Η ελληνική επιχείρηση της Εν Κα Βε Ντε (ρωσικά: Греческая Операция, μτγ. Γκριέτσισκαγια Οπεράτσιεγια, μτφ. ελληνική επιχείρηση) ή γενικότερα οι σταλινικές διώξεις εναντίον των Ελλήνων, ήταν οργανωμένη μαζική καταδίωξη των πολιτών ελληνικής καταγωγής και Ελλήνων πολιτών που ζούσαν στην Σοβιετική Ένωση. Διετάχθη από τον Ιωσήφ Στάλιν ως τμήμα της ευρύτερης Μεγάλης Εκκαθάρισης, και τέθηκε σε εφαρμογή από το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, γνωστό και ως ΛΚΕΥ ή και Εν Κα Βε Ντε (πρόδρομος της Κα Γκε Μπε).
Φωτογραφία: Δελτίο της Εν Κα Βε Ντε για την σύλληψη του Κωνσταντίνου Φεντόροβιτς Τσελπάν (Канстанціна Фёдаравіча Чэлпана), διευθυντικού στελέχους εργοστασίου στο Χάρκοβο. Συνελήφθη στις 15 Δεκεμβρίου 1937 και εκτελέστηκε. Με κόκκινη υπογράμμιση η ένδειξη πως είναι ελληνικής καταγωγής.
By The original uploader was Kalinowski at Λευκορωσικά Βικιπαίδεια. – Transferred from be.wikipedia to Commons., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=61553571
Στα ελληνικά η ιστορική αυτή επιχείρηση αποδίδεται συχνά και ως πογκρόμ, ωστόσο ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει βία του όχλου εναντίον άλλων πολιτών, παρά οργανωμένη καταδίωξη από αστυνομία που έχει επίσημη κατεύθυνση και διαταγές.
Το κύριο στάδιο της επιχείρησης ξεκίνησε στις 15 Δεκεμβρίου του 1937 και ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1938, ενώ σποραδικές συλλήψεις συνεχίστηκαν έως το 1950. Ειδικά αιματηρή κατέληξε να είναι η καταστολή στην περιοχή του Ντονέτσκ και στην περιοχή Κρασνοντάρ.
Ιστορία
Το πολιτικό υπόβαθρο δημιουργήθηκε με το ψήφισμα της 7ης Αυγούστου 1932, σχετικά με την προστασία της σοσιαλιστικής περιουσίας. Βάσει του ψηφίσματος αυτού, τα αντισοβιετικά στοιχεία εντός της επικρατείας της Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να επισημανθούν και να εξαλειφθούν, και στον κατάλογο των στοιχείων αυτών συμπεριλαμβάνονταν πρώην κουλάκοι, εγκληματίες, και άλλα αντισοβιετικά στοιχεία. Το μέτρο αυτό άρχισε να εφαρμόζεται τον Ιούνιο του 1937 σε όλες τις ομάδες οι οποίες προσδιορίζονταν ως αντισοβιετικές.
Η ελληνική επιχείρηση συγκεκριμένα ξεκίνησε στις 15 Δεκεμβρίου του 1937, υπό την ντιρεκτίβα αρ. 50215 με χρονολόγηση 11 Δεκεμβρίου του 1937, υπογεγραμμένη από τον κομισάριο εσωτερικών υποθέσεων Νικολάι Γιεζόφ.
Το διάταγμα προσδιόριζε πως η Εν Κα Βε Ντε είχε την εξουσιοδότηση να προχωρήσει σε ανακάλυψη και άμεση εξάλειψη του οποιουδήποτε δικτύου Ελλήνων εθνικιστών, κατασκόπων, επαναστατών, και λοιπών οργανώσεων σκοπός των οποίων ήταν η διάβρωση της σοβιετικής ισχύος σε περιοχές όπου διέμενε μεγάλος αριθμός πολιτών ελληνικής καταγωγής και προωθούνταν η δημιουργία μιας μπουρζουάδικης φασιστικής πολιτείας, με ενεργή συμμετοχή των μυστικών υπηρεσιών της Ελλάδας προς όφελος των βρετανικών, γερμανικών, και ιαπωνικών υπηρεσιών.
Αρχικά ξεκίνησε σταδιακά με το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων, πολιτιστικών οργανώσεων, και εκδοτικών οίκων. Κατόπιν, η μυστική αστυνομία της Εν Κα Βε Ντε άρχισε να συλλαμβάνει αδιακρίτως τους πολίτες ελληνικής καταγωγής ηλικίας 16 ετών και άνω, με προτεραιότητα στους εύπορους ή αυτοαπασχολούμενους πολίτες.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι κεντρικές αρχές έστελναν διαταγές στις αστυνομικές δυνάμεις με αίτημα την σύλληψη ενός συγκεκριμένου αριθμού Ελλήνων, χωρίς να διευκρινίζονται ονόματα πολιτών, έτσι οι συλλήψεις γίνονταν έως ότου καλυφθεί το ζητούμενο αριθμητικό σύνολο της ημέρας.
Το κείμενο της διαταγής συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με άλλες προηγούμενες διαταγές εις βάρος άλλων εθνικών μειονοτήτων, όπως της λετονικής (30 Νοεμβρίου 1937), της φινλανδικής, εσθονικής, ρουμανικής και άλλων. Την επόμενη ημέρα αφότου υπογράφθηκε η διαταγή (11 Δεκεμβρίου 1937), έγιναν εκλογές, και ως αποτέλεσμα υπήρξαν μερικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής οι οποίοι έγιναν μέλη του ανώτατου σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Ιβάν Παπάνιν (τιμημένος ως Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης), Πασά Ανγκελίνα (Ηρωίδα της Σοσιαλιστικής Εργασίας), Βλαντιμίρ Κοκκινάκη (Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης) και άλλοι.
Στις 15 Δεκεμβρίου του 1937, ξεκίνησε το πρώτο κύμα συλλήψεων σε Γεωργία, Κριμαία, Ντόνετσκ, Οδησσό, Κρασνοντάρ, και Αζερμπαϊτζάν. Κατά την πρώτη νύκτα στο Χάρκοβο, συνελήφθησαν περισσότεροι από 30 Έλληνες, ανάμεσα τους και ο Κωνσταντίν Τσελπάν ο οποίος υπήρξε ο αρχισχεδιαστής της μηχανής του ρωσικού άρματος μάχης T-34 και είχε τιμηθεί με το βραβείο Λένιν. Κατά τις επόμενες 10 ημέρες συνελήφθησαν συνολικά 8.000 Έλληνες.
Στις 31 Ιανουαρίου του 1938 εκδόθηκε νέο διάταγμα, βάσει του οποίου δινόταν η άδεια να συνεχιστεί η καταστολή των εθνικών μειονοτήτων.
Μόνο στην Ουκρανία, υπολογίζεται πως υπήρξαν 5.000 με 6.000 θύματα της ελληνικής επιχείρησης.
Η μεγάλη πλειοψηφία των συλληφθέντων εκτελούνταν και οι υπόλοιποι στέλνονταν στα γκουλάγκ. Το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν στην Κολύμα, στην ρωσική Άπω Ανατολή, όπου στάλθηκαν περίπου 1.500 Έλληνες. Περίπου 100 άτομα στάλθηκαν στο γκουλάγκ του Νορλίσκ, πάνω από 130 στα γκουλάγκ της δημοκρατίας Κόμι, πάνω από 200 στο Καζακστάν, και 60 με 80 στο Αρχάγγελσκ. Μόνο οι μισοί επέστρεψαν από τα γκουλάγκ.
Τα στοιχεία της 1ης Ιανουαρίου 1939 αναφέρουν 2.030 Έλληνες, και επιπρόσθετα υπήρχαν 451 Έλληνες οι οποίοι ήταν Έλληνες πολίτες από την Ελλάδα (το 11% του συνόλου των Ελλήνων κρατουμένων). Συνολικά, το 1938 υπήρχαν περίπου 2.500 Έλληνες κρατούμενοι εκ των οποίων 600-800 πέθαναν την περίοδο 1938-1941.
Κατά την ίδια περίοδο, έγιναν ενεργές προσπάθεις από τις σοβιετικές αρχές ώστε να αποκαλυφθούν τα αντιεπαναστατικά στοιχεία, με τις έρευνες να γίνονται σε Ροστόφ επί του Ντον, Μαριούπολη, και σχεδόν όλα τα ελληνικά χωριά στο Πριαζόφ, Μπακού, Κρασνοντάρ, Ασγκαμπάτ, έξω από την Μόσχα, ακόμα και στην περιοχή της Ιγκάρκα στην βορειοκεντρική Ρωσία. Οι δραστηριότητες αυτές περιελάμβαναν το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων ανά την επικράτεια της ΕΣΣΔ, πολιτιστικών συλλόγων, εκδοτικών οίκων, και εφημερίδων. Ιδιαίτερα αιματηρή ήταν η καταστολή στο Κουμπάν (σημερινό Κράι Κρασνοντάρ) της νοτιοδυτικής Ρωσίας όπου το 92-94% των συλληφθέντων εκτελέστηκε.
Αντίδραση από την Ελλάδα
Έως το 1937, ένα μεγάλο ποσοστό των ξένων υπηκόων στην ΕΣΣΔ ήταν Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν για πολύ καιρό στην Τουρκία και Οθωμανική αυτοκρατορία (ποντιακός ελληνισμός), και με τους εκεί διωγμούς αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ρωσία για να γλιτώσουν από την εθνοκάθαρση. Ωστόσο, η Ελλάδα και η ΕΣΣΔ διατηρούσαν μεταξύ τους εμπορικές συμφωνίες, τις οποίες η κυβέρνηση της Ελλάδας (κυβέρνηση Μεταξά) δεν ήθελε να διακινδυνεύσει λόγω των Ρωσοελλήνων, και αρκέστηκε μόνο σε σποραδικές επιστολές διαμαρτυρίας.
Κατόπιν η Σοβιετική Ένωση προσφέρθηκε να σταλούν στην Ελλάδα οι πολίτες ελληνικής καταγωγής, αλλά η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά καθώς η ΕΣΣΔ αποτελούσε εστία του κομμουνισμού και δεν ήθελε να εισέλθουν στην χώρα κομμουνιστικά στοιχεία, ενώ συνέχιζε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα από την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία το 1923 και την μεγάλη εισροή νέων πολιτών στην επικράτεια. Ωστόσο δέχτηκε δέχτηκε την παλιννόστηση 10.000 προσφύγων ελληνικής καταγωγής από την ΕΣΣΔ, με τους συνολικούς αιτούντες να είναι 40.000. Η επίσημη δικαιολογία που δόθηκε ήταν πως οι ελληνικές πρεσβείες και προξενεία δεν ήταν σε θέση να εκδώσουν τόσο μεγάλο αριθμό διαβατηρίων.
Εν τω μεταξύ, υπήρξε και το γεγονός του Έλληνα πρεσβευτή στην ΕΣΣΔ, Δ. Νικολόπουλου, ο οποίος μετά από ενάμιση μήνα υπηρεσίας αυτοκτόνησε λόγω σοβαρής ασθένειας. Η νεκροψία απαγορεύτηκε, και δημιουργήθηκαν υπόνοιες πως δολοφονήθηκε εν μέσω των δραστηριοτήτων για καταστολή των αντισοβιετικών δραστηριοτήτων.
Προβλήματα επαναπατρισμού στην Ρωσία
Το συνολικό πρόβλημα που προέκυψε με τον επαναπατρισμό των εκδιωχθέντων συνέχισε να είναι ανεπίλυτο, καθώς ατομικά υπήρξε αποκατάσταση αυτών που καταδιώχθηκαν, αλλά η εθνοτική ομάδα ως σύνολο δεν αποκαταστάθηκε. Από το 1993 οι Έλληνες της Ρωσίας αναζητούν πολιτική αποκατάσταση ως εθνοτική ομάδα. Κατά την περίοδο 1992-1994 αποκαταστάθηκαν Ρωσογερμανοί βάσει προεδρικού διατάγματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (αρ.231, 21 Φεβ. 1992), Ρωσοκορεάτες (Δούμα, αρ. 4721-1, 1 Απρ. 1993), Ρωσοφινλανδοί (Δούμα, αρ. 5229-1, 29 Ιουνίου 1993), Καρατσάι (ρωσ. κυβέρνηση, αρ. 1100, 30 Οκτ. 1993), Καλμίκοι (προεδρ. διάταγμα, αρ. 2290, 25 Δεκεμβρίου 1993), Βαλκάριοι (προεδρ. διάταγμα, αρ. 448, 3 Μαρτίου 1994).
Το 2005, ο Ιβάν Σαββίδης ως μέλος της Δούμας κατέθεσε νομοσχέδιο σχετικά με τον επαναπατρισμό των Ρώσων Ελλήνων, το οποίο πρότεινε την πολιτική αναγνώριση και ελευθερία προσδιορισμού του πληθυσμού ώστε να αναπτύξει και πάλι τον εθνοτικό του χαρακτήρα, καθώς και το δικαίωμα λήψης ρωσικής υπηκοότητας σε όσους πολίτες είχαν παράνομα απελαθεί από την ΕΣΣΔ κατά την διάρκεια των διωγμών, ενώ παράλληλα έστειλε και επιστολή στον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν. Η απάντηση της ρωσικής προεδρίας ανέφερε πως η απέλαση των Ελλήνων δεν έγινε ως Ρώσων Ελλήνων αλλά ως Ελλήνων πολιτών, πρώην Ελλήνων ή Ελλήνων στους οποίους είχε δοθεί ρωσική υπηκοότητα. Επιπλέον, η απέλαση δεν διενεργήθηκε τόσο από την περιοχή της Ρωσικής επικράτειας, αλλά από τις περιοχές άλλων δημοκρατιών της πρώην ΕΣΣΔ όπως η Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία, και Ουκρανία, και πως βάσει αυτών των στοιχείων, το να εγείρεται θέμα επιστροφής Ρώσων Ελλήνων στην Ρωσία φαίνεται πως είναι προβληματικό και πως δεν ευθύνεται η σύγχρονη Ρωσία για τις πράξεις της Σοβιετικής Ένωσης. Το νομοσχέδιο αποσύρθηκε λίγο καιρό έπειτα μετά από αίτηση του συντάκτη του.
Μνημείο
Το 2011 ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμή των θυμάτων στο Μαγκαντάν της ρωσικής άπω ανατολής, ενώ η 15η Δεκεμβρίου, ημερομηνία έναρξης της καταδίωξης, τιμάται ως ημέρα μνήμης από την ελληνική ομογένεια.
wikipedia