Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Τα αναδρομικά των συνταξιούχων, το δημοσιονομικό κόστος και η ΑΒ της οικονομικής ανάλυσης
Δίνουν και παίρνουν τις τελευταίες μέρες οι αναλύσεις για το «δημοσιονομικό κόστος» της εφαρμογής αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με τις οποίες έχουν κηρυχθεί παράνομες και αντισυνταγματικές διάφορες περικοπές των συντάξεων από το 2012 και μετά. Πρόκειται για αποφάσεις που δεν είναι καινούργιες, όμως, ήρθε ο καιρός -έστω με καθυστέρηση- που Δημόσιο και ΕΦΚΑ πρέπει να τις εφαρμόσουν ή, διαφορετικά, να κηρύξουν και επισήμως το τέλος του Κράτους Δικαίου.
Όπως και στο παρελθόν όταν ανώτατα δικαστήρια της χώρας (ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο, Άρειος Πάγος) κήρυσσαν αντισυνταγματικούς διάφορους μνημονικούς νόμους, έβγαιναν στα τηλεοπτικά παράθυρα διάφοροι και κοστολογούσαν τις δικαστικές αποφάσεις από άποψη επιβάρυνσης των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, έτσι και τώρα, βγαίνουν και πάλι διάφοροι οι οποίοι αναλαμβάνουν να μας ενημερώσουν για το δημοσιονομικό κόστος της υλοποίησης των παραπάνω αποφάσεων για τους συνταξιούχους.
Πάρα πολλές από τις παραπάνω «αναλύσεις» των διάφορων «ειδικών» αλλά και ειδικών χωρίς εισαγωγικά (μερικοί απ’ αυτούς μάλιστα και με ακαδημαϊκούς τίτλους), και μάλιστα πρόκειται για εκείνες που προβάλλονται ιδιαίτερα, όπως στο παρελθόν έτσι και σήμερα, μόνο αναλύσεις δεν είναι : πρόκειται για την αναφορά σε μια λογιστική αποτύπωση μιας εκταμίευσης κι εκεί σταματά η όποια «ανάλυση» και όλη η αναλυτική ευφυΐα του «αναλυτή». Τι μας λένε; Το Δημόσιο (Κράτος ή ΕΦΚΑ, το ίδιο είναι) θα εκταμιεύσει 3, 9, 15 ή δεν ξέρω πόσα δισεκατομμύρια ευρώ αν εφαρμόσει τις δικαστικές αποφάσεις, και μένουν ενεοί μπρος στο ύψος του δημοσιονομικού κόστους που θα υποστεί η χώρα και η οικονομία.
Θα αφήσω παράμερα την συζήτηση που στη λογική πολλών τέτοιων αναλυτών δεν προκύπτει και που έχει να κάνει με το γιατί το Δημόσιο δεν θα πρέπει να επιστρέφει τα κλοπιμαία, διότι περί αυτού πρόκειται, πολύ δε περισσότερο, όταν τη στιγμή που έκανε τη λαθροχειρία, οι πάντες επεσήμαιναν πως οι περικοπές που προέβαινε τότε ήταν αντισυνταγματικές. Γιατί δηλαδή, εν ονόματι της δημοσιονομικής ευταξίας πρέπει να καταλυθεί το Κράτος Δικαίου, όταν το ίδιο Κράτος, διαρκούσης της κρίσης, εύρισκε ανέτως δισεκατομμύρια για να διαγράφει οφειλές εκατοντάδων εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων δεξιά και αριστερά (σε ημέτερους και ξένους) και ουσιαστικά, συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση, εστίασε τα βάρη της κρίσης να τα επιρρίψει στα διαχρονικά και ιστορικά Συνήθη Υποζύγια της χώρας (μισθωτοί και συνταξιούχοι) ενώ αρνήθηκε πεισματικά να διερευνήσει τα αίτια της κρίσης, κάτι που θα αποκάλυπτε τους πραγματικούς υπαίτιους και άρα υπόχρεους προς κάλυψη της σχετικής ζημίας, όπως επίσης και να αξιοποιήσει το μέγα αρχικό πλεονέκτημα της χώρας που απέρρεε από το γεγονός ότι το χρέος, ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικό και υποκείμενο στον ελληνικό νόμο, και έσπευσε το χρέος αυτό να το μετατρέψει σε διακρατικό και εν γένει μη ιδιωτικό και υποκείμενο στο αγγλικό δίκαιο.
Αφήνοντας τέτοιου είδους λογισμούς και συλλογισμούς όπως οι παραπάνω, θα μείνω στην στενόκαρδη «ανάλυση» εκείνων που ομιλούν για το δημοσιονομικό κόστος από την εφαρμογή των άνω δικαστικών αποφάσεων των σχετικών με τις περικοπές των συντάξεων και τις επιστροφές των ήδη γενομένων ως αντισυνταγματικώς γενόμενες.
Είναι λάθος ότι το Δημόσιο θα υποστεί ένα κόστος; Ασφαλώς και όχι είναι η απάντηση. Αλλά, αν όλη η κουβέντα αυτού σταματήσει, και αναφέρομαι στις κουβέντες που όντως σταματούν σε αυτό το σημείο, τότε, αν δεν πρόκειται για μια άθλια προπαγάνδα, πρόκειται ασφαλώς για ένα μνημείο αμάθειας όλων εκείνων που ενίοτε με περισπούδαστο ύφος ενημερώνουν τη Κοινή Γνώμη πώς έχει το πράγμα επί αυτού του σημαντικού ζητήματος. (Υπενθυμίζω πώς για την διευκόλυνση της συζήτησής μας, καμωνόμαστε πως μιας διαφεύγουν όλες οι άλλες «λεπτομέρειες» που αναφέρθηκαν λίγο παραπάνω).
Και ιδού γιατί :
Όταν λέμε πως το Δημόσιο θα δώσει κάποια δισεκατομμύρια, για τους παραπάνω λόγους, είναι σημαντικό να μας απασχολεί σε ποιες τσέπες θα πάνε.
Ποιες είναι οι τσέπες στις οποίες θα καταλήξουν τα αναδρομικά (μισθών και συντάξεων); Είναι οι τσέπες μισθωτών και συνταξιούχων.
Σας λέει αυτό κάτι;
Στους παραπάνω «αναλυτές» ασφαλώς όχι. Σε μένα όμως λέει ότι αυτά τα χρήματα θα παραμείνουν εντός οικονομικού κυκλώματος της ελληνικής οικονομίας, με ό,τι αυτό σημαίνει, δηλαδή, δεν θα γίνουν καταθέσεις σε ξένες τράπεζες ούτε σε διάφορες offshore εταιρείες. Άρα; Άρα, είναι η απάντηση, θα πέσουν στην ελληνική αγορά αυτά τα χρήματα, με ό,τι αυτό σημαίνει, και σημαίνει, ω υπέροχοι «αναλυτές» μου, πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων που το Δημόσιο θα εκταμιεύσει θα επιστρέψει εκ νέου στα κρατικά ταμεία.
Είναι βέβαιο, ίσως θα μου πούνε, πως αυτό θα συμβεί; Βεβαιότατο θα τους πω, και θα επικαλεστώ την ευρυμάθεια εκείνων που γνωρίζουν μεν αλλά το αποκρύπτουν λόγω της φιλομνημονιακής προπαγάνδας που υπηρετούν, αλλά και θα ενημερώσω τους μη γνωρίζοντες αλλά «αναλύοντες» ανέτως ό,τι αποδεικνύεται ότι αγνοούν, ότι στα κοινωνικά αυτά στρώματα (μισθωτοί και συνταξιούχοι), αυτό που λέγεται «ροπή προς κατανάλωση» είναι μεγάλη, και στην εποχή μας πάρα πολύ μεγάλη, που σημαίνει στη πράξη, πως τα χρήματα θα οδεύσουν ολοταχώς στις τσέπες των εμπόρων στην αγορά, ή σε άλλες δαπάνες που κι αυτές έχουν σχέση με την αγορά (π.χ., να σφραγίσουν κανένα δόντι στον οδοντίατρο που τους ταλαιπωρεί και λόγω οικονομικής ένδειας δεν αξιώθηκαν να το κάνουν) ή και δαπάνες που ουσιαστικά θα σημάνουν άμεση επιστροφή των δοθέντων χρημάτων στο κρατικό ταμείο, όπως π.χ., να εξοφλήσουν τίποτα χρέη από ΕΝΦΙΑ, φόρο εισοδήματος, φόρο κληρονομίας κ.λπ.
Όμως, ούτε εδώ σταματά η σωστή ανάλυση που διερευνά το δημοσιονομικό κόστος των αναδρομικών. Διότι πρέπει να συνυπολογιστεί και η λεγόμενη, υπαρκτή και όχι θεωρητική, πολλαπλασιαστική επίδραση της αρχικής μετάγγισης των δισεκατομμυρίων αυτών στην αγορά (που όπως είπαμε είναι μονόδρομος στην ουσία), που πολύ πρακτικά σημαίνει, πως τα 3, 9, 15 δισεκατομμύρια που θα οδεύσουν μαθηματικά προς την αγορά, θα δημιουργήσουν με τη σειρά τους, ένα νέο κύκλο αγοραστικής ζήτησης από τους νέους κατόχους αυτών των χρημάτων, ανάλογα δε με τον «πολλαπλασιαστή», τούτο σημαίνει πως 3 δισεκατομμύρια αρχικής ενεργού ζήτησης, μπορεί τελικώς, μέσα σε δύο, τρία ή τέσσερα χρόνια να δημιουργήσει μια τελική ζήτηση 5, 6 ή και περισσοτέρων δισεκατομμυρίων πέραν της αρχικής, με το Δημόσιο να παρεμβαίνει σε κάθε νέα συναλλαγή συλλέγοντας νέους φόρους στη βάση των αρχικών χρημάτων που έδωσε και για τα οποία ήδη εισέπραξε τη πρώτη φουρνιά φόρων από την πρώτη «χρήση» τους εκ μέρους των μισθωτών και συνταξιούχων.
Μονάχα όταν και μόνο τότε, όταν δηλαδή, εξονυχιστικά θα έχουν συνυπολογιστεί και όλες οι παραπάνω υπαρκτές ωφέλειες για το Δημόσιο (τόσο υπαρκτές όσο και το -αρχικό- κόστος εκταμίευσης), θα μπορεί κάποιος να μιλά για το πραγματικό «δημοσιονομικό κόστος», που μπορεί εν τω μεταξύ να έχει μετατραπεί και σε καθαρό όφελος λαμβάνοντας υπόψη και πρόσθετους παράγοντες που εδώ δεν αναφέρθηκαν προκειμένου να μην πλατιάσουμε κι άλλο.
Συνεπώς : όσοι αναλύετε, μην ξεχνάτε το ΑΒ της οικονομικής ανάλυσης : Σε μια συναλλαγή, σπάνια υπάρχει μονάχα κέρδος ή μονάχα κόστος. Συνηθέστατα, όπως στη προκειμένη περίπτωση, υπάρχουν και τα δύο.