Ο Πλειστοάνακτας (αρχαία: Πλειστώναξ και Πλειστοάναξ), γιος του στρατηγού Παυσανία του νικητή των Περσών στις Πλαταιές, υπήρξε κατά διαστήματα βασιλιάς της Σπάρτης για συνολικά περίπου 33 χρόνια (458-445 και 428 ή 426-408) και είναι γνωστός για τη συμβολή του στις προσπάθειες ειρήνευσης με την Αθήνα, αλλά και για δύο σημαντικά σκάνδαλα.
Αυτά, αν και δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένα ιστορικά, αφορούσαν πάντως το μεν ένα δωροληψία το δε άλλο, αντιθέτως, δωροδοκία.
Πρώτα χρόνια
Ήταν γιος του στρατηγού Παυσανία, ο οποίος ως ένδοξος στρατηγός αλλά και αντιβασιλέας είχε ουσιαστικά κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή της Σπάρτης μέχρι το 470, όταν οι Έφοροι τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον καταδίκασαν σε θάνατο με ασιτία. Ο Πλειστοάνακτας ανατράφηκε στη Σπάρτη πάντως σαν παιδί που ανήκε σε βασιλική γενιά, αφού ο πατέρας του, αν και θανατώθηκε με την κατηγορία του μηδισμού, δεν έπαυε να είχε υπάρξει ένας νικηφόρος στρατηγός και ανήκε ως εγγονός του Αναξανδρίδα Β’ στη γενιά των Αγιαδών –οι δύο βασιλείς της Σπάρτης ορίζονταν αντίστοιχα από τον οίκο των Αγιδών ο ένας και από τον οίκο των Ευρυποντιδών ο άλλος.
Όταν ο Πλειστοάνακτας ήταν ανήλικος, το 458, πέθανε σχετικά νέος (και χωρίς να αφήσει διάδοχο) ο εξάδελφος του πατέρα του, βασιλιάς της Σπάρτης Πλείσταρχος (γιος του Λεωνίδα Α’ των Θερμοπυλών). Τον διαδέχθηκε ο Πλειστοάνακτας που, επειδή όμως ήταν ανήλικος, επιτροπευόταν από το θείο του, τον στρατηγό Νικομήδη. Με το Νικομήδη πιθανόν να συμμετείχε στην πρώτη εκστρατεία του, εναντίον της Φώκαιας το 457 π.Χ. αν και, ίσως, ο Νικομήδης να τον αντιπροσώπευσε ώστε ο μικρός Πλειστοάνακτας να μη βρεθεί στο πεδίο της μάχης αυτοπροσώπως.
Η εκστρατεία κατά των Αθηνών
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τα επόμενα 10 χρόνια και ο Πλειστοάνακτας αναφέρεται ξανά το 446 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες εξεστράτευσαν εναντίον των Αθηνών. Επειδή ήταν ακόμα νέος και άπειρος, (αλλά πάντως είχε ήδη ένα γιο, άρα δεν ήταν ανήλικος) επιτροπεύθηκε ξανά. Αυτή τη φορά οι Έφοροι ανέθεσαν το ρόλο του πολιτικού και στρατιωτικού συμβούλου του στον στρατηγό Κλεανδρίδα. Ο Περικλής τότε, ως στρατηγός των Αθηναίων, για να αποφύγει το διμέτωπο (έπρεπε την ίδια εποχή να αντιμετωπίσει και την αποστασία της Εύβοιας), επεδίωκε να πείσει τους Σπαρτιάτες ότι ήταν προς αμοιβαίο συμφέρον των δύο μεγάλων πόλεων να κάνουν ειρήνη.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές ο Περικλής, για να γίνει πιο πειστικός, δωροδόκησε τον Κλεανδρίδα για να παρασύρει τον Πλειστοάνακτα ή και τους δύο Σπαρτιάτες ηγέτες με 10 τάλαντα, ποσό πολύ σημαντικό την εποχή εκείνη.
Οι περισσότεροι ιστορικοί πάντως πιστεύουν ότι, αν και μάλλον το ποσό δόθηκε, ο Περικλής υπέβαλε παράλληλα και ιδιαίτερα συμφέρουσες για τη Σπάρτη ειρηνευτικές προτάσεις και ότι οι δύο Σπαρτιάτες είχαν ουσιαστικά ήδη συμφωνήσει να αποχωρήσουν από την Ελευσίνα –αυτή η εκδοχή, δηλαδή, θεωρεί το δώρο ως συμπλήρωμα της συμφωνίας για αποχώρηση και όχι ως κίνητρό της.
Τέλος, υπάρχει και η τρίτη εκδοχή, ότι το ποσό αυτό δε δόθηκε ποτέ και ότι η υπόθεση της δωροδοκίας ήταν ίσως μια συκοφαντική εκστρατεία προσωπικών εχθρών και αντιπάλων του Πλειστοάνακτα και του Κλεανδρίδα, με στόχο να τους εξουδετερώσουν πολιτικά ή ίσως να μην υπογραφεί ειρήνη με την Αθήνα.
Ο ίδιος ο Περικλής για το επίμαχο ποσό των 10 ταλάντων που έλειψε από το ταμείο των Αθηναίων είχε πει «αναλώθηκε εις το δέον» και επειδή το ποσό ήταν πολύ μεγάλο αλλά δεν του υποβλήθηκαν περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις, οι Λακεδαιμόνιοι συμπέραναν ότι το κονδύλιο δικαιολογήθηκε ως απόρρητο ζήτημα «εξωτερικής πολιτικής», όπως πληρωμή κατασκόπων, προδοτών κ.α.
Το 445 π.Χ. πάντως υπογράφηκε ειρήνη μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης -οι «Τριακοντούτεις Σπονδές»- γεγονός που δείχνει ότι ο Πλειστοάνακτας και ο Κλεανδρίδας, ανεξαρτήτως του οικονομικού σκανδάλου, μάλλον πρέπει να είχαν όντως κομίσει τις συμφέρουσες και ειρηνευτικές προτάσεις του Περικλή στη Σπάρτη ένα χρόνο πριν. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι ο Περικλής δικαιολογούσε κάθε χρόνο στο εξής και για πολλά έτη το ίδιο ποσό, των 10 ταλάντων, για να διασφαλίζει την ειρήνη με την Σπάρτη και πιθανολογείται ότι δωροδοκούσε εφόρους ώστε να μην ανακινούν ζήτημα πολέμου προς την Αθήνα, χωρίς όμως κανείς να είναι βέβαιος για τον ή τους πραγματικούς αποδέκτες των χρημάτων τα επόμενα χρόνια.
Η εξορία
Ανεξαρτήτως των ειρηνευτικών τάσεων της εποχής εκείνης, οι δύο Σπαρτιάτες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για το επίμαχο οικονομικό σκάνδαλο. Ο μεν Κλεανδρίδας καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο (και διέφυγε από τη Λακεδαιμονία), ο δε Πλειστοάνακτας στο τεράστιο χρηματικό πρόστιμο των 15 ταλάντων, που στάθηκε αδύνατο να καταβάλει. Για να αποφύγει τις συνέπειες από την μη καταβολή του προστίμου, το 444 π.Χ. αυτοεξορίστηκε. Στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Παυσανίας, εγγονός του συνονόματού του στρατηλάτη της νίκης των Πλαταιών. Επειδή ο Παυσανίας ήταν ακόμα νήπιο, επιτροπευόταν από τον θείο του Κλεομένη.
Ο Πλειστοάνακτας έζησε τα επόμενα 17-18 χρόνια στο όρος Λύκαιο, στα σύνορα Αρκαδίας και Μεσσήνης και συγκεκριμένα στην κορυφή του όπου υπήρχε ναός του Δία και όπου σύμφωνα με τη μυθολογία είχε γεννηθεί και ο ίδιος ο Ζευς. Ο εξόριστος ηγεμόνας είχε τη μισή κατοικία του μέσα στο ιερό για να απολαμβάνει ασυλίας, επειδή φοβόταν μη συλληφθεί ξαφνικά από Λακεδαιμονίους. Ζούσε δηλαδή ως ικέτης του Λυκαίου Διός.
Επάνοδος
Ο Αρχιδάμειος πόλεμος δεν είχε τα αναμενόμενα και γρήγορα αποτελέσματα που θεωρούσαν στην αρχή δεδομένα οι Σπαρτιάτες και έτσι ο λαός είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Έστελνε τακτικά στο Μαντείο των Δελφών πρέσβεις για να ζητήσουν συμβουλές. Αυτοί επανέρχονταν σχεδόν κάθε φορά με τον ίδιο χρησμό: “Διὸς υἱοῦ ἡμιθέου τὸ σπέρμα ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τὴν ἑαυτῶν ἀναφέρειν, εἰ δὲ μή, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν”, δηλαδή ότι θα λιμοκτονούσαν αν δεν επανέφεραν στη γη τους τον απόγονο του Ηρακλή από τα ξένα. Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν ποιον «φωτογράφιζε» ο χρησμός, δηλαδή τον Πλειστοάνακτα, αλλά κυριαρχούσαν στις αποφάσεις εκείνοι που δεν ήθελαν να τον επαναφέρουν, ώσπου το 428 ή το 426 π.Χ. πείσθηκαν να τον ανακαλέσουν και τότε του επεφύλαξαν μάλιστα πολύ τιμητική υποδοχή.
Οι εχθροί του εντούτοις -ή πιθανόν και ουδέτεροι πολίτες- πίστευαν ότι ο Πλειστοάνακτας και ο αδελφός του Αριστοκλής είχαν ουσιαστικά εξαγοράσει το χρησμό που τους ευνοούσε -ότι δηλαδή είχαν δωροδοκήσει την Πυθία ή κάποιο άλλο σημαντικό πρόσωπο στους Δελφούς. Κάθε στρατιωτική ατυχία ή ανικανότητα στον πόλεμο και κάθε κακή σοδειά, αποδιδόταν αμέσως στην ιεροσυλία που φερόταν να είχε διαπράξει ο βασιλιάς Πλειστοάνακτας και ο αδελφός του στρατηγός Αριστοκλής. Αυτό προκαλούσε έντονη εσωτερική φθορά στον Πλειστοάνακτα και σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς η πίεση που δεχόταν ήταν μεταξύ των βασικών λόγων για τους οποίους επεδίωξε με ζέση την ειρήνη με την Αθήνα. Την πέτυχε το 421 π.Χ. με την ειρήνη του Νικία.
Στη συνέχεια ο Πλειστοάνακτας ηγήθηκε του στρατού και απελευθέρωσε το 420 π.Χ. τους Παρρασίους που απειλούνταν από τους Μαντινείς και στη συνέχεια κατεδάφισε το φρούριο που είχαν χτίσει οι Μαντινείς στην Κυψέλη, στα όρια με τη Λακωνία. Όταν το 418 π.Χ. οι Σπαρτιάτες, επειδή εξακολουθούσαν να μην του έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη, έστειλαν σε εκστρατεία εναντίον των Ηλείων, των Μαντινείων και των Αργείων τον άλλο βασιλιά τους, τον Άγι Β’ των Ευρυποντιδών, ο Πλειστοάνακτας φέρεται να τον στήριξε, τουλάχιστον τυπικά. Συγκεκριμένα ο Άγις Β’ είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση και χρειαζόταν ενισχύσεις, παρότι είχε μαζί του τα 5/6 του στρατού της Σπάρτης. Τότε ο Πλειστοάνακτας ηγήθηκε των ηλικιωμένων αλλά και των παιδιών που είχαν απομείνει ως άμαχοι στην Σπάρτη και ξεκίνησε για να τον ενισχύει. Εντούτοις στην Τεγέα πήρε το μήνυμα ότι ο Άγις Β’ είχε νικήσει και τότε επανήλθε στη Σπάρτη.
Στην ίδια μάχη ο αδελφός του Πλειστοάνακτα, Αριστοκλής, ως στρατηγός, δεν υπάκουσε σε εντολές του Άγιδος Β’, επειδή όπως είπε τις θεώρησε ανόητες. Όταν όμως ο Άγις Β’ νίκησε, τον κατήγγειλε και ο Αριστοκλής, για την εσφαλμένη απόφασή του να απειθαρχήσει στο βασιλιά, εξορίστηκε. Υπάρχει πάντως το ενδεχόμενο αυτός ο Αριστοκλής που φέρθηκε ανυπάκουα να μην ήταν ο αδελφός του Πλειστοάνακτα και να επρόκειτο για συνωνυμία.
Ο Πλειστοάνακτας πέθανε το 408 στη Σπάρτη, μάλλον από φυσικά αίτια. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Παυσανίας.
*** οι Σπαρτιάτες είχαν δύο βασιλείς, από δύο οίκους, ώστε αν ο ένας σκοτωνόταν στο πεδίο της μάχης, να επιβίωνε ο δεύτερος και να μην έμενε η πολιτεία τους ακέφαλη
wikipedia