Ο Χέρμαν Ντουφτ (Hermann Duft, 1938 – 15 Δεκεμβρίου 1969) και ο Χανς Μπασενάουερ (Hans Wilhelm Bassenauer, 1938 – 15 Δεκεμβρίου 1969) ήταν Γερμανοί δολοφόνοι κατά συρροή, που δολοφόνησαν έξι άτομα στην Ελλάδα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το 1969, συνελήφθησαν, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Ήταν οι τελευταίοι αλλοδαποί που εκτελέσθηκαν στην Ελλάδα.
Φωτογραφία: By ΑΠΕ – Εφημερίδα “Μακεδονία”, Εύλογη χρήση, https://el.wikipedia.org/w/index.php?curid=198331
Συνελήφθησαν τυχαία, χάρη στην παρατηρητικότητα μιας γυναίκας και καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα η θανατική ποινή ήταν ακόμα σε ισχύ.
Τα εγκλήματα
Οι Ντουφτ και Μπασσενάουερ, προφασιζόμενοι τους τουρίστες, έφθασαν οδικώς στην Ελλάδα στις 17 Φεβρουαρίου 1969, εποχή κατά την οποία κυβερνούσε η χούντα των Συνταγματαρχών. Μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις 40 ημερών και συγκεκριμένα από τις αρχές Μαρτίου έως και τα μέσα Απριλίου οπότε και συνελήφθησαν, δολοφόνησαν έξι ανυποψίαστους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας όπλο ή στιλέτο, με σκοπό τη ληστεία. Οι δύο Γερμανοί είτε έκαναν οτοστόπ είτε πλησίαζαν τα ανύποπτα θύματά τους με κάποιο πρόσχημα για να τα εκτελέσουν και στη συνέχεια να τα ληστέψουν. Ο ένας χρησιμοποιούσε καραμπίνα και ο άλλος μαχαίρι.
Οι δολοφόνοι έδρασαν στην Αττική και στις πέριξ αυτής περιοχές. Πιο συγκεκριμένα τα θύματά τους ήταν:
– 5 Μαρτίου 1969: Νίκος Κανάρης (35 ετών), νυχτοφύλακας και Κωνσταντίνος Κούλης (22 ετών), στρατιώτης, σε πρατήριο υγρών καυσίμων έξω από τη Θήβα
– 13 Μαρτίου 1969: Παντελής Αθηναίος (50 ετών), Ελληνοαμερικανός χρηματιστής, στη Βούλα
– 7 Απριλίου 1969: Ιωάννης Φραγκιαδάκης (34 ετών), οδηγός ταξί, στο Καβούρι
– 9 Απριλίου 1969: Ιωάννης Τσουτσάνης (42 ετών), νυχτοφύλακας σε πρατήριο υγρών καυσίμων στη Μαλακάσα
– 12 Απριλίου 1969: Γιώργος Παπαγεωργίου (40 ετών), υφαντουργός, κάτοικος Δυτικής Γερμανίας, στην Κινέτα
Το τελευταίο τους έγκλημα δεν ήταν γνωστό στις αρχές. Το αποκάλυψαν οι ίδιοι μετά τη σύλληψή τους. Κατά την πρώτη τους εγκληματική ενέργεια έξω από τη Θήβα, υπήρξε και τρίτο θύμα, ο Αναστάσιος Γκιζίνης, υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων, ο οποίος κοιμόταν σε πίσω δωμάτιο, μαχαιρώθηκε δε και πυροβολήθηκε, όμως τελικά δεν εξέπνευσε. Ο δε στρατιώτης που βρισκόταν τυχαία στο σημείο, τους πλησίασε με σκοπό να τους ζητήσει να τον μεταφέρουν στη μονάδα όπου υπηρετούσε.
Τη δράση και συμπεριφορά τους χαρακτήριζαν η φαινομενική ευγένεια με την οποία ξεγελούσαν τα ανυποψίαστα θύματά τους, η μεθοδικότητα και ο απόλυτος κυνισμός. Σκότωναν χωρίς ενδοιασμούς, ακόμη και σε στιγμές που δεν ήταν απαραίτητο για να διαφύγουν, καθώς ξένοι όπως ήταν και χωρίς μητρώο στην Ελλάδα θα ήταν απίθανο να αναγνωρισθούν από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων.
Συνελήφθησαν τελικά στις 16 Απριλίου του 1969, όταν μία γυναίκα, η Μαρία Κωνσταντάρα Ταμπουράκη, παρατήρησε κηλίδες αίματος πάνω στο αυτοκίνητο που πάρκαραν έξω από το σπίτι της στο Χαϊδάρι και ειδοποίησε την αστυνομία. Στήθηκε ενέδρα και οι δύο κακοποιοί συνελήφθησαν.
Το ποιόν τους
Οι δύο 31χρονοι Γερμανοί, ήταν υδραυλικοί στο επάγγελμα. Ο Ντουφτ ήταν άγαμος, ενώ ο Μπασενάουερ παντρεμένος και πατέρας 3 παιδιών. Η σύζυγός του έπαθε ισχυρό σοκ όταν πληροφορήθηκε τη δράση του συζύγου της και επιχείρησε να αυτοκτονήσει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ο Ντουφτ είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Φερόταν ως ο εγκέφαλος του διδύμου και πειθήνιο όργανό του ο Μπασενάουερ. Και οι δύο ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ, καθώς είχαν στο παρελθόν εγκληματική δραστηριότητα (ληστείες και επιθέσεις) στην Δυτική Γερμανία και ακόμα στη Μασσαλία και τη Νάπολη.
Καταδίκη και εκτέλεση
Η υποκριτική έκφραση μεταμέλειας των δύο στυγερών Γερμανών δολοφόνων κατά τη διάρκεια της δίκης τους δεν έπεισαν το δικαστήριο, ούτε και τους συγγενείς των θυμάτων τους. Τον Ιούλιο του 1969, οι δύο εγκληματίες καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο πεντάκις σε θάνατο, για κάθε μία από τις πέντε δολοφονικές επιθέσεις ξεχωριστά. Στη συνέχεια υπέβαλαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία όμως απορρίφθηκε. Ομοίως απορρίφθηκε και η αίτηση που υπέβαλαν οι συνήγοροί τους προς το Συμβούλιο Χαρίτων προκειμένου να τους απονεμηθεί χάρη και η θανατική ποινή να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη.
Εκτελέστηκαν τα ξημερώματα της Δευτέρας 15ης Δεκεμβρίου του 1969 ο μεν Ντουφτ στην Κέρκυρα, ο δε Μπασενάουερ στην Αίγινα, όπου κρατούνταν. Ο Ντουφτ μάλιστα, ζήτησε να του αφήσουν ακάλυπτα τα μάτια και αντιμετώπισε εντελώς ανέκφραστος το εκτελεστικό απόσπασμα, αναφωνώντας ψυχρά στα ελληνικά, «γεια σας».
Αντιδράσεις
Στην Δυτική Γερμανία διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις για την υπόθεση. Ενώ η θανατική ποινή δεν ίσχυε εκεί, εν τούτοις το 55% του πληθυσμού τασσόταν υπέρ της, για ειδεχθή εγκλήματα. Υπήρξαν επίσης φωνές που υποστήριζαν μία άλλη θέση, καθώς αρκετά δημοσιεύματα έκαναν λόγο για «διευκόλυνση» των δυτικογερμανικών αρχών από τις αντίστοιχες ελληνικές, δηλαδή ότι ουσιαστικά η εκτέλεση των δύο έβγαλε από τη δύσκολη θέση τη δυτικογερμανική δικαιοσύνη.
Χαρακτηριστική πάντως είναι η δήλωση της νεαρής χήρας του Μπασενάουερ, Χάιντι, που μιλώντας στην εφημερίδα Bild έκανε λόγο για δίκαιη τιμωρία του συζύγου της, αν και πρόσθεσε πως το γεγονός ότι η εκτέλεση έλαβε χώρα πολύ κοντά στα Χριστούγεννα, δεν ήταν και τόσο χριστιανικό.
Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι από τον δυτικογερμανικό Ερυθρό Σταυρό είχε ανοιχθεί λογαριασμός υπέρ των συγγενών των έξι Ελλήνων θυμάτων (εκ των οποίων οι πέντε ήταν φτωχοί άνθρωποι) αλλά το ποσό που μαζεύτηκε ήταν μόλις 7.522,5 μάρκα. Θεωρήθηκε και αυτό από ορισμένους ότι συνετέλεσε στην επιβολή της αυστηρότερης των ποινών. Παράπονα εκφράστηκαν ακόμη για τη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών σε βάρος των δύο συλληφθέντων δολοφόνων, που στηλιτεύτηκε ως εξαιρετικά βίαιη και απάνθρωπη.
Μία τελευταία πτυχή του πολύκροτου ζητήματος είχε να κάνει με τους λόγους που οδήγησαν σε αναβολή της αρχικά προγραμματισμένης εκτέλεσης, για τις 4 Δεκεμβρίου, ακριβώς την τελευταία στιγμή. Ειπώθηκε ότι με την κίνηση αυτή, το δικτατορικό καθεστώς προσέβλεπε σε κάποια πολιτικά ανταλλάγματα από τη δυτικογερμανική πλευρά, όπως πιθανή αναγνώρισή του, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.
wikipedia