Στην ελληνική μυθολογία ο Άδραστος (< ἀ- (μη) + δράω (πράττω, κινούμαι, φέυγω), "ο ακλόνητος, ο άφοβος") ήταν γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, βασιλιάς του Άργους. Ο Παυσανίας ονομάζει τη μητέρα του Λυσιάνασσα, ενώ ο Υγίνος Ευρυνόμη. Καταγόταν από το αιολικό γένος των Αμυθαονιδών και υπήρξε ένας από τους «Επτά επί Θήβας».
Κάποτε ο Άδραστος διώχθηκε από το Άργος από τον Αμφιάραο, οπότε κατέφυγε στη Σικυώνα, της οποίας ο βασιλιάς, ο Πόλυβος, ήταν παππούς του (πατέρας της Λυσιμάχης). Ο Πόλυβος πέθανε άτεκνος και τότε ο Άδραστος, ως στενότερος συγγενής, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σικυώνας. Αργότερα όμως συμφιλιώθηκε με τον Αμφιάραο και επέστρεψε στο Άργος, όπου έδωσε την αδελφή του Εριφύλη ως σύζυγο στον Αμφιάραο, με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης.
Ο Άδραστος ανέλαβε βασιλιάς στο Άργος. Με την άφιξη του καταδιωγμένου από τη Θήβα Πολυνείκη στο Άργος και τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει την αξίωσή του. Συγκεκριμένα, μια νύχτα ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη (είχε και τρία άλλα παιδιά, τον Αιγιαλέα, την Αιγιάλεια και τον Κυάνιππο). Ανέλαβε έτσι όμως την υποχρέωση, ως πεθερός τους, να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Και πρώτα αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωση του Πολυνείκη.
Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή.
Η εκστρατεία αυτή έγινε γνωστή ως οι «Επτά επί Θήβας» (συμμετείχε και ο Τυδέας με άλλους 4 στρατηγούς). Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Παρόλη την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν η απόφαση του Δία ύστερα από την αυθόρμητη θυσία του Μενοικέως στον Άρη και τις καυχησιολογίες του Καπανέως. Στο τέλος λοιπόν, αφού σκοτώθηκαν σε μονομαχία τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός από τον Άδραστο.
Ο Άδραστος σώθηκε χάρη στο φτερωτό άλογο του Αρίωνα και έφθασε στον Κολωνό της Αττικής. Εκεί εμφανίσθηκε ως ικέτης στους Αθηναίους και με τη μεσολάβησή τους κατάφερε να πάρει πίσω τους νεκρούς του από τον νέο βασιλιά της Θήβας, τον Κρέοντα, και να τους θάψει στην Ελευσίνα, πράγμα σημαντικό (ας μη ξεχνάμε ότι όλη η υπόθεση της γνωστής τραγωδίας «Αντιγόνη» του Σοφοκλή βασίζεται στην επιχείρηση ταφής του Πολυνείκη από την Αντιγόνη).
Ο Άδραστος, αισθανόμενος βαθιά ταπείνωση από την ήττα του, ξεσήκωσε μετά 10 χρόνια τα παιδιά των σκοτωμένων ηγετών, τους «Επιγόνους» όπως ονομάσθηκαν, και εξεστράτευσε εκ νέου κατά των Θηβών. Τη φορά αυτή πέτυχε: οι Θηβαίοι νικήθηκαν, η πόλη τους κυριεύθηκε και καταστράφηκε, οι Αργείοι ανέβασαν στον θρόνο της τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, και αποχώρησαν. Και πάλι όμως ο Άδραστος στάθηκε άτυχος: σκοτώθηκε ο πολυαγαπημένος γιος του, ο Αιγιαλέας, κι έτσι ο τραγικός πατέρας μόλις έφθασαν στα Μέγαρα πέθανε από τη μεγάλη του λύπη και τάφηκε εκεί.
Ο Άδραστος τιμήθηκε πολύ στα Μέγαρα, στον Κολωνό της Αττικής και στη Σικυώνα ως ήρωας. Ιδιαίτερα στην τελευταία πόλη, τιμούσαν τα παθήματά του με γιορτές, θυσίες και ταφικούς χορούς ως την εποχή του Κλεισθένους.
Ο Άδραστος στη λογοτεχνία
Το επεισόδιο όπου ο Άδραστος κατέφυγε ως ικέτης (με τις μητέρες και τα παιδιά των σκοτωμένων Αργείων) στους Αθηναίους, και συγκεκριμένα στο τότε βασιλικό ζεύγος, την Αίθρα και τον Θησέα, ενέπνευσε τον Ευριπίδη στο να δημιουργήσει τη μία από τις σωζόμενες τραγωδίες του, τις «Ικέτιδες», που παραμένουν ένα θερμό κήρυγμα για την ειρήνη στον κόσμο.
wikipedia