ΝΔ – ΚΙΝΑΛ εναντίον του κράτους δικαίου
Του Γ. Λακόπουλου
Την περασμένη εβδομάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε στη Βουλή περισσότερο από κάθε άλλη φορά με ύφος και ρητορική Σαμαρά: για υπόθαλψη της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας στα ΑΕΙ και γενικότερα στην κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ -και τον παλαιό «καταληψία»Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Και υποσχέθηκε με ύφος άλλων εποχών ότι «το άσυλο δεν θα αλλάξει, θα καταργηθεί». Αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Ο διάλογος με την πανεπιστημιακή κοινότητα περιττεύει.
Την ίδια στιγμή η επικεφαλής του λεγόμενου Κινάλ πήγε στη Βουλή και επανέλαβε τον εαυτό της όταν αποφαίνεται ότι ο Τσίπρας «είναι βαρίδι της Αριστεράς», «μας έσυρε στη Μνημόνια»» «στήνει νέο βρόμικο 89″ και «θα πάει από εκεί που ήλθε».
Καθόλου παράξενα όλα αυτά. Η Φώφη απλώς θρηνεί επί των ερειπίων που προκάλεσε η διάλυση του ΠΑΣΟΚ, πολιτευόμενη πλέον με τρόπο που δεν θυμίζει σε τίποτε το ιστορικό προοδευτικό κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και ο Μητσοτάκης έχει εγκαταλείψει από καιρό τον ορθό λόγο και την μετριοπάθεια που χαρακτήριζε το κόμμα των Καραμανλήδων.
Όπως έχει εγκαταλείψει και όσα έλεγε ο ίδιος προκειμένου να αναδειχθεί στην ηγεσία. Ενστερνίζεται πλήρως όχι μόνο ακραίες, εθνικιστικές και μισαλλόδοξες θέσεις, αλλά και το αντίστοιχο ύφος στη διατύπωσή τους.
Χωρίς προσχήματα αναφέρεται σε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις από το κατώτατο δυνατό επίπεδο. Σαν οποιονδήποτε λούμπεν πολιτευτή που αναζητά την επιδοκιμασία της γαλαρίας και ισοπεδώνει τα πάντα. Για τον ίδιο ένας διακεκριμένος επιστήμονας και σπουδαίος πανεπιστημιακός, σαν τον Νίκο Παρασκευόπουλο, είναι κάποιος που «έβγαλε από τις φυλακές εγκληματίες και τρομοκράτες».
Επιτρέπει σε πρόσωπα με τα χαρακτηριστικά του Άδωνι Γεωργιάδη να κραυγάζουν χωρίς φραγμούς για πολιτικούς αντίπαλους, θεσμούς και ιδεολογίες δηλητηριάζοντας την πολιτική αντιπαράθεση με υποκουλτούρα πεζοδρομίου και ακραίων δοξασιών.
Όπως στρώνουν, θα κοιμηθούν. Αυτό επιλέγουν να είναι, αυτό είναι και από αυτό κρίνονται. Θα ήταν απλώς θέμα των σοβαρών ανθρώπων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αν συνέβαινε κάτι άλλο το τελευταίο διάστημα: ο συντονισμός Μητσοτάκη και Γεννηματά, μεταξύ τους, αλλά και με τον Αντώνη Σαμαρά και τον Κώστα Σημίτη. Όχι για να κάνουν αντιπολίτευση, όπως είναι δικαίωμά τους. Αλλά για να αμφισβητηθεί το κράτος Δικαίου.
Συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε αντιδράσεις απέναντι σε φυσιολογικές -και συχνά απλώς τυπικές -δραστηριότητες της Δικαιοσύνης. Απολύτως νόμιμες και δικαιολογημένες και σε κάθε περίπτωση προβλεπόμενες από το Σύνταγμα, το νομοθετικό πλαίσιο και του δικονομικούς κανόνες.
Αυτό φυσικά δεν είναι «ευρωπαϊκό κεκτημένο», με το οποίο θέλησε να ντύσει τον Κ. Σημίτη, ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Είναι τριτοκοσμική συμπεριφορά. Όταν υπάρχει μαρτυρία, καταγγελία, ή όποιο άλλο στοιχείο για μια υπόθεση και για οποιοδήποτε πρόσωπο, ή αρμοδιότητα της διαλεύκανσης, ανήκει στη Δικαιοσύνη. Επιλαμβάνεται πρωτίστως για διασφαλίσει τα συμφέροντά των εμπλεκομένων. Και δεν αμφισβητείται.
Συνεπώς, η αθωότητα θα έπρεπε να ταυτίζεται με την ικανοποίηση για την δικαστική παρέμβαση, εφόσον είναι βέβαιοι ότι θα αποβεί υπέρ τους. Χωρίς αυτή την παρέμβαση θα έμεναν σκιές -και είναι παράδοξο να δείχνουν κάποιοι ότι το προτιμούν.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η επικεφαλής ενός κοινοβουλευτικού κόμματος σπεύδοντας προς υποστήριξή τους -χωρίς να είναι σαφές από τι κινδυνεύουν- επιχειρούν να μεταθέσουν τις ερευνώμενες υποθέσεις από το πεδίο της Δικαιοσύνης στο πεδίο της πολιτικής. Μιλούν για«πολιτική υποκίνηση» των δικαστικών λειτουργών από την κυβέρνηση, χωρίς κανένα στοιχείο.
Ταυτόχρονα ορίζουν ορισμένα πρόσωπα από τα κόμματά τους ως εξαιρούμενα του νόμου και πέραν πάσης δικαστικής αρμοδιότητας για έλεγχο. Πρακτικά αυτό που ζητούν είναι να σταματήσουν οι έρευνες γι’ αυτά τα πρόσωπα.
Είναι η άλλη όψη της σπουδής των δυο κομμάτων να κατοχυρώσουν συνταγματικά στο παρελθόν ότι θα σταματάει ακαριαία η δικαστική διερεύνηση για υπουργούς τους. Το «τους» καθώς θεωρούσαν ότι ο δικομματισμός θα τους επιτρέπει την εναλλαγή στη διακυβέρνηση. Και αναλάμβαναν τα ίδια να (μην) αποδώσουν Δικαιοσύνη.
Οι σημερινές αντιδράσεις τους έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τη λειτουργία του κράτους Δίκαιου και τον πυρήνα του Κοινοβουλευτισμού και τής διάκρισης των Εξουσιών. Κομματική υπεράσπιση προσώπων σε ζήτημα ηθικής – που είναι αυστηρά προσωπικές υποθέσεις- δεν νοείται. Κανείς δεν καταδικάζεται ή απαλλάσσεται από το κόμμα του, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τη Δικαιοσύνη.
Τα περί «πολιτικής δίωξης» και «ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής» είναι προσχηματικές κατασκευές και πολιτικολογίες και δεν έχουν σχέση με το νόμο και την υποχρέωση εφαρμογής του έναντι όλων.
Ο Μητσοτάκης και η Γεννηματά υιοθετούν την «αρχή» ότι «ο νόμος είναι το κόμμα μου». Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν σκάνδαλα επί των ημερών που κυβερνούσαν. Υπάρχουν «διώξεις πολιτικών αντιπάλων».
Με τη συνδρομή ΜΜΕ που τους στηρίζουν,- ή τους χειραγωγούν – προσπαθούν να σπιλώσουν τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, τάχα για τα προστατεύουν κάποιους από τα κόμματα τους από… σπίλωση. Σα να συνιστά δυσφήμιση η δικαστική έρευνα.
Να βγουν τότε και οι πάσης φύσεως καταδικασμένοι και να πουν ότι τα δικαστήρια τους… σπίλωσαν. Πώς είναι δυνατόν, όμως, να σπιλώνεται ένας πολιτικός, από μια μαρτυρική κατάθεση, όταν η δικαστική της διερεύνηση και μόνο μπορεί να αποδείξει ότι είναι αβάσιμη;
Αυτό που θέλουν να κρύψουν τα δυο κόμματα και οι επικεφαλής του είναι ο φόβος τους για αποκαλύψεις στις οποίες μπορεί να οδηγήσουν οι δικαστικές έρευνες και τις συνέπειες που θα έχουν σε κάποια πρόσωπα.
Αυτό είναι το λάθος τους. Αντί να πάρουν τις οφειλόμενες αποστάσεις μέχρι να αποφανθεί η Δικαιοσύνη, παίρνουν το ρίσκο να περάσουν τη θηλιά στο λαιμό τους. Τους λόγους οι ίδιοι τους ξέρουν καλά. Οι άλλοι απλώς τους υποψιάζονται.