Γράφει ο Γιώργος Βενετσάνος
Διαβάζουμε ότι: «Το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας είναι εμφανές ότι ήδη έχει χάσει πολύτιμο έδαφος στην εξοπλιστική του ενίσχυση με την απόκτηση σύγχρονων Μονάδων Επιφανείας όσο και στον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ. Όμως και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ο κίνδυνος απόλυτης αλλαγής στις ισορροπίες είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Η χρονική περίοδος εκσυγχρονισμού των τεσσάρων υποβρυχίων 214 έχει ήδη φτάσει, ενώ τα παλαιότερα υποβρύχια βρίσκονται πλέον στα όρια ολοκλήρωσης της επιχειρησιακής τους προσφοράς και οδεύουν προς απόσυρση.» «Ήδη το Πολεμικό Ναυτικό έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση καινούργιων υποβρυχίων τα οποία πρόκειται να αποκτηθούν σε βάθος δεκαετίας.» Η πολιτική ηγεσία φαίνεται ότι προσανατολίζεται προς ναυπηγεία του εξωτερικού για να καλύψει το κενό και εδώ γεννάται ένα μέγα ερώτημα γιατί;
Οι Έλληνες τεχνικοί διαθέτουν την κατάλληλη γνώση και τα επιστημονικά μας ιδρύματα συμμετέχουν στην έρευνα και τεχνολογία, γιατί οι Έλληνες πολιτικοί δεν μιμούνται την γειτονικές μας χώρες μικρές και μεγάλες, που παρά το ότι δεν διέθεταν την κατάλληλη εμπειρία κοντεύουν να απεξαρτηθούν τελείως σε αυτό τον τομέα από ξένες κατασκευές, έχοντας μια σειρά από κέρδη για τις πατρίδες τους.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ακατανόητο, να γνωρίζουμε από παλαιοτάτων ετών να φτιάχνουμε πλοία και αυτή την γνώση να μην την μεταφέρουμε για χτίσιμο πλοίων του πολεμικού ναυτικού μας, και μην πει κανείς ότι δεν υπάρχει όφελος, σαφέστατα υπάρχει.
Πρώτα από όλα η ανεργία στον κλάδο πρόκειται να μειωθεί κατακόρυφα, το δε εργατικό δυναμικό με την εμπειρία που πρόκειται να αποκτήσει, θα έχει την δυνατότητα πλέον να στηρίζει αυτά τα πλοία μιας και θα ξέρει και την τελευταία βίδα τους.
Ανακούφιση της οικονομίας μας, εφόσον η μερίδα του λέοντος από την χρηματοδότηση που θα δοθεί δεν θα πάνε σε ξένα χέρια, αλλά θα ανακυκλωθούν και θα ενισχύσουν την ντόπια αγορά.
Με αυτή την λογική θα μπει ένα στοπ ένα στην «διαρροή εγκεφάλων» που στερεί από την Ελλάδα επιστήμονες. Με την δραστηριοποίηση τους εντός της χώρας, όχι μόνο θα συμβάλουν στην απόκτηση υψηλής τεχνογνωσίας, αλλά θα έχουν και την δυνατότητα να την μεταλαμπαδεύσουν και για έργα ειρήνης.
Σημαντικότατη αν όχι απαραίτητη, πρέπει να είναι η συμμετοχή αποστράτων αξιωματικών και στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού οι οποίοι διαθέτοντας εξαίρετους τίτλους σπουδών και εμπειρία στην κατασκευή και παραλαβή νέων μονάδων, θα μεταλαμπαδεύσουν αυτές τις γνώσεις στην κατασκευή ενός αμιγώς Ελληνικού πολεμικού πλοίου.
Όλα αυτά είναι σημαντικά, κυριότερο όλων όμως είναι ότι η δύναμη του στόλου πλέον δεν θα εξαρτάται από ξένους παράγοντες, αλλά σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του θα είναι αυτάρκης, με όλα τα θετικά που αυτό έχει σε καιρό κρίσης.
Γεγονός είναι ότι το να σχεδιάσεις και να κατασκευάσεις ένα σύγχρονο πολεμικό πλοίο πρόκειται για ένα πολυσύνθετο εγχείρημα, που ίσως περιέχει και υψηλό τεχνολογικό ρίσκο, ακόμα και για χώρες ή ναυπηγεία με ιδιαίτερα πλούσια εμπειρία και παράδοση στον χώρο.
Από το να μένουμε όμως αδρανείς, όταν υπάρχουν γύρω μας χώρες με μικρότερη έως μηδενική ναυτική παράδοση που το τολμούν, και είτε έχουν ήδη ξεκινήσει είτε έχουν ολοκληρώσει την προσπάθεια τους για την ανάπτυξη εγχώριων πολεμικών πλοίων, με ότι θετικό με αυτό συνεπάγεται, είναι ανοησία εμείς να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια την ώρα που ξέρουμε, γνωρίζουμε και διαθέτουμε ναυτική παράδοση αιώνων.
