Στις 16 Αυγούστου 2005, 14 χρόνια πριν, η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε, το «ακριβό βιολοντσέλο» της ελληνικής μουσικής» -όπως την έλεγε ο Χατζιδάκις- σίγησε για πάντα.
Έμεινε πίσω ο έρωτας στους στίχους που ακούμπησε η φωνή της -έρωτας παθιασμένος, ειλικρινής και γενναίος, στιλπνός «σαν ξενοιασιά εκδρομής». Έτσι τον τραγούδησε και έτσι τον έζησε.
«Το φθινόπωρο του ’63 η Βίκυ επέστρεψε στην «Τριάνα» για τη χειμερινή σεζόν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Γιώργο Ζαμπέτα», γράφει η φίλη και έμπιστή της Αρετή Γκόρντον, στο βιβλίο «Θυμάμαι την Βίκυ Μοσχολιού». «Εκείνη την εποχή μπήκε στη ζωή της ο Δομάζος».
Μόλις 21 χρονών ο Μίμης Δομάζος ήταν το ίνδαλμα των φιλάθλων του Παναθηναϊκού -ένα εξαιρετικό ταλέντο, που είχε καταπλήξει τους πάντες. Δυνατός, όμορφος, γόης και bon vivant. Τη Μοσχολιού, που δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20, λίγοι την ήξεραν. Δεν είχε ακόμα δισκογραφία.
«Πήγαν στο μαγαζί μαζί με τον Παπαεμμανουήλ, τον Βαγγέλη Πανάκη, τον Λινοξυλάκη, τα μεγάλα αστέρια της χρυσής εποχής του Παναθηναϊκού και της ζήτησαν να τους κάνει παρέα. Όχι φυσικά για κονσομασιόν! Αυτή ήταν η πρώτη τους γνωριμία. Δυό μέρες αργότερα ξανάρθε ο Μίμης με δυό φίλους του….».
Τη συνάντησή τους, θα περιέγραφε χρόνια αργότερα η ίδια η Βίκυ, στην Έλενα Ακρίτα, στην εκπομπή «Φώτα Πορείας». «Εγώ ήθελα να πάω να του μιλήσω, αλλά ντρεπόμουν. Στο πρόγραμμά μας ήταν δύο κορίτσια, οι αδερφές Γεωργούλη, που ήταν πολύ πιο θαρραλέες από μένα. Τις πιάνω και τους λέω ότι και εγώ θέλω να κατέβω στο τραπέζι του Μίμη. “Θα κάνω πως πάω αλλού και όταν είμαι κοντά στο τραπέζι σας, θα με φωνάξετε στην παρέα σας”. Έλα όμως που δεν με φωνάζουν και αναγκάζομαι να βγω έξω από το μαγαζί! Μπαίνοντας ξανά στο μαγαζί, επιτέλους με φώναξαν τα κορίτσια να πάω να κάτσω. Ο Μίμης εμένα ήθελε. Είχε καταλάβει τι είχε γίνει και γέλαγε. Από εκεί και πέρα ερχόταν τακτικά στην «Τριάνα».
Τον άκουσε. Σε λίγους μήνες, θα έκανε το «ντεμπούτο» της, στην ταινία «Λόλα», τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι», των Ξαρχάκου – Γκούφα και ο κόσμος θα μάθαινε το όνομά της και θα την χειροκροτούσε ενθουσιασμένος μες στα συνοικιακά σινεμά. Η καριέρα της, απογειωνόταν…
Ο ΓΑΜΟΣ, ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΡΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
To ’66 -και παρότι το σπίτι που έχτιζαν στο Λυκαβηττό, δεν ήταν ακόμα έτοιμο- η Βίκυ και ο Μίμης αποφάσισαν να παντρευτούν. Η είδηση, όπως είναι φυσικό, έγινε πρώτο θέμα στις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών, που ασχολούνταν μήνες ολόκληρους με τις λεπτομέρειες της προετοιμασίας του ζευγαριού -με εξαίρεση την Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, η Μοσχολιού και ο Δομάζος ήταν τότε τα μεγαλύτερα λαϊκά είδωλα. Όλοι ήθελαν μερίδιο από τη λάμψη, τον έρωτα, τη χαρά τους. Με έξαψη, σχεδόν, οι αναγνώστριες μάθαιναν πως τo νυφικό της Βίκυς -ένα όνειρο από λευκή κεντημένη δαντέλα, με μακρύ βέλο- θα ήταν δώρο του περιοδικού «ΝΤΟΜΙΝΟ». Και ξαφνικά, μια πολιτική τραγωδία: το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο γάμος είχε προγραμματιστεί για τον Μάιο, αλλά το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, ήταν βαρύ, η χώρα ολόκληρη στον «γύψο». Λέγεται, πως όταν η Βίκυ άκουσε ότι η Χούντα θα απαγόρευε τις συγκεντρώσεις, αναρωτήθηκε με αφέλεια «Καλά, εγώ πώς θα παντρευτώ;».
Ήταν τέτοιο το πλήθος, που παραλίγο νύφη και γαμπρός να μην … συναντηθούν. Όταν πλησίασε τον Μίμη -θα διηγούνταν, αργότερα, η Μοσχολιού- το «κύμα» που είχε δημιουργήσει η λαοθάλασσα, πήγαινε εκείνη από την μια μεριά και τον Δομάζο από την άλλη. Ευτυχώς, βρέθηκε δίπλα της ένας φίλος της παλαιστής, ο οποίος της άνοιξε το δρόμο και την πήγε σχεδόν σηκωτή στην εκκλησία, όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ο κόσμος, στριμωχνόταν, ανέβαινε σε καρέκλες, άνθρωποι κρέμονταν σαν τσαμπιά, από τον γυναικωνίτη, προκειμένου να δουν τη νύφη (σ.σ. το ζευγάρι, κλήθηκε αργότερα να πληρώσει πάνω από 15.000 δραχμές, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημιές που έγιναν στον ναό…). Από το πολύ σπρώξιμο, στη διάρκεια του μυστηρίου, η Βίκυ έχασε τη βέρα της -γεγονός που, όταν μαθεύτηκε, θεωρήθηκε μεγάλη γρουσουζιά. Ευτυχώς, την επόμενη μέρα, κάποιος την βρήκε και της την επέστρεψε.
ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ
Αυτό που κανείς δεν ήξερε -κανείς, εκτός από τους νεόνυμφους- ήταν πως η Βίκυ ήταν ήδη έγκυος. Το μυστικό της αποκαλύφθηκε μερικούς μήνες αργότερα, μες στο καλοκαίρι. Ένα βράδυ, ο Μπιθικώτσης -με τον οποίο τραγουδούσαν τότε μαζί στα «Δειλινά»- κατεβαίνοντας κεφάτος από την πίστα, την είδε ξαφνικά μπροστά του, την άρπαξε και τη σήκωσε στον αέρα. Η Βίκυ, η οποία ήταν τότε ήδη 7 μηνών, φοβήθηκε και άρχισε να φωνάζει: «Το μωρό μου! Το μωρό μου! Άφησέ με κάτω!». Άρχισε να φωνάζει και ο κόσμος, ο Μπιθικώτσης την κατέβασε, εκείνη έπεσε γελώντας στην αγκαλιά του Μίμη κι όλο το μαγαζί ξέσπασε σε ένα ηχηρό χειροκρότημα.
Κατά τα άλλα η σχέση τους ήταν αρμονική, αν και όχι χωρίς εντάσεις. Η Μοσχολιού -φανατική οπαδός του ΠΑΟ- συνέχισε να δίνει το παρών στα εντός έδρας παιχνίδια της ομάδας στη Λεωφόρο. Συχνά, μάλιστα, γινόταν στόχος των οπαδών των άλλων ομάδων που της φώναζαν υβριστικά συνθήματα, προκαλώντας τον εκνευρισμό του «στρατηγού». «Εγώ δεν αγαπώ την βεντέτα Μοσχολιού», θα δήλωνε ο Δομάζος σε μια από τις πολλές κοινές τους συνεντεύξεις, στις αρχές του ‘70. «Αγαπώ την καλή σύζυγο, την καλή μητέρα, την καλή τραγουδίστρια…». Και η Βίκυ θα ομολογούσε, πως «παρά το γεγονός πως του έχω εμπιστοσύνη, τον ζηλεύω. Να, είναι αυτά τα συνεχή τηλεφωνήματα από τις τόσες θαυμάστριες. Έπειτα, αυτά τα ταξίδια του.. Βλέπει και ακούει τόσα πράγματα που εγώ δεν βλέπω…».
Πηγη: bovary.gr