Ο Μάνος Χατζιδάκης και το ανεξήγητο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι μυστικοι δείπνοι που παρέθετε ο Χατζιδάκις στους διάφορους φίλους του, εις άφεσιν των αμαρτιών και της καθημερινής τους επιπολαιότητας

Κάποια στιγμή, σε έναν από τους -καθημερινούς σχεδόν- μυστικούς δείπνους που παρέθετε ο Χατζιδάκις στους διάφορους φίλους του, εις άφεσιν των αμαρτιών και της καθημερινής τους επιπολαιότητας, κάποιος τον εξήρε για την τόλμη των πολιτικών σχολίων του σε μια εκπομπή που είχε τότε σε ιδιωτικό ραδιόφωνο. Ο Χατζιδάκις του απάντησε πως, αν θέλει να βρει κάτι στο οποίο υπήρξε πραγματικά τολμηρός, καλύτερα να ακούσει τη μουσική του.

Δεν θυμάμαι ποιος από μας, που ακούγαμε τα λόγια αυτά, βούτηξε το ψωμί στο πιάτο του

Ξέρω, όμως, πως η προδοσία είχε συντελεστεί ήδη πολύ καιρό πριν από κείνο το ανοιξιάτικο βράδυ των τελών της δεκαετίας του ’80. Γιατί η μουσική του και η μελέτη της ήταν και παραμένουν κάτι με το οποίο θα ασχοληθούμε σε κάποιο αόριστο μέλλον. Στα χρόνια από το ’60 μέχρι σήμερα ασχοληθήκαμε με την τουριστική αξιοποίησή της, με την πληκτική αντιγραφή της, με την αποσπασματική χρήση της ως υποσημείωση σε μιαν αφόρητη αναμνησιολογία, σε μιαν αλγοριθμική πολιτικολογία, σε μια κοινόχρηστη μυθολογία που πλέον δεν συντηρείται παρά μόνο με πνευματικά υαλουρονικά.

Παραμένει, πάντως, η μουσική του ένα από τα πολυτιμότερά αινίγματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και δεν έχει ακόμη καν –στην ουσία του και συστηματικά- περιγραφεί. Ένας ολόκληρος μικρός κόσμος, που συνδέει κατά τρόπο ιδιοφυή την προκλασική μουσική και το μπαρόκ με το προπολεμικό και το πρώϊμο μεταπολεμικό ρεμπέτικο, το γαλλικό σανσόν και την ομάδα των έξι, τη μουσική της κάτω Ιταλίας, την αμερικανική και ρωσική πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα, τον Μάλερ και τον Βάϊλ, τα soundtrack του Στάϊνερ και του Νορθ.
Μια αυστηρά επξεργασμένη, ποιητική αντίληψη για την μουσική στον κινηματογράφο, που έφτασε στις κορυφές της με το «Αμέρικα Αμέρικα» του Καζάν, το «Blue» του Ναριζάνο, το «Sweet Movie» του Μακαβέγιεφ και το «Ταξίδι του μέλιτος» του Πανουσόπουλου. Μια απολύτως ολοκληρωμένη πρόταση για τη μουσική στο αρχαίο δράμα, με ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες πολυρρυθμίες που έχουν πηγή τον τρόπο που μιλάμε και κινούμαστε στον τόπο αυτόν διαχρονικά.
Ένας απολύτως ιδιότυπος ενορχηστρωτικός τρόπος, με οριοθετημένα, λιτά μουσικά σύνολα (γύρω στα 12 όργανα συνήθως), τοποθετημένα έτσι ώστε το κάθε ένα από αυτά να έχει διακριτό ρόλο –και μάλιστα συγκεκριμένο μέσα στη μουσική του. Υπάρχει, ας πούμε, χατζιδακικό κλαρινέτο, χατζιδακικό πιάνο, χατζιδακική κιθάρα ή μαντολίνο, απολύτως αναγνωρίσιμα και με συγκεκριμένη φωνή μέσα στη μουσική του, όποιος κι αν αναλάμβανε την ενορχήστρωση.
Ο Byers στην «Τζοκόντα», ο Πιοβάνι στο «Martlet’s Tale», o Tάσος Καρακατσάνης σε πολλές δουλειές της δεκαετίας του ’80, ο Κυπουργός στο «Ταξίδι του Μέλιτος» σεβάστηκαν και ακολούθησαν ένα έντονο καλλιτεχνικό DNA, μια μικρή μουσική res publica με τους δικούς της νόμους και κανόνες. Μια –τέλος- πραγματικά τολμηρή και (χωρίς συνέχεια, δυστυχώς μέσα στο έργο του) συνάντηση του ελληνικού ήχου, με το prog rock της δεκαετίας του ’60 (με κλειδί πάλι το μπαρόκ) στον δίσκο «Reflections».
Επίσης, ένας –φτιαγμένος με αυστηρά επιλεγμένα υλικά- ποιητικός κόσμος που στηρίζει και κινεί τον μουσικό, κάτι ούτε δεδομένο, ούτε σύνηθες στους περισσότερους ταλαντούχους συνθέτες. Τα θέματα που τον απασχολούν (το ερωτικό ανικανοποίητο, η ήττα των μεταπολεμικών οραμάτων, η πνευματική ορφάνια του 20ού αιώνα και –σε αντίθεση- ο έρωτας ως πλήρωση, ως κορυφαία έκταση του ανθρώπου προς το άγνωστο και η κατάκτηση της προσωπικής και ατομικής ελευθερίας πέρα από προκαθορισμούς εθνικούς, θρησκευτικούς και ιδεολογικούς) έχουν επίσης ελάχιστα μελετηθεί.
Αν ψάξει κανείς τη βιβλιογραφία, θα βρει πολύ λίγα πονήματα επικεντρωμένα στο καθαρά μουσικό και ποιητικό του πρόσωπο ( ο Βασίλης Αγγελικόπουλος, ο Γιώργος Νοταράς, η Ρενάτα Δαλιανούδη, ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος, ο Δημήτρης Καράμπελας, και κάποιοι που ίσως ξεχνάω έχουν πιάσει κάποιες από αυτές τις πλευρές του με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο ο καθένας).

Δεν υπάρχει ωστόσο ακόμη ένα μεγάλο έργο που να πιάνει αυτό το μείζον αίνιγμα συστηματικά, σε όλες τις διαστάσεις του

Με χαρά διαβάσαμε το καλοκαίρι για το συμπόσιο που διοργάνωσαν στη Σορβόνη οι καθηγητές Θεοδώρα Ψυχογιού και Δημήτρης Παπανικολάου προς τιμήν του και αναμένουμε ανυπόμονα κάποια εκδοτική του αποτύπωση.
Δεν είναι πάντως παράδοξη αυτή η αργοπορία, ακριβώς γιατί το χατζιδακικό έργο έχει την αποσπασματικότητα και την πολυσημία που είχαν το έργο του Σολωμού, του Καβάφη και του Παπαδιαμάντη. Μελέτες που να τους προσεγγίζουν συστηματικά άργησαν πολύ σε σχέση με το ίδιο το έργο. Κι αυτό έχει να κάνει με την απατηλή απλότητά τους, την αμεσότητα που δεν χρειάζεται διαμεσολάβηση, αλλά και τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τους ως προσωπικότητες, που σε μαγνητίζουν εις βάρος του έργου.
Έχει καταντήσει αφόρητο –για όποιον έχει διαισθανθεί και περπατήσει την πνευματική επικράτεια που «ανακάλυψε» ο Μάνος Χατζιδάκις– το να διαβάζουμε μόνο κρίσεις για ορισμένα από τα θαυμάσια κείμενά του ή -κατά τις εμμονές του κάθε πολιτικά φανατισμένου, αριστερόφρονος ή δεξιόφρονος- χρήσεις της ευφυούς και τολμηρής στάσης του στον σχολιασμό της επικαιρότητας. Δεν είναι αυτά τα σημαντικά, αυτό είναι απλώς το δικό μας χαμηλό ταβάνι.

Τα σημαντικά θα φανούν όταν κάποιος κάνει τη δουλειά που δεν έγινε ακόμα

Πλήρη χαρτογράφηση όλου του έργου (Ηχογραφήματα, Ανέκδοτα, Επιστολές, Κείμενα, Συνεντεύξεις, Βίντεο) και πλήρη, οραματική μελέτη του. Γιατί είναι ακριβώς το έργο που αν γνώριζε και ακολουθούσε –ως «δρόμο με τα κίτρινα τούβλα»- ο σύγχρονος Έλληνας, θα ξέφευγε από το ανήλιαγο πνευματικό του δωμάτιο, τη ρόδα του τρωκτικού, τον λαβύρινθο με τον νεκρό Μινώταυρο.
Έχουμε ακολουθήσει χίλιους δρόμους, αποσπασματικά: τον ρεμπέτικο, αυτόν του «παλιού, καλού σινεμά», αυτόν της ριζοσπαστικής πολιτικής ανάλυσης της δεκαετίας του ’70, εσχάτως αυτόν της ανορίωτης λατρείας για τον καπιταλισμό, της απόλυτης αιχμαλωσίας στο mainstream και στο blockbuster. Τίποτα απ’αυτά, από μόνο του, δεν μας οδήγησε κάπου φωτεινά.
Ας δοκιμάσουμε και τον δρόμο του ανθρώπου από την παράδοση προς την προσωπική απελευθέρωση, από την ιδιαιτερότητα στην καθολικότητα, από το εξηγήσιμο στο ανεξήγητο. Τον δρόμο του Μάνου Χατζιδάκι. Και ας τελειώσουμε το κειμενάκι αυτό, με μια δική του φράση, που έμεινε ανεξίτηλη στον γράφοντα. «Όλα στη μουσική εξηγούνται. Εκτός από την μελωδία. Αυτό μας δίδαξε ο Μπαχ.
Η ανάπτυξη της μελωδίας σε ένα μεγάλο κόσμο είναι κάτι που μαθαίνεται. Η μελωδία είναι το ανεξήγητο, έρχεται κατευθείαν από το Θεό ή από κάπου πολύ βαθειά μέσα μας, που είναι το ίδιο». Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τη μελωδία.
(Δημοσιεύτηκε χτες στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Επίσημη σελίδα στα πλαίσια του αφιερώματος στα 100 χρόνια του συνθέτη)
  1. Πολλα πολλα λογια συγκρουομενα μεταξυ τους (!) για να…τιμησουν αραγε τον Μανο Χατζηδακη, ‘η για να επιδειχθουν; Την ωριμοτητα ενος ανθρωπου (πνευματικη και μουσικη) οπως ο Μανος Χατζηδακης δεν μπορει κανεις να την σχολιασει με οποιονδηποτε τροπο. Ειναι πληρης, οπως η αρμονια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ