Τζενη Καρέζη Όταν έκανε σκηνή ζηλοτυπίας στη Φρανσουάζ Σαγκάν

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 
9efe7104-3bc9-4b3b-8eaf-ffa9f4f20de7Αν ζούσε, φέτος θα έκλεινε τα 85 -είχε γεννηθεί στις 12 Ιανουαρίου 1934. Η Τζένη, η σταρ, η πρωταγωνίστρια, η κούκλα με τα μπλε-βιολετιά μάτια και τη φινέτσα Γαλλίδας καλλονής, όταν ζήλευε, γινόταν μια παθιασμένη Ελληνίδα…

«“Δεν μου λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε θα έρθεις να τραγουδήσεις στον γάμο μας;”  Έπιασα το μάτι της Τζένης που με κοίταξε με ένα χαμόγελο, αλλά και μ’απορία. «Παντρέψου, εσύ ρε», μου λέει ο Γρηγόρης (σ.σ.Μπιθικώτσης) και “καθαρίζω” εγώ». Με αυτά τα λόγια, ο Ζάχος Χατζηφωτίου περιγράφει στο βιβλίο του, «Η Τζένη όπως την γνώρισα» τον αυθόρμητο, μάλλον ανορθόδοξο τρόπο με τον οποίο έκανε πρόταση γάμου στην Τζένη Καρέζη, ένα βράδυ που είχαν πάει να ακούσουν τον «σερ» του ελληνικού τραγουδιού. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του ’61 στο Λονδίνο. Εκείνη ήταν 25 χρονών και ήδη θιασάρχις. 
«Μου τον σύστησαν σε ένα ελληνικό σπίτι. «Χαίρω πολύ» είπαμε αμφότεροι. Ξανασυναντηθήκαμε λίγο μετά, την Πρωτοχρονιά, εδώ στην Αθήνα, που ο Ζάχος ήρθε για διακοπές. Ξαναχαρήκαμε πολύ. Και ένα μήνα αργότερα, κεραυνοβόλα, βιαστικά, αμερικάνικα αν θέλετε, το συναποφασίσαμε να χορέψουμε στη Φιλοθέη» θα έλεγε χαρακτηριστικά η Τζένη περιγράφοντας το σύντομο, παθιασμένο love story τους. 

jannygamos 0
Ο «γαμήλιος χορός» της σταρ και του κοσμικού/δημοσιογράφου, λαμβάνει χώρα στις 7 Μαΐου 1962, στην εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης και είναι το γεγονός της χρονιάς. Οι δυό τους, θα ζήσουν μαζί πέντε χρόνια. Ανέμελα, μποέμικα. Διασκεδαστικά. Με ταξίδια, βόλτες, ξενύχτια. Με φίλους να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους που είναι και σκηνή, καφενείο θεάτρου, πλατό και καμαρίνι. Στα «παρασκήνια», όμως υπάρχουν εντάσεις. Ερωτικές αντιζηλίες. Ο  Ζάχος, είναι φτιαγμένος από υλικά εραστή, όχι συζύγου. Μαζί του, η Τζένη, δεν αισθάνεται ποτέ ήσυχη. Τον Απρίλιο του 1963 (κι ενώ δεν έχουν κλείσει ούτε ένα χρόνο γάμου) τον ακολουθεί στα κρυφά, ντυμένη ντόμινο, σε έναν αποκριάτικο χορό στην «Αθηναία». Εκεί, τον φλερτάρει ξεδιάντροπα. «Μπα; Πώς μόνος ; Που είναι η Τζένη απόψε;». Εκείνος δεν την αναγνωρίζει, αλλά -όπως γράφει στο βιβλίο- είναι επιφυλακτικός. «Δεν περάσανε πέντε λεπτά και να σου την πάλι, πάνω στα γόνατά μου. «Σ’την έσκασε απόψε η Τζένη, εεεε;». Τώρα όμως, είχε αρχίσει να με εκνευρίζει. «Άκουσε χρυσό μου, της λέω (είχα κολλήσει κι εγώ το «χρυσό μου»), εμένα οι γυναίκες δεν μου τη σκάνε. Όταν δεν είναι μαζί μου… κοιμώνται». Και εδώ η μπόμπα έσκασε με πάταγο κι εγέλασε εκεί μέσα ο κάθε πικραμένος. Βγάζοντας τη μάσκα της εμφανίζεται η Τζένη, η οποία με πολύ γυναικείο εγωισμό και διασκεδάζουσα, μου λέει: «Άντε βρε κρύε… Γυναικοκατακτητή…»
Η Τζένη ήταν ακόμα ερωτευμένη. Ζήλευε. Κι αυτό, πότε πότε την έκανε να φέρεται απρόβλεπτα.
Φωτογαρφία: IMDB
Φωτογαρφία: IMDB
«Κλείναμε τον δεύτερο χρόνο γάμου, όταν ένα βράδυ τηλεφώνησε η κουμπάρα μας, η Μάγια Καλλιγά, να μας καλέσει στο σπίτι της μια Δευτέρα, γιατί ερχόταν από το Παρίσι η φίλη της, η Φρανσουάζ Σαγκάν. Η Σαγκάν, βέβαια, είναι πάντα μεγάλη συγγραφέας και προσωπικότητα, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ πιο διάσημη από σήμερα. Το «Καλημέρα Θλίψη» ήταν ακόμα πολύ κοντά και -μπορεί να μην ήταν πια το παιδί θαύμα που έγραψε το καταπληκτικό αυτό βιβλίο- αλλά ήταν μια μεγάλη διασημότητα. Την Σαγκάν την ήξερα από τα χρόνια που ζούσα στο Παρίσι -κάποιο φεγγάρι, μάλιστα, βγαίναμε πολύ συχνά μαζί. Είπα, βέβαια, στη Τζένη πως την ήξερα τη Σαγκάν και ότι ήταν πολύ φίλη μου, οπότε η Τζένη μου είπε «Ε, τότε φερ’την ένα βράδυ στο θέατρο να δει το έργο…»
H Φρανσουάζ Σαγκάν. Φωτογραφία: Getty Images/Michel Dufour/WireImage
H Φρανσουάζ Σαγκάν. Φωτογραφία: Getty Images/Michel Dufour/WireImage
Ακολούθησε η γνωριμία των δύο γυναικών και ένα μεγάλο ελληνικό γλέντι στα μπουζούκια, στο «Στέκι του Στάκα». Η παρέα χώρισε ξημερώματα και μόνο αφού η Σαγκάν υποσχέθηκε στην Τζένη Καρέζη να πάει, το επόμενο βράδυ, στο «Διονύσια» (σ.σ. το σημερινό θέατρο «Χορν») να δει το έργο της. Ο Ζάχος, επρόκειτο να πάει στο «Μεγάλη Βρετανία» να την παραλάβει. Έτσι κι έγινε -μόνο που η συγγραφέας αργούσε να κατέβει από το δωμάτιό της…
«Πήγα στο δωμάτιο και τη βρήκα με το μπουρνούζι, μόλις είχε βγει από το μπάνιο, αχτένιστη και άφτιαχτη. Σκέφτηκα, «η πρώτη πράξη πάει, ας την πιάσουμε με το καλό, μην τυχόν και προλάβουμε το υπόλοιπο έργο». Εγώ λοιπόν να προσπαθώ να την …ντύσω και αυτή να γδύνεται! Τελικά έμεινε με το μπουρνούζι και συνέχιζε τη φλυαρία για το Παρίσι, για τον ένα, για τον άλλο, τι έγινε η τέτοια, ποιόν παντρεύτηκε η άλλη κ.λπ. Και εγώ, όλη την ώρα, να την παρακαλώ: «Άντε, ντύσου, ντροπή, η Τζένη μας περιμένει» και άλλα τέτοια. Εν τω μεταξύ, η ώρα είχε πάει σχεδόν δέκα και μισή, κι εκεί επάνω ακούγεται ένα δυνατό σπρώξιμο στην πόρτα και ποιος μπαίνει;  Η Τζένη! Η Τζένη με ένα οργισμένο μάτι που δεν το είχα ξαναδεί ποτέ. Ούτε πρόλαβα να πω λέξη, και της τραβάει ένα «Μerci beaucoup!» της Σαγκάν, δίνει μια στην πόρτα και φεύγει!
Μείναμε και οι δυό άφωνοι. Και αντί εκείνη να συναισθανθεί την κατάσταση -δεδομένου ότι κι εγώ είχα γίνει κίτρινος, σαν το φλουρί-αρχίζει ένα νευρικό γέλιο και δεν σταματούσε με τίποτα…»
Φωτογαρφία: IMDB
Φωτογαρφία: IMDB
Τι είχε συμβεί; Σύμφωνα με τον Ζάχο Χατζηφωτίου, φαίνεται πως η Τζένη -από τα παρασκήνια αλλά και πάνω από τη σκηνή-  παρακολουθούσε ποιος καθόταν στην πλατεία, στις πρώτες σειρές. Βλέποντας λοιπόν πως ο άντρας της και η Σαγκάν δεν είχαν φτάσει ακόμα, άρχισε να αναρωτιέται τι μπορεί να τους είχε καθυστερήσει -δεν ξεχνούσε, φυσικά, πως οι δυό τους είχαν ένα «θερμό φλερτ» στο Παρίσι. Στο διάλειμμα, λοιπόν της παράστασης, μετά την πρώτη πράξη, έβαλε μια καμπαρντίνα πάνω από τα ρούχα της σκηνής, ένα μαντίλι στο κεφάλι και μαύρα γυαλιά, είπε στην αμπιγιέζ «πείτε τους να μην αρχίσουν αν δεν γυρίσω» κι έφυγε τρέχοντας από το «Διονύσια», για το «Μεγάλη Βρετανία» -έτσι κι αλλιώς, η απόσταση, ανάμεσα στο θέατρο, στην οδό Αμερικής και το ξενοδοχείο στην πλατεία Συντάγματος, δεν ήταν μεγάλη Φτάνοντας εκεί, πήγε κατευθείαν στη ρεσεψιόν, ρώτησε ποιο ήταν το δωμάτιο της Σαγκάν, κι ανέβηκε επάνω οργισμένη, σίγουρη πως θα έπιανε τους …«παράνομους εραστές» στα πράσα. Μετά την εντυπωσιακή είσοδό της (και αφού είδε, ανακουφισμένη, πως ο Ζάχος φορούσε τα ρούχα του…) βρόντηξε την πόρτα, επέστρεψε στο «Διονύσια» και συνέχισε την παράσταση! Όσο για την Σαγκάν, ούτε την ξαναείδε, ούτε της ξαναμίλησε. Κι εκείνη δεν της έγραψε ποτέ, να της ζητήσει ένα «συγγνώμη»…
Η ιστορία αυτή έχει κι άλλο ένα φινάλε. Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, η συγγραφέας ξαναήρθε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας φιλανθρωπικής εκδήλωσης της γαλλικής πρεσβείας και το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας αποφάσισε να της απονείμει το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών. Την απονομή, την έκανε ο -τότε αντιδήμαρχος Αθηναίων- Ζάχος Χατζηφωτίου! «Δεν με είχε προσέξει καθόλου, αλλά την ώρα που της απένειμα το μετάλλιο – γράφει ο τελευταίος στο βιβλίο του- και ήρθαμε «μούτρα με μούτρα», τότε με είδε. Στην αρχή, γούρλωσε τα μάτια της και μετά την έπιασε εκείνο το γνωστό, νευρικό γέλιο, χωρίς κανείς στην τελετή να καταλαβαίνει τι γίνεται. Βγήκαμε μετά, το βράδυ, μαζί και πήγαμε στου «Ζαφείρη», την ταβέρνα στην Πλάκα και φάγαμε. Της είπα βέβαια πως η Τζένη δεν ζούσε πια, κάτι που την συγκλόνισε πραγματικά. Ψέλλισε μόνο: «Si jeune. Et si belle…». Τόσο νέα. Και τόσο όμορφη….

 
Πηγη: bovary.gr

ΔΗΜΟΦΙΛΗ