Ο Ανδρέας Κάλβος (Απρίλιος 1792 – 3 Νοεμβρίου 1869) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου δεν υπάρχει γνωστή απεικόνιση.
Φωτογραφία: greek-language
– Περισσότερα στοιχεία για τον Ανδρέα Κάλβο ΕΔΩ.
[ΤΙΤΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ: Η ΛΥΡΑ, Ωδαί 1824]
α΄
Ως ότε από το στόμα
κρέμεται των θνητών
αυλός λελυπημένος
και η φωνή του με κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·
β΄
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα
δάση το βράδυ εισπνέει
το τεθλιμμένον φύσημα
μεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·
γ΄
Εις τον ηρημωμένον
αιγιαλόν της νήσου
ούτω φέρνουν τα κύματα
και το παράπονόν τους
οι Ωκεανίναι.
δ΄
Τα γαλακτώδη μέλη
των παρθένων της Χίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις
ω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.
ε΄
Όταν τα στήθη αφίλητα,
θρίαμβος των Χαρίτων,
βράδυ και αυγήν εδρόσιζες
εκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.
ς΄
Τώρα χηρεύεις, τώρα
τους βαρβάρους θαλάμους
υπηρετούν, μιαίνονται
τα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.
ζ΄
Εκεί όπου η πανήγυρις
των Μουσών της Ελλάδος
άναπτε τα πυρά,
και των ποδών εσήμαινε
τ’ άλυπον μέτρον·
η΄
Υβριστικά, υπερήφανα
τύμπανα ακούω· και βλέπω
την Ναβαθαίαν· εις αίμα
βαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.
θ΄
Θλίβει ο καπνός το διάστημα
γαλάζιον των αέρων·
ούτως εις την ομίχλην
του θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.
ι΄
Πόσους ναούς που εδέχοντο
τας πτερωτάς της πίστεως
προσευχάς και τα δώρα·
πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·
ια΄
Ε, πόσους πνέοντας έρωτα
θαλάμους, τώρα η φλόγα
βαρβάρως κατατρώγει·
μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.
ιβ΄
Στεναζούσης νυκτός
και του βαθέος άδου
τρομεραί θυγατέρες,
εσάς φωνάζω, εσάς
τας Ερινύας.
ιγ΄
Τί ακαίρως τα βασίλεια
σκοτεινά κατοικείτε
του ύπνου; ν’ αποσπάσετε
τα δεσμά των ονείρων
τί αργοπορείτε;
ιδ΄
Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον
των μεγάλων πτερύγων
φέρετ’ εδώ· κοιτάξατε,
σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.
ιε΄
Τας λαμπάδας αυτού
τινάξατε, αυτού ρίψατε
βροχήν πεπυρωμένην,
αυτού Ερινύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.
ις΄
Ο μιαρός, την μάχαιραν…
ανατριχιάζω… τρέμουσι
τα δάκτυλά μου… μίαν
προς μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.
ιζ΄
Ω λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ω πλευρά
σεβάσμια των μητέρων,
γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!
ιη΄
Εκδίκησιν ζητείτε;
η φωνή σας ηκούσθη.
Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
τους ληστάς δεν αφήνουν
ατιμωρήτους.
ιθ΄
Αν φύγωσι το δρέπανον
θανατηφόρον, φάρμακα
επί τα χείλη ευρίσκουσι
του υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.
κ΄
Οι φοίνικες ξηραίνονται
της Ειλειθύιας· βαρύνεται
επάνω εις την καρδιάν των
το σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.
κα΄
Όχι φως και χαράν,
αμή φλογώδεις άκανθας
βρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,
και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.
κβ΄
Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;..
τί λέγω;.. τιμωρίαν
αληθινήν και μόνην,
φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.
κγ΄
Την ένδειαν της γλυκείας
γαλήνης των δικαίων.—
Ας ερημώσει ο πόλεμος
την Ελλάδα πριν εύρει
της Χίου την μοίραν.
κδ΄
Όμως αν μιμηθεί
το σκληρόν, την οργήν
παμμίαρον των εχθρών της,
ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.
κε΄
Τί είπον!.. διασκορπίσατε
άνεμοι τους δυσφήμους
λόγους· ω των αγγέλων
πάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!
greek-language