Στις επόμενες εβδομάδες – εντός του Ιανουαρίου του 2019 – η αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Εργασίας πρόκειται να αποφανθεί για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Ο υπουργός Επικρατείας Δημήτρης Τζανακόπουλος έκανε λόγο για «γενναία αύξηση» και υπάρχουσες πληροφορίες αναφέρουν ποσοστό που θα πλησιάζει το 10%. Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα που πρόκειται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό.
Προ ημερών η Πορτογαλία για τέταρτη συνεχή χρονιά αυξάνει τον κατώτατο μισθό και πλέον στο 2019 αναμένεται να σπάσει το φράγμα των 600 ευρώ. Αλλά και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέντρο Σάντσεθ προχώρησε στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 22% – το υψηλότερο ποσοστό αύξησης στην ευρωζώνη, ο οποίος πλέον από 858 ευρώ τον μήνα θα ανέλθει στα 1.050 ευρώ.
Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν κάτω από τη κοινωνική πίεση των «κίτρινων γιλέκων» ανακοίνωσε μία – παραμετρική – αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 100 ευρώ, αύξηση που θα αφορά 5 εκατ. εργαζομένους.
Αλλά και στη Γερμανία η στατιστική υπηρεσία γνωστοποίησε πως στο τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 3,6% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2017 – πρόκειται για τον ισχυρότερο ρυθμό αύξησης από το δεύτερο τρίμηνο του 2011. Ήδη δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου κάνουν λόγο για το τέλος της λιτότητας στην περιοχή της ευρωζώνης. Είναι όντως έτσι;
Ο Θοδωρής Πελαγίδης καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ανώτατος εταίρος στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς, καθώς και σύμβουλος μακροοικονομίας του προέδρου της ΝΔ ερωτηθείς σχετικά από το ΑΠΕ – ΜΠΕ σημειώνει ότι «η κλασική άποψη που διδάσκεται στους φοιτητές είναι ότι όταν ο κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος του μισθού ισορροπίας δημιουργείται ανεργία στο χαμηλά ειδικευμένο και αμειβόμενο εργατικό προσωπικό.
Στην Αμερική που αναπτύσσεται η σχετική συζήτηση επισημαίνεται ότι αφορά κατά κύριο λόγο τους νέους και περίπου μόλις 5% του εργατικού δυναμικού. Οι εκτιμήσεις πάντως για την αποτελεσματικότητα του μέτρου διαφέρουν αναλόγως τόσο του ποσοστού της αγοράς εργασίας που αμείβεται με κατώτατο μισθό όσο και των ενδεχομένων ατελειών της αγοράς εργασίας».
Και προσθέτει πως «ορισμένοι επισημαίνουν ότι μπορεί ο κατώτατος μισθός να οδηγήσει μέσω των κινήτρων σε αύξηση της παραγωγικότητας και να μην μειωθεί τελικώς η απασχόληση. Επίσης, στην ίδια λογική, η κάποια τόνωση της ζήτησης μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις και νέες επιχειρήσεις. Ακόμη, καθώς ο κατώτατος μισθός διευρύνει το χάσμα μεταξύ αυτού και του επιδόματος ανεργίας μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελέσει κίνητρο κινητοποίησης των ανειδίκευτων εργαζομένων για εύρεση εργασίας».
Σχετικά με την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ο κ. Πελαγίδης επισημαίνει ότι «άποψή μου είναι ότι στην ελληνική περίπτωση, καθώς ο όποιος θεσπισμένος κατώτατος μισθός -θα- έχει ελάχιστη διαφορά από τον σημερινό πραγματικό ελάχιστο μισθό του ανειδίκευτου, και καθώς οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μια ελαστική προσφορά εργασίας, η όποια επίπτωση είτε στην καταπολέμηση της φτώχειας είτε της ζήτησης, θα είναι αμελητέα. Χρειάζεται πάντως προσοχή γιατί φαίνεται ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να αφορά τελικώς σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Και κυρίως, πρέπει να παρακολουθείται στενά η εξέλιξη της σχετικής παραγωγικότητας».
Αντιθέτως ο Κώστας Μελάς, οικονομολόγος και πανεπιστημιακός, θεωρεί ότι «την τελευταία περίοδο κάτι φαίνεται να κινείται σε ορισμένες χώρες της ΕΕ σε σχέση με τις κατώτατες αμοιβές εργασίας. Εκτός από την Πορτογαλία η οποία ακολουθεί με ακρίβεια το σχεδιασμό αύξησης του κατώτατου μισθού εδώ και τέσσερα χρόνια, και η Ισπανία , η Ελλάδα, η Γαλλία και η Τσεχία προγραμματίζουν αντίστοιχες κινήσεις. Παρότι οι αυξήσεις αυτές αφορούν σχετικά σε μικρό τμήμα του εργατικού δυναμικού , κάτω από το 10%, εντούτοις συμβάλλουν στη μείωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, στην σταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής και σαφέστατα στην οικονομική μεγέθυνση, από τη στιγμή που δεν προκαλούν ανυπέρβλητες χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις. Μάλιστα σε πολλές χώρες η συμβολή τους (πχ στη Γερμανία) στη μεγέθυνση του ΑΕΠ κρίνεται απολύτως θετική».
Συνεχίζει λέγοντας πως «σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο κατώτατος μισθός είναι πολύ χαμηλότερος από το αποδεκτό όριο, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να βρίσκεται στα 2/3 του εθνικού ενδιάμεσου μισθού προκειμένου να επιτρέπει σε όσους τον λαμβάνουν να ζουν με στοιχειώδη επάρκεια».
Ο κ. Μελάς τονίζει χαρακτηριστικά ότι «αυτό που χρειάζεται να ειπωθεί εν κατακλείδι είναι ότι η διατήρηση του κατώτατου μισθού σε χαμηλά επίπεδα μειώνει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Δεν βοηθά στην αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας. Πολλοί πόροι από τους δημόσιους προϋπολογισμούς πηγαίνουν στην υποστήριξη ατόμων με επισφαλείς συνθήκες εργασίας, που δεν μπορούν να πάρουν σύνταξη στο τέλος της επαγγελματικής τους διαδρομής, δεν μπορούν να πάρουν επιδόματα ανεργίας, είναι σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας με τις οικογένειές τους, άρα πρέπει να στηρίζονται από το κράτος. Άρα αφαιρούνται αναγκαίοι πόροι που θα ήταν χρήσιμοι για επενδύσεις. Τελικά είναι ένας φαύλος κύκλος που καταστρέφει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας».
Σε διαφορετικό μήκος κύματος από τους δύο προηγούμενους ακαδημαϊκούς, ο Σταύρος Τομπάζος. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου θεωρεί ότι «η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008, η μεγάλη ύφεση του 2009 και οι απογοητευτικοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ από τότε, ιδιαίτερα στις χώρες της ευρωζώνης, προκάλεσε μια κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής και πολιτικής ηγεμονίας. Ήδη πριν την μεγάλη οικονομική κρίση, ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πρωτοφανείς εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες».
Και προσθέτει ότι «αν και το ποσοστό ανεργίας των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 2000 μειώθηκε μέσα στη δεκαετία του 2010, ο μισθός δεν επέστρεψε στα προ της κρίσης επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, για το ίδιο ποσοστό ανεργίας ο μισθός τοποθετείται τώρα σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την προ της κρίσης κατάσταση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αύξηση των αποθαρρυμένων, της μερικής και ευέλικτης απασχόλησης και των εργαζόμενων φτωχών. Αφού το κέρδος από το 2010 ανακάμπτει σε όλο σχεδόν τον αναπτυγμένο κόσμο, οι εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται ακόμη περισσότερο και οξύνουν το πρόβλημα της ενεργούς ζήτησης. Η οικονομική ανάπτυξη προσκρούει σε αυτό το πρόβλημα που καθίσταται ακόμη πιο οξύ όχι μόνο λόγο της εξέλιξης στην κατανομή των εισοδημάτων αλλά και λόγω της συρρίκνωσης του ιδιωτικού δανεισμού μετά τη φούσκα των χρηματοπιστωτικών παραγώγων».
Εν κατακλείδι ο κ. Τομπάζος εκτιμά ότι «η απόφαση κάποιων κυβερνήσεων ευρωπαϊκών χωρών για αύξηση του κατώτατου μισθού, της Γαλλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, δεν σχετίζεται τόσο με τη ζήτηση αφού η νεοφιλελεύθερη πρακτική είναι να βασίζεται η κάθε οικονομία στην παγκόσμια ζήτηση, δηλαδή στη ζήτηση των άλλων χωρών. Αυτή η απόφαση αποτελεί ένα αργοπορημένο ημίμετρο με σκοπό τη διαχείριση της κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής και πολιτικής ηγεμονίας που εκδηλώνονται με τη μορφή νέων κοινωνικών κινημάτων σε πολλές χώρες (“ αγανακτισμένοι” στην Ελλάδα και την Ισπανία, “ κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία, “ αυτονομιστικό κίνημα” στην Καταλονία κλπ) ή/και προοδευτικών πολιτικών σχηματισμών αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού ή ακόμη με αντιδραστικά μετα-φασιστικά σχήματα που δημαγωγικά αντλούν εκλογική πελατεία από την κοινωνική απόγνωση».
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και την επικείμενη «γενναία αύξηση» του κατώτατου μισθού, έστω κι αν ο βαθμός ευελιξίας της αγοράς εργασίας είναι μεγάλος, είναι πιθανόν να συμπαρασυρθούν γενικότερα προς τα πάνω στη διάρκεια του 2019 οι αμοιβές των εργαζομένων. Για πρώτη φορά μετά από τη συνεχή συρρίκνωση τους στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας.