Μέχρι τώρα, αν κάποιος σκεπτόταν τις μεγάλες ασιατικές χώρες όπου η ανάμειξη της θρησκείας και της πολιτικής έχει προκαλέσει συγκρούσεις και βιαιοπραγίες, θα του έρχονταν στον νου η Ινδία, η Ινδονησία ή το Πακιστάν. Στο μέλλον, αυτή η λίστα θα μπορούσε να περιλαμβάνει την Κίνα. Αυτό δεν χρειάζεται να συμβεί. Αν το κράτος έκανε ένα βήμα πίσω για να πάρει μια βαθιά ανάσα, θα μπορούσε να αποφύγει τις συγκρούσεις που φαίνεται να δημιουργούν οι τρέχουσες πολιτικές του.
Φωτογραφία: Μια κινεζική σημαία ανεμίζει έξω από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιγνατίου, μια καθολική εκκλησία εγκεκριμένη από το κράτος, μετά από μια τελετή για την 69η επέτειο από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που πραγματοποιήθηκε πριν από την Κινεζική Εθνική Ημέρα, στην Xujiahui της Σαγκάης. ALY SONG / REUTERS
Το μήνυμα μού έφθασε στις αρχές Δεκεμβρίου μέσω του Signal, μιας κρυπτογραφημένης υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων που πολλοί Κινέζοι χρησιμοποιούν για να παρακάμψουν την προσεκτικά παρακολουθούμενη εφαρμογή κοινωνικών μέσων WeChat. Η μέρα που πολλοί από εμάς φοβόμαστε ήρθε: Ο πιο γνωστός πάστορας της Κίνας, ο Wang Yi, και 100 από τους οπαδούς του, είχαν συλληφθεί. Η 500 μελών εκκλησία τους, έκλεισε -πολύ πιθανόν για πάντα.
Στα δύο χρόνια από το τελευταίο κείμενό μου στο Foreign Affairs για την θρησκεία στην Κίνα («Η μεγάλη αφύπνιση της Κίνας», Μάρτιος/Απρίλιος 2017), τέτοιες ιστορίες έχουν γίνει συνηθισμένες. Εκκλησίες έκλεισαν, σταυροί απομακρύνθηκαν, τζαμιά κατεδαφίστηκαν, Μουσουλμάνοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα κράτησης -ο κατάλογος των οργανωμένων από το κράτος μέτρων κατά της θρησκείας στην Κίνα αυξανόταν. Βλέποντας με φόντο τα μέτρα για τον περιορισμό των μη κυβερνητικών οργανώσεων, για την σύσφιξη της ιδεολογίας, και για την άρση των ορίων της θητείας του προέδρου Xi Jinping, είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι η θρησκεία στην Κίνα συνθλίβεται από ένα ισχυρό κράτος, μειώνοντας την σημασία της, καθώς ένας νέος ισχυρός ηγέτης αναλαμβάνει τον σταθερό έλεγχο της χώρας.
Αυτή η άποψη είναι δελεαστική αλλά λανθασμένη. Η Κίνα δεν υποχωρεί στην εποχή του υψηλού κομμουνισμού υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά βυθίζεται προς ένα μπερδεμένο μέλλον το οποίο είναι κοινό σε πολλά αυταρχικά κράτη. Η σημερινή Κίνα επιδιώκει όχι να περιθωριοποιήσει ανταγωνιστικές ομάδες και συστήματα πεποιθήσεων, με τον τρόπο που έκανε το Πεκίνο κατά την εποχή του Μάο, αλλά να τα χρησιμοποιήσει (co-opt). Πράγματι, τα γεγονότα των τελευταίων δύο ετών δείχνουν ότι για πρώτη φορά σε ενάμιση αιώνα, η θρησκεία είναι σταθερά αποκατεστημένη στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Κίνας.
ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Αν κάτι από το κινεζικό παρελθόν έχει μια αντήχηση στα σημερινά γεγονότα, είναι η εποχή της αυτοκρατορικής εποχής. Ένα κεντρικό χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου ήταν ότι οι ηγεμόνες ανέχονταν μια ποικιλία δοξασιών, αλλά όριζαν το ποιες ήταν ορθόδοξες (zheng) και ποιές ετερόδοξες (xie). Αυτή η παράδοση είναι θεμελιώδης του κράτους που κληρονόμησε ο Xi σήμερα, το οποίο έχει πολλές θρησκείες, με μερικές από αυτές να αυξάνονται και δυναμικά, αλλά δεν έχει θρησκευτική ελευθερία.
Το σημερινό Κινέζικο κράτος, όπως και το αυτοκρατορικό κράτος, μπορεί να είναι γενναιόδωρος ευεργέτης, βοηθώντας στην ανοικοδόμηση ναών, εκπαιδεύοντας νέους βουδιστικούς και ταοϊστικούς κληρικούς και δημιουργώντας διεθνείς ανταλλαγές με πιστούς σε άλλες χώρες. Όμως, προς όσους δεν είναι στην εύνοιά του -σήμερα σε μεγάλο βαθμό οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι- το κράτος μπορεί να είναι σκληρό, δημιουργώντας στρατόπεδα αναμόρφωσης, κατεδαφίζοντας τζαμιά και εκκλησίες και διώκοντας ηγέτες. Για να πάρετε μια ιδέα για την οργή του κράτους, σκεφτείτε την τύχη όχι μόνο του Wang Yi, του Χριστιανού πάστορα, αλλά και της συζύγου του, Jiang Rong. Και οι δύο έχουν κατηγορηθεί για «υποκίνηση για υπονόμευση της κρατικής εξουσίας», ένα έγκλημα που επισύρει μέχρι και 15 χρόνια στην φυλακή.
Γιατί το κράτος επανεμφανίστηκε στην θρησκευτική ζωή; Η απάντηση είναι η συνειδητοποίηση της κυβέρνησης ότι η κινεζική κοινωνία είναι ανερμάτιστη, κυνική και στερείται αξιών. Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, μοιράζονται αυτή την έλλειψη αξιών, με μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να αισθάνονται ότι η έλλειψη αλληλεγγύης και κοινών πεποιθήσεων έχει αφήσει πολλούς πίσω.
Στην περίπτωση της Κίνας, η σύγχρονη δυσθυμία συνοδεύεται από γεγονότα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η χώρα υπέστη εισβολή και σχεδόν διασπάστηκε από ξένες δυνάμεις. Σε απάντηση, οι ελίτ της χώρας εκείνης της εποχής απέρριψαν τις παραδοσιακές θρησκείες, θεωρώντας τις ως προληπτικές, οπισθοδρομικές πεποιθήσεις που εμπόδιζαν τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, περίπου 100 χρόνια αυτοεκπολιτιστικής γενοκτονίας κατέστρεψαν το 90% της θρησκευτικής υποδομής της Κίνας: Ναούς, μοναστήρια, τελετουργικές πύλες και προγονικά ιερά. Το Πεκίνο, για παράδειγμα, πήγε από περίπου 900 ναούς στον 19ο αιώνα σε περίπου έξι στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, το κράτος υπό τον Μάο έκανε μια σύντομη προσπάθεια να ενσταλάξει τον κομμουνισμό ως νέο σύστημα αξιών -ακόμη και ως θρησκεία- αλλά η προσπάθεια απέτυχε μετά από μερικές δεκαετίες κακοδιοίκησης.
Η εποχή των μεταρρυθμίσεων, η οποία ξεκίνησε 40 χρόνια πριν τον περασμένο Δεκέμβριο, πέτυχε μια νέα συμφωνία μεταξύ κράτους και κοινωνίας: Οι πολίτες θα μπορούσαν να βγάλουν χρήματα μέσω μεταρρυθμίσεων καπιταλιστικού τύπου και να τους παρέχεται ουσιαστική ελευθερία στην προσωπική τους ζωή (υπό τον όρο ότι θα παρέμεναν εκτός πολιτικής, φυσικά). Το δόγμα αυτής της εποχής ήταν «Το να πλουτίσεις είναι ένδοξο», το οποίο συνέλαβε υπέροχα την τάχιστη ευημερία της εποχής, αλλά αποδείχθηκε ότι είναι μια πενιχρή δομή για να κρατήσει μια χώρα ενωμένη.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, το κράτος προσπάθησε να γεμίσει το κενό με την ανακύκλωση των ηρώων της μαοϊκής εποχής, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι απέκλεισαν τις προσπάθειες αυτές σαν να ήταν ένας έντονος γενικός θόρυβος. Ουσιαστικά, το κόμμα παραιτήθηκε: Ήταν πολύ αδύναμο για να αποτρέψει μια ανερχόμενη θρησκευτικότητα από το να γεμίσει το κενό. Ο αριθμός των εκκλησιών, των τζαμιών και των ναών αυξήθηκε, ενώ ανεπίσημες ομάδες όπως η Falun Gong και αναρίθμητες μικρές αιρέσεις και αποσχισμένες ομάδες πολλαπλασιάστηκαν.
ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΔΥΟ ΑΙΧΜΩΝ
Οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν κάνει μόνο τον κινέζικο λαό πλουσιότερο, αλλά και το κράτος. Γεμάτο με μετρητά, έχει ξαναχτίσει τον μηχανισμό ελέγχου, μισθώνοντας στρατούς λογοκριτών, αστυνομικών και πληροφοριοδοτών. Και έχει επίσης χρησιμοποιήσει πόρους για να επινοήσει μια νέα, πιο αξιόπιστη ιδεολογία. Μέρος αυτού του σχεδίου είναι μια ανανεωμένη έμφαση στις κομμουνιστικές αξίες. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα συστατικό μιας υβριδικής ιδεολογίας που περιλαμβάνει επίσης την έγχυση πόρων σε παραδοσιακές θρησκείες.
Η κινεζική κυβέρνηση έχει αποκαταστήσει την λαϊκή θρησκεία -ένα άμορφο σύστημα πεποιθήσεων που περιλαμβάνει θεοποιημένες ιστορικές προσωπικότητες, λατρεία των προγόνων και παραδοσιακές αρετές δικαιοσύνης και ειλικρίνειας- από «φεουδαρχική δεισιδαιμονία» σε «παραδοσιακή κουλτούρα» και την επιδότησε πλουσιοπάροχα μέσω προγραμμάτων για την υποστήριξη «της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς». Αυτό επιτρέπει στο κράτος να υποστηρίξει μια τεράστια ποικιλία από οιονεί θρησκευτικές πρακτικές ενώ ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει απλώς τον πολιτισμό.
Η στάση του κράτους απέναντι στην λαϊκή θρησκεία -και η παρόμοια γενναιοδωρία του προς τον Βουδισμό και τον Ταοϊσμό- έρχεται σε αντίθεση με την στάση του απέναντι στις δύο άλλες βασικές θρησκευτικές ομάδες της Κίνας, τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ. Η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται αυτές τις δύο θρησκείες κυρίως λόγω των ξένων δεσμών τους. (Αυτό παραλληλίζει μια παρόμοια καταστολή στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες τώρα απαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό να λαμβάνουν ξένα χρήματα).
Ο φόβος του κράτους για τις εξωτερικές επιρροές στηρίζει τους νέους θρησκευτικούς κανονισμούς που ανακοινώθηκαν το 2016, οι οποίοι τέθηκαν σε εφαρμογή το 2017, αλλά επιβλήθηκαν πραγματικά μόλις το 2018. Αν και όλες οι θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου του βουδισμού και του ταοϊσμού, επιβάλλεται να αποφεύγουν τους ξένους δεσμούς, τα μέτρα στοχεύουν κυρίως στον Χριστιανισμό και το Ισλάμ.
Οι τάσεις είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρες με τον Χριστιανισμό. Πολλές πτυχές ιδιαίτερα του Προτεσταντισμού ανησυχούν το Πεκίνο, μεταξύ των οποίων και η ταχύτατη ανάπτυξη αυτής της πίστης, από ένα εκατομμύριο πιστούς το 1949 σε τουλάχιστον 60 εκατομμύρια σήμερα˙ η δημοτικότητά του ανάμεσα στους white-collar [στμ: υπάλληλοι στον τομέα των υπηρεσιών], την εκπαιδευμένη ελίτ που χρειάζεται η χώρα για τον εκσυγχρονισμό της, και το γεγονός ότι πιθανώς τα δύο τρίτα των Προτεσταντών προσεύχονται σε μη καταχωρημένες εκκλησίες (επίσης αποκαλούμενες «υπόγειες» ή «οικίες») -με άλλα λόγια, εκκλησίες εκτός κυβερνητικού ελέγχου.
Σε μια προσπάθεια επαναβεβαίωσης της εξουσίας της πάνω σε αυτές τις ομάδες, η κυβέρνηση έχει απομακρύνει τους σταυρούς από τις κορυφές των εκκλησιών σε μια περιοχή, ενώ κατεδαφίζει εκκλησίες σε αρκετές άλλες περιοχές -ουσιαστικά μια προειδοποίηση για να τους παροτρύνει να λάβουν υπόψη τους την κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση έχει δοκιμάσει μια διαφορετική τακτική με τους Καθολικούς: Την διπλωματία. Πέρσι, συνήψε μια συμφωνία με το Βατικανό, δίνοντας στον Πάπα κάποιου είδους εξουσίας βέτο για τους μελλοντικούς υποψηφίους επισκόπους, υπό την προϋπόθεση ότι η Ρώμη θα αναγνώριζε όλους τους σημερινούς επισκόπους που διορίστηκαν από το Πεκίνο. Η Κίνα έχει περίπου δέκα εκατομμύρια Καθολικούς, οι μισοί από τους οποίους προσεύχονται σε υπόγειες εκκλησίες˙ θεωρητικά, η συμφωνία έκανε περιττές τις υπόγειες εκκλησίες επειδή η Ρώμη νομιμοποίησε τώρα τις εκκλησίες που λειτουργούν από το κράτος.
Το αν οι Καθολικοί της Κίνας θα βρουν αποδεκτές αυτές τις ρυθμίσεις μένει να φανεί, αλλά η συμφωνία δείχνει την αποφασιστικότητα του Πεκίνου να εξαλείψει τις θρησκευτικές ομάδες που βρίσκονται εκτός του ελέγχου του. Για το Βατικανό, τα στοιχήματα μπορεί να είναι πολύ υψηλότερα, καθώς η συμφωνία θα μπορούσε να αποτελέσει μια λυδία λίθο για τις μεταρρυθμίσεις του Πάπα Φραγκίσκου και έναν τρόπο για μια επίθεση εναντίον του. Ήδη οι συντηρητικοί επικριτές του Πάπα λένε ότι η συμφωνία δείχνει έλλειψη αποφασιστικότητας, προσθέτοντας και τον χειρισμό του σχετικά με τα σεξουαλικά σκάνδαλα της εκκλησίας και την ελαφρώς πιο φιλελεύθερη προσέγγιση [του θέματος] της ομοφυλοφιλίας.
Η στάση της κυβέρνησης απέναντι στο Ισλάμ ήταν ακόμα πιο προβληματική. Δέκα από τις 55 μη-κινεζικές μειονοτικές ομάδες της Κίνας, κυρίως οι Χουί και οι Ουιγούροι στην βορειοδυτική και την δυτική πλευρά της χώρας, είναι Μουσουλμάνοι. Εδώ, το θέμα δεν είναι μόνο ο έλεγχος αλλά η αναγκαστική αφομοίωση αυτών των λαών.
Επισήμως, το κράτος διεξάγει έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στην άπω δυτική επαρχία του, την Xinjiang. Αν και το πρόβλημα της βίας είναι πραγματικό, όλοι οι ανεξάρτητοι παρατηρητές συμφωνούν ότι η κύρια αιτία των αναταραχών είναι το βαρύ χέρι του κράτους, το οποίο επί δεκαετίες ακολουθεί μια πολιτική απόσπασης πόρων και επανεγκαταστάσεων για να αυξήσει τον πληθυσμό των εθνοτικών Κινέζων.
Ο επακόλουθος φαύλος κύκλος της καταπίεσης και της βίας κατέληξε σε μια πρόσφατη εκστρατεία καταστολής που στοχεύει στην ίδια την πρακτική του Ισλάμ. Για παράδειγμα, οι κρατικές Αρχές ανάγκασαν τα καταστήματα της Xinjiang να πωλούν αλκοόλ και καπνό, και απαγόρευαν στους μαθητές τη νηστεία κατά την διάρκεια του Ραμαζανιού. Η καταστολή φαίνεται να εξαπλώνεται πέρα από τις κοινότητες της Xinjiang σε κοινότητες Hui σε άλλες περιοχές της Κίνας, όπου οι Αρχές καταστρέφουν ισλαμικούς θόλους, αφαιρούν πινακίδες σε αραβική γλώσσα και απαγορεύουν τις υπαίθριες εκκλήσεις για προσευχή.
Το πιο συγκλονιστικό ήταν η επιστροφή σε κάτι που πράγματι αντηχεί από την εποχή του Μάο: Τα στρατόπεδα επανεκπαίδευσης. Αρχικά, η ιδέα των στρατοπέδων αυτών φαινόταν σαν μια απίστευτη φήμη, αλλά το κράτος επιβεβαίωσε την ύπαρξή τους, δικαιολογώντας τα ως απαραίτητα για τον έλεγχο του εξτρεμισμού. Σε αυτά, οι Μουσουλμάνοι ουσιαστικά εκκοσμικεύονται δια της βίας, και τους απαγορεύεται οτιδήποτε θεωρείται υπερβολικά θρησκευτικό.
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟ;
Μέχρι τώρα, αν κάποιος σκεπτόταν τις μεγάλες ασιατικές χώρες όπου η ανάμειξη της θρησκείας και της πολιτικής έχει προκαλέσει συγκρούσεις και βιαιοπραγίες, θα του έρχονταν στον νου η Ινδία, η Ινδονησία ή το Πακιστάν. Στο μέλλον, αυτή η λίστα θα μπορούσε να περιλαμβάνει την Κίνα.
Αυτό δεν χρειάζεται να συμβεί. Αν το κράτος έκανε ένα βήμα πίσω για να πάρει μια βαθιά ανάσα, θα μπορούσε να αποφύγει τις συγκρούσεις που φαίνεται να δημιουργούν οι τρέχουσες πολιτικές του. Κάποιος έχει μόνο να σκεφτεί τα χρόνια διαμαρτυρίας που προκάλεσε η καταστολή του Falun Gong [στμ: σχολή ασκήσεων και διαλογισμού] για να πάρει μια ιδέα για το πώς η απαγόρευση ακόμη και μιας αίρεσης μπορεί να γίνει μια μπερδεμένη, παρατεταμένη υπόθεση. Οι υπόγειες εκκλησίες ήταν εξίσου επίμονες –η απλή απαγόρευση της εκκλησίας Shouwang στο Πεκίνο το 2009 είχε ως αποτέλεσμα χρόνια διαμαρτυριών. Και την αναπόφευκτη αντίδραση σε τέτοιες λανθασμένες πολιτικές, όπως ο εξαναγκασμός των Μουσουλμάνων να τρώνε χοιρινό κρέας και να πίνουν αλκοόλ, ελάχιστα μπορεί να την διανοηθεί κανείς.
Μέχρι τώρα, πάντα πίστευα στον πραγματισμό της ηγεσίας της Κίνας της μεταρρυθμιστικής εποχής, παρά την βαρβαρότητα πολλών μέτρων που ελήφθησαν κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου. Ωστόσο, η Κίνα δεν είναι πλέον στην εποχή των μεταρρυθμίσεων. Αντ’ αυτού, εισέρχεται σε μια νέα περίοδο, η οποία μπορεί να κάνει τους παρατηρητές να κοιτάζουν πίσω με νοσταλγία στο σχετικά ελαφρύ άγγιγμα των προηγούμενων ηγετών της χώρας.
Ο IAN JOHNSON ζει στην Κίνα, όπου γράφει για τους New York Times και το The New York Review of Books, μεταξύ άλλων εκδόσεων.
foreignaffairs