορρινία, στα όρια της λεπτοπροσωπίας. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μια τάση προς τον Μεσογειακό τύπο, που έχει επακριβώς αυτά τα γνωρίσματα, ενώ δεν αποκλείονται και Κρομανοειδείς. Οι βραχυκέφαλοι αποτελούν σημαντική μειοψηφία και περιλαμβάνουν κυρίως Αλπικούς και δευτερευόντως Διναρικούς, καθώς η βραχυκεφαλία είναι ήπια. Εξετάζοντας όλες τις περιπτώσεις με καστανόξανθα ή ξανθά μαλλιά, λιγότεροι από τους μισούς θα μπορούσαν να είναι Νορδικοί, καθώς οι περισσότεροι είναι ευρυπρόσωποι ή βραχυκέφαλοι, ίσως Βαλτικοί ή Διναρικοί. Νορδικοί και Βαλτικοί εμφανίζουν μονοψήφιο ποσοστό.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι Μανιάτες είναι κυρίως Μεσογειακοί, με μια μειοψηφία Αλπικών και Διναρικών. Η φυλετική τους σύσταση πιθανότατα αποτελεί τον λόγο της μαχητικότητάς τους και των ιδιαίτερων εθίμων τους.
Το σύντομο χρονικό περί των συμβάντων της Πελοποννήσου κατά τον μεσαίωνα, το γνωστό με τον τίτλο «Περί κτίσεως Μονεμβασίας», ο οποίος έχει κακώς αποδοθεί σε αυτό, δημοσιεύθηκε πρώτα κατά το 1749 από τους Pasini, Rivautellaκαι Berta από Ελληνικό κώδικα της Βασιλικής Βιβλιοθήκης του Τουρίνου. Άλλες δύο παραλλαγές του ίδιου χρονικού, την μία από κώδικα της μονής των Ιβήρωνκαι την άλλη από κώδικα της μονής Κουτλουμουσίου, δημοσίευσε κατά το 1884 οΣπ. Λάμπρος μαζί με την παραλλαγή του Τουρίνου και ο ίδιος, νέα παραλλαγή αποτελούμενη από το τελευταίο μέρος των παραλλαγών Κουτλουμουσίου και Τουρίνου, από Ρωμαϊκό κώδικα. Αυτή η τελευταία (Ρωμαικη) και η μόνη που παρουσιάζει ενδιαφέρον σαν αρχαιότερη έχει γραφτεί όπως απέδειξε ο Κουγέας κατά τον 10ο ή 11ο αιώνα, πάντως δε όχι πριν την άνοδο στον θρόνο του Νικηφόρου Φωκά (963-969), εφόσον διακρίνει τον αυτοκράτορα Νικηφόρο τον Α´ με το επίθετο «του παλαιού» που του αποδίδει, ένδειξη ότι κατά την εποχή της συγγραφής είχε ανέβει στον θρόνο και άλλος αυτοκράτορας με το ίδιο όνομα.
Ακολουθεί κειμενο απο το Χρονικό της Μονεμβασίας :
“Οι Πατρινοί μετοίκησαν στην Καλαβρία και στο Ρήγιο. Αργείοι κατέφυγαν στο νησί Ορόβη, ενώ οι Κορίνθιοι μετοίκησαν στη νήσο Αίγινα. Τότε ήταν που οι Λάκωνες εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και άλλοι ταξίδευσαν στη Σικελία – εκεί μένουν μέχρι σήμερα, στα Δέμεννα, και καλούνται Δεμενίται αντί για Λακεδαίμονες – διασώζοντες τη Λακωνική Διάλεκτο. Άλλοι βρήκαν δύσβατο τόπο στην παραλία, οικοδόμησαν νέα πόλη και την ονόμασαν Μονεμβασία, διότι έχει μια μόνο πρόσβαση. Σ’ αυτή την πόλη κατοίκησαν μαζί με τον Επίσκοπό τους. Οι ποιμένες και οι αγρότες κατοίκησαν στα παρακείμενα άγονα εδάφη – που τώρα τελευταία ονομάσθηκαν «Τζακωνίες»…..Ένας από αυτούς τους στρατηγούς (των τελούντων υπό τις διαταγές του Βασιλέως), καταγόμενος από τη «Μικρά Αρμενία», από την οικογένεια των «Σκληρών», άνοιξε πόλεμο με το έθνος των Σλαύων, τους νίκησε και τους αφάνισε τελείως και παρέδωσε τη γη στους αρχικούς κατοίκους. Όταν το έμαθε ο Βασιλεύς Νικηφόρος γέμισε από χαρά. Φρόντισε ώστε και τις μεγάλες πόλεις να ανακαινίσει και τις εκκλησίες που οι βάρβαροι κατεδάφισαν να τις ξανακτίσει και τους βαρβάρους να εκχριστιανίσει. Γι αυτό ζήτησε και έμαθε πού κατικούν οι Πατρινοί που είχαν εκδιωχθεί από τους βαρβάρους και με δική του διαταγή τους έφερε ξανά στα εδάφη τους μαζί με τον Επίσκοπό τους – που ονομαζόταν Αθανάσιος….Και στην πόλη Λακεδαίμονα αφού την έκτισε εκ βάθρων εγκατέστησε ένα κράμα λαών (Καφείρους, Θρακησίους, Αρμενίους και λοιπούς από διαφόρυς τόπους και πόλεις)….Έτσι και οι βάρβαροι με τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού αφού τους έγινε κατήχηση, βαπτίστηκαν και έγιναν πιστοί Χριστιανοί.”
Οι Λακωνες της βυζαντινής Πελοποννήσου εφυγαν πρόσφυγες απο την Λακωνία και μεταναστευσαν στην Σικελία. Η Πελοπόννησος δεχόταν εισβολές των Σλάβων απ ρόλο που ανήκε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία ενώ η Σικελία ήταν επίσης βυζαντινή αλλά ελεύθερη από τέτοιες επιδρομές, ελεύθερη, μεγαλύτερη και πλουσιότερη από αυτην. Το Θέμα Σικελίας ήταν θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που δημιουργήθηκε μεταξύ του 687 και του 695 Μ.Χ. Το 831, με την κατάληψη του Παλέρμο από τους Άραβες άρχισε η απώλεια των εδαφών του, το 842 το αραβικό εμιράτο κατέλαβε την Μεσσήνη, το 878 τις Συρακούσες και το 902 μ.χ. το Ταυρομένιο, καταλύοντας το Θέμα της Σικελίας.
Μετά την πτώση του εξαρχάτου της Ραβέννας, ο στρατηγός της Σικελίας κληρονόμησε τις υποχρεώσεις του αναφορικά με την επίβλεψη της εφαρμογής της αυτοκρατορικής πολιτικής στην Ιταλία. Η σημασία αυτή της Σικελίας στις σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων τονίζεται από την σημασία των φραγκικών πηγών κατά την προσπάθεια εύρεσης και καταγραφής των διαφορετικών στρατηγών που διοίκησαν την Σικελία κατά την περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί. Η Σικελία διέθετε, συνεπώς, στρατηγική σημασία πρώτης τάξεως για τους Βυζαντινούς, ωστόσο, αποτελούσε, ταυτόχρονα και πηγή κινδύνου για την αυτοκρατορική εξουσία, λόγω των συχνών εξεγέρσεών της (τρίτο θέμα συνολικά με τον μεγαλύτερο αριθμό εξεγέρσεων κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα). Ο στρατηγός της Σικελίας, ο ρόλος του ήταν κυρίως στο επίπεδο της διπλωματίας, σε αντίθεση με τα μεγάλα θέματα της Μικρά Ασία τα οποία είχαν να αντιμετωπίσουν τον μουσουλμανικό κίνδυνο, ο οποίος και μπορούσε να αποβεί πιο μοιραίος για την επιβίωση της ίδιας της αυτοκρατορίας.
Εξάλλου, μετά το 827, η Σικελία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την εισβολή των Αράβων οι οποίοι κατέλαβαν το Παλέρμο το 831. Εκεί, ίδρυσαν ένα αραβικό εμιράτο το οποίο σταδιακά άρχισε να αποσπά τμήματα των βυζαντινών κτήσεων στην Σικελία. Το πρώτο κυρίαρχο κράτος που ιδρύθηκε στο νησί, ήταν το 948 το Εμιράτο της Σικελίας, όπου οι Καλβίτες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους απέναντι στους Βέρβερους-Άραβες Φατιμίδες της Ιφρικίγια (Αφρικής). Οι Λακωνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο βόρειο δυτικό κομμάτι της Σικελίας, στο πιο ορεινό τμήμα του νησιού, που λέγεται Νεύρωση Όρη. Ονόμασαν την αποικία πόλη τους Δεμεννα, προς τιμήν την μητρόπολης τους της Λακεδαιμονιας. Παρέμειναν στα εδάφη αυτά και μετά την αραβική εισβολή και κατάκτηση της περιοχής. Η αραβική εισβολή κράτησε πολλές δεκαετίες λόγω της ισχυρής αντίστασης του ελληνικού πληθυσμού. Αλλά ακόμη και μετά την κατάκτηση του νησιού και την Αραβοκρατια που ακολούθησε, οι Δεμεννιτες παρέμειναν στα εδάφη τους και αντιστάθηκαν. Γι αυτό και η περιοχή τους ονομάστηκε Val Demona, στα αραβικά σημαινει επαρχία της Δεμεννας, των Λακωνων. Μετά την Αραβοκρατια που κράτησε 2-3 αιώνες, η Σικελία απελευθερώθηκε από τους Άραβες λόγω των Νορμανδων της Ιταλίας που εισέβαλλαν από τα βόρεια.
Η Troina (Traina) είναι μια πόλη και κοινότητα (δήμος) στην επαρχία Enna, της Σικελία, στην νότια Ιταλία. Βρίσκεται στο πάρκο Nebrodi. Τα Nebrodi είναι μια οροσειρά που εκτείνεται κατά μήκος της βορειοανατολικής Σικελίας. Μαζί με την Madonie και την Peloritani, σχηματίζουν τα Σικελικα Απεννινα. Αρκετές από τις κορυφές είναι πάνω από 1500 μέτρα. Στις πόλεις που βρίσκονται στα βουνά περιλαμβάνονται η Τροινα, η Λευκωσία, η Μιστρέτα και πολλές άλλες πόλεις της επαρχίας Μεσσήνης. Πολλά από τα βουνά καλύπτονται από πυκνά δάση από φελλό δέντρα στις χαμηλότερες πλαγιές που δίνουν τη θέση τους στην δρυς και στη συνέχεια στην οξιά στα υψηλότερα υψόμετρα. Τα πουρνάρια εμφανίζονται στα δάση οξιάς. Σε πολλές περιοχές το ορεινό δάσος έχει καθαριστεί για να γίνουν ορεινά βοσκοτόπια.
Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Troina ήταν βυζαντινό φρούριο και κατά τη διάρκεια της ισλαμικής περιόδου η θρησκευτική και πνευματική πρωτεύουσα του ελληνικού και χριστιανικού ορθόδοξου τμήματος της Σικελίας. Ο Νορμανδος Βασιλιάς Ρογηρος Α’ της Σικελίας είχε στο κάστρο του (που κατέλαβε το 1061) σαν την βάση εκκίνησης για την κατάκτηση του νησιού από τους Άραβες.
Ο Ευγένιος ηταν Έλληνας αμιράλης ναύαρχος από την Τρόϊνα, προπύργιο της Ρωμιοσύνης στην ενδοχώρα της Val Demenna (Δεμέννα, που όπως μας βεβαιώνει το Χρονικόν της Μονεμβασίας, ονομάστηκε έτσι από τους πρόσφυγες που συνέρρευσαν εκεί από την Λακεδαιμόνα, τον 7ο και 8ο αι μ.Χ.). Ο Ιωάννης ηταν γιος του αμιράλιου Ευγενίου, αδελφός του (αμιραλίου) ναναυάρχου Νικολάου και του λογοθέτου Φιλίππου, ανηψιός του νοταρίου Βασιλείου, και πατέρας του «μαγίστρου των βαρώνων του Ντιβανίου» Εουτζένιο ντα Παλέρμο (αξιωματούχοι όλοι του Βασιλείου της Σικελίας) ελληνικής καταγωγής, από την Τρόινα αμιράλης (ναύαρχος). Ο “μάγιστρος βαρώνων του Ντιβανίου»”Ευγένιος Πανορμίτης (1130-1202) Γιος του αμιράλη Ιωάννου και εγγονός του αμιράλη Ευγενίου της Τρόϊνας. Υπηρέτησε τον βασιλιά Γουλιέλμο Β΄ τον Αγαθό ποιητής και μεταφραστής, και συγγραφέας του «Hvgo Falcandvs» όπου καταγράφει γεγονότα του Παλέρμου κατά το διάστημα 1154-69. Μετέφρασε από τα ελληνικά στα λατινικά τη «Σιβυλλίνη Ερυθραίων». Επικεφαλής αρμάδας 284 πλοίων σε εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου (1174), προς στήριξην της φραγκο-βυζαντινής στρατιάς που επιχειρεί στην περιοχή από το 1169, στον απόηχο της Β΄ σταυροφορίας. Όμως εξίσου υπεύθυνα πρωταγωνίστησε και στη βενετο-νορμαννική σύμπραξη εναντίον της Ρωμανίας (1175), της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Τα σικελοαραβικά ήταν διάλεκτος ή ομάδα διαλέκτων της αραβικής γλώσσας η οποία από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα χρησιμοποιούνταν στο Εμιράτο της Σικελίας. Η γλώσσα συνυπήρχε στην Σικελία μαζί με τα ελληνικά -μεσαιωνικά και άλλες διάλεκτοι- και τα λατινικά, και στις δυτικές περιοχές του νησιού γινόταν κυρίως χρήση των αραβικών, ενώ στις ανατολικές των ελληνικών. Με τον ερχομό των Νορμανδών τον 13ο αιώνα και την ίδρυση του βασιλείου της Σικελίας, τα λατινικά, ελληνικά και αραβικά έγιναν επίσημες γλώσσες. Με την μετέπειτα άφιξη των Γερμανών βασιλέων το 1194 όμως τα αραβικά έχασαν την ιδιότητα ως επίσημη γλώσσα και οι μουσουλμάνοι απελάθηκαν, και όσοι παρέμειναν στο νησί και συνέχιζαν να χρησιμοποιούν την αραβική γλώσσα ήταν Άραβες Χριστιανοί. Η κατάσταση οριστικοποιήθηκε με το βασίλειο της Αραγωνίας, όπου τα λατινικά έμειναν η μόνη επίσημη γλώσσα, και τα αραβικά εξαφανίστηκαν τελείως μαζί και με τα ελληνικά.
Οι Σικελοι διατηρούν ακόμα την ισχυρή ταυτότητα τους. Η γλωσσική διάλεκτος που έμεινε αναλλοίωτη μέχρι σήμερα, η οικογενειακή ζωή και οι δεσμοί που προστατεύονται πάση θυσία και θεωρείται ιερό σημείο αναφοράς της καθημερινότητας τους και η επιμονή τους στην άρνηση να δεχτούν εύκολα την αλλαγή. Από τη φημισμένη κουζίνα τους που διατηρεί την ταυτότητα της ιστορίας και κανένα ρεύμα νεοτερισμού δεν την αλλοίωσε, μέχρι τα χωριά που συνεχίζουν τη ζωή τους κάτω από την ενεργή Αίτνα που σε πείσμα δεν τα άφησαν να ερημώσουν και συνεχίζουν την καθημερινότητα τους κόντρα στις ολικές καταστροφές που έχουν υποστεί από τη λάβα και τους σεισμούς.
Πηγές:
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τσάκωνες
http://fyletika.blogspot.com/2013/11/blog-post_22.html
http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/culture/tsakonia/tsakonia.htm
http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/culture/tsakonia/langage.html
http://manimou.gr/istoria-tis-manis/
http://www.mani.org.gr/istor/istor_an/istoriki_anadromi.htm
http://www.mani.org.gr/kippoula/istoria_manis/ist.htm
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάνη
http://fyletika.blogspot.com/2015/02/blog-post_9.html
https://sites.google.com/site/romeandromania/Home/11-12th-c/Norman-Admirals
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Nebrodi
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Troina
http://parallaximag.gr/taxidi/sikelia-10-pragmata-pou-ematha-ekei
greekhistoryandprehistory