Δημήτρης Καπράνος
Καθόμουνα προχθές στό μπαλκόνι, έπινα τόν καφέ μου, καί απολάμβανα τήν συναυλία της γνωστης ελληνικης συμφωνικης ορχήστρας των κορναρισμάτων.
Ο ένας κορνάρει στόν άλλον, ο τρίτος κάνει ελιγμό λές καί παίζει σέ ταινία καταδιώξεως, κι ο τέταρτος, ο απίθανος, μιλα στό κινητό, κρατωντας τό τιμόνι μέ δύο δάχτυλα. Άν θές νά δεις τί θά πει «δρόμος-πεδίο μάχης» δέν χρειάζεται νά πας ούτε στήν Γάζα ούτε στό Κίεβο. Βγές μιά βόλτα στήν Κηφισίας, Δευτέρα πρωί.
Ο Έλληνας οδηγός δέν πάει κάπου. Κάνει επίδειξη. Σου δείχνει ότι έχει αυτοκίνητο πιό γρήγορο από τό δικό σου, ότι ξέρει «κόλπα καί τσαλιμάκια», ότι μπορει νά σέ προσπεράσει από δεξιά, αριστερά, καί άν δέν βολεύει, από πάνω. Οι διαβάσεις πεζων; Στολίδια στό δρόμο, σάν τά φωτα των Χριστουγέννων. Στέκεται η γιαγιά νά περάσει καί τρέμει η δύστυχη, λές καί ειναι σημαία στόν άνεμο.
Καί μήν αρχίσουμε γιά τό φανάρι. Πράσινο; Βούρ! Πορτοκαλί; Ακόμα πιό βούρ! Κόκκινο; Έ, άμα προλάβουμε, γιατί όχι; Στήν Ελλάδα τό κόκκινο φανάρι ειναι περισσότερο πρόταση παρά εντολή. Ένας Καναδός φίλος μου ειπε κάποτε: «Στήν Αθήνα, οδηγειτε σάν νά έχετε ραντεβού μέ τόν άγιο Πέτρο». Δέν του απάντησα, γιατί μαλλον ειχε δίκιο.
Όμως τό χειρότερο δέν ειναι η ταχύτητα ή τά τσαλιμάκια. Ειναι η νοοτροπία. Ο Έλληνας οδηγός πιστεύει ότι ο δρόμος του ανήκει. Ότι οι άλλοι απλως υπάρχουν γιά νά του δυσκολεύουν τή διαδρομή. Έχει μιά έμφυτη καχυποψία: «Άν δέν τόν κλείσω, θά μέ κλείσει αυτός». Κι έτσι έχουμε μποτιλιάρισμα από εγωισμό, όχι από κίνηση.
Καί μέσα σέ όλα, εκεινα τά μηχανάκια. Ο ντελιβερας πού περνάει ξυστά από τό γόνατό σου, τό παπί μέ τρεις επιβάτες καί ένα σκυλάκι στό καλάθι, τό σκουτερ πού αποφάσισε ότι τό πεζοδρόμιο ειναι ιδανική λεωφόρος. Δέν φταινε πάντα αυτοί –ειναι καί τό μεροκάματο πού καίει– αλλά όταν μπαίνουν στό φανάρι ανάμεσα από τά αυτοκίνητα σάν φίδια, λές κι ο θάνατος ειναι παιχνίδι, τό στομάχι σου σφίγγεται.
Οδηγω στό «Ποτάμι» καί πηγαίνω μέ «80», όσα γράφει ο φωτεινός πίνακας πού αναβοσβήνει. Μου κορνάρουν όλοι καί μέ προσπερνουν. Τρέχουν μέ εκατό, εκατόν είκοσι. Καί κανείς δέν τούς σταματα. Σέ όποια άλλη χώρα, θά τούς ειχαν πάρει τήν άδεια οδηγήσεως.
Κι όμως, πίσω από όλη αυτή τήν τρέλλα, υπάρχει μιά ειρωνεία: Ο ίδιος Έλληνας, πού στή Γερμανία οδηγει σάν άγιος, στήν πατρίδα του γίνεται ο διάβολος του δρόμου. Εκει υπακούει, εδω αυτοσχεδιάζει. Καί ίσως αυτό νά λέει πολλά –γιά τό πως βλέπουμε τόν εαυτό μας καί τόν τόπο μας.
Μέχρι νά αλλάξουμε μυαλά, οι δρόμοι μας θά μοιάζουν μέ καρμανιόλες. Θά θρηνουμε κάθε χρόνο μιά ολόκληρη κωμόπολη! Θά ακουμε καθημερινά γιά «θανατηφόρα τροχαια» καί θά προσπερναμε. Καί τότε, φίλε μου, μήν παραπονιέσαι γιά τά ατυχήματα. Ρίξε μιά ματιά στό καθρεφτάκι, μπροστά σου, καί θά καταλάβεις.
