Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καί χιονιας πάντα πανε μαζί. Μά εκείνη τή χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση.
Χιόνι δέν έρριχνε. Μοναχά πού η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, καί φυσούσανε σκληροί βοριάδες μέ χιονόνερο καί μ᾿ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε καί φυσουσε μία τραμουντάνα πού αρμενιζότανε. Μά τήν παραμονή τά κατσούφιασε. Τήν παραμονή από τό πρωί ο ουρανός ήτανε μαυρος σάν μολύβι, κ᾿ έπιασε κ᾿ έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
Σέ μία τοποθεσία πού τή λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί μέ γιδοπρόδατα, απάνω σέ μιά πλαγιά του βουνου πού κοίταζε κατά τό πέλαγο· τό μέρος αυτό ήτανε άγριο κ᾿ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους καί κουμαριές, πού ήτανε κατακόκκινες από τά κούμαρα. τό μαντρί ήτανε τριγυρισμένο μέ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σέ μιά σπηλιά πού βρισκότανε παραμέσα καί πιό ψηλά από τή μάντρα καί πού κοίταζε κατά τή νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μέ τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τά ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τίς χαμηλές σάγιες, πού έσκυβες γιά νά μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδω κ᾿ εκει, καί βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τό χωμα ήτανε σκουπισμένο καί καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακληδες, καί βάζανε τά παιδιά καί σκουπίζανε ταχτικά μέ κάτι σκουπες κανωμένες από αστοιβιές.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στά γίδια καί στά πρόβατα. Ήτανε μαυρος, μαλλιαρός, μέ γένεια μαυρα κόρακας, σγουρά καί σφιχτά σάν του κριαριου. Φορουσε σαλβάρια κοντά ως τό γόνατο, σελάχι στή μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στά ποδάρια του· τό κεφάλι του τό ειχε τυλιγμένο μ᾿ ένα μεγάλο μαντίλι σάν σαρίκι, κ᾿ οι μαρχαμάδες [= τά κρόσια] κρεμόντανε στό πρόσωπό του. Αρχαιος άνθρωπος!
Ειχε δυό παραγυιούς, τόν Αλέξη καί τόν Δυσσέα, δυό παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονων. Ειχε καί τρία παιδιά, πού τούς βοηθούσανε στ᾿ άρμεγμα καί κοιτάζανε τό μαντρί νά ῾ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σέ κεινο τό μέρος, κρυφά από τόν Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος ειχε μαυρίσει ως απάνω από τήν καπνιά πού έβγαινε από τό στόμα της σπηλιας. Εκει μέσα είχανε τά γιατάκια τους, σάν μεντέρια, στρωμένα μέ προβιές. Στούς τοίχους της σπηλιας είχανε μπήξει παλούκια μέσα στίς σκισμάδες του βράχου, καί κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καί μαχαίρια, λές κ᾿ ήτανε λημέρι των ληστων. Απ᾿ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σάν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τή μάντρα.
Ήτανε έρημη, κι άλλο δέν ακουγότανε εκει πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Μέ τόν βοριά απάγκιαζε, καί καμμιά φορα πόδιζε κανένα καίκι. Αλλιως δέν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από τό μαντρί αγνάντευε κανένας τό πέλαγο ανάμεσα στά δέντρα, καί τό μάτι ξεχώριζε καθαρά τά βουνά της Μυτιλήνης.
Τήν παραμονή τά Χριστούγεννα, είπαμε πώς ο καιρός χάλασε, κι άρχισε νά πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτει στή σπηλιά κι ανάψανε μία μεγάλη φωτιά καί κουβεντιάζανε. Τά παιδιά είχανε σφάξει δυό αρνιά καί τά γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ᾿ ένα ράφι μυτζηθρες καί τυρί ανάλατο μέσα στά τυροβόλια, αγίζι καί γιαούρτι. Ο Δυσσέας ειχε μία παλιά Σύνοψη, κ᾿ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ᾿ ήξερε καί πέντε γράμματα, διάβαζε τίς Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι καί λιγοστά από τόν Εξάψαλμο. Εκείνη τήν ώρα φυλλομετρουσε τή Σύνοψη, γιά νά δει τί γράμματα ήτανε νά πει.
Θά ῾τανε ώρα σπερινου. Κείνη τήν ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πώς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τό ένα παιδί, πού ειχε πάγει νά φέρει ξύλα μέ τόν γάϊδαρο, ειπε πώς τό πρωί ειχε ακούσει τουφεκιές κατά τήν από μέσα θάλασσα, κατά τήν Αγιά-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε καί γαβγίζανε όλοι μαζί καί πεταχτήκανε όξω από τή μάντρα.
Σέ λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τή σπηλιά δυό άνθρωποι μέ τουφέκια, καί φωνάζανε τούς τσομπάνηδες νά μαζέψουνε τά σκυλιά, πού χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τούς ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τά ζαγάρια πού ῾χανε οι κυνηγοί καί τό ξετίναζε νά τό πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, καί τά σκάγια τόν πόνεσανε καί γύρισε πίσω, μαζί μέ τ᾿ άλλα μαντρόσκυλα, πού πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγηκε ο Μπαρμπάκος μέ τούς άλλους καί πιάσανε τόν Σκούρη καί τόν δέσανε, διώξανε καί τ᾿ άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρέ παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος μέ τά φυσεγκλίκια, μέ τό ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ο άλλος, πού ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τά έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ᾿ η συντροφιά του. «Καλως ορίσατε!»
Τούς πήγανε στή σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ ειν᾿ εδω; Παλάτι! Παλάτι μέ βασιλοπουλες!» ειπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τίς μυτζηθρες πού αχνίζανε.
Τούς βάλανε νά καθήσουνε, τούς κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρέ αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιός νά τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πώς θά κάνουμε Χριστούγεννα στό σπήλαιο πού εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στήν Αγιά-Παρασκευή, νά κυνηγήσουμε λίγο. Έ, δικός μας ειναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στό μοναστήρι, καί σήμερα τήν αυγή βγήκαμε στό κυνήγι. Βλέποντας πώς φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πώς δέ θά μπορέσουμε νά περάσουμε τό μπουγάζι μέ τή σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ᾿ επειδή ξέραμε απ᾿ άλλη φορά τό μαντρί, καί μέ τό κυνήγι πέσαμε σέ τουτα τά σύνορα, είπαμε νά ῾ρθουμε στ᾿ αρχοντικό σας… Μωρέ, τί σκύλο έχετε; Αυτό ειναι θηρίο, ασλάνι καί καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τό ζαγάρι τό πετσόκοψε! Γιά κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καί γύρισε σέ μία γωνιά της σπηλιας, πού κλαμούριζε τό σκυλί κ᾿ έτρεμε σάν θερμιασμένο.
«Έλα δω, Φλόξ! Φλόξ!»
Μά η Φλόξ από τήν τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά.
Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε νά μασα τά μουστάκια του, καί στό τέλος έπιασε νά τραγουδα:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, άν ειναι ορισμός σας,
Χριστου τήν θείαν γέννησιν νά πω στ᾿ αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε τό «Χριστός γενναται, δοξάσατε».
Εκείνη τήν ώρα ακούσανε πάλι τά σκυλιά νά γαβγίζουνε. Στείλανε τά παιδιά νά δουνε τί ειναι. Ο αγέρας ειχε μπουρινιάσει κ᾿ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σέ λίγο πάψανε τά σκυλιά, καί γυρίσανε πίσω τά παιδιά. Από πίσω τούς μπήκανε στή σπηλιά τρεις άντρες, πού φαινόντανε πώς ήτανε θαλασσινοί, καί δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι καί ξυλιασμένοι απ᾿ τό κρύο. Τούς καλωσορίσανε, τούς βάλανε καί καθήσανε.
Μόλις πηγε κοντά στή φωτιά ο πρωτος, ο καπετάνιος, τόν γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ᾿ έβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσης, πού ταξίδευε στήν Πόλη. Ειχε περάσει κι άλλη φορά από τή Σκρόφα, κ᾿ είχανε δέσει φιλία μέ τόν Μπαρμπάκο, πού δέν ήξερε τί περιποίηση νά τούς κάνει· οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζηδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιου του.
Ο ένας από τούς καλόγερους, ένας σωματώδης μέ μαυρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, μέ λίγες ανάριες τρίχες στό πηγούνι, σάν τόν Άγιο Γιάννη τόν Καλυβίτη. Τόν λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από τήν Πόλη καί πηρε στό καίκι τόν πάτερ-Σίλβεστρο, πού ειχε πάγει στήν Πόλη από τ᾿ Άγιον Όρος γιά ελέη, κ᾿ ήθελε νά κάνει Χριστούγεννα στήν πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος ειχε ταξιδέψει μαζί του από τή Μονή του Παντοκράτορας στό Όρος, κ᾿ ήτανε από τή Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μά σάν καβατζάρανε τόν Κάβο-Μπαμπα, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τή μέρα αρμενίζανε μέ μουδαρισμένα πανιά καί μέ τόν στάντζο, ως πού φτάξανε κατά τό βράδυ απ᾿ έξω από τό Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δέν μπόρεσε νά ῾μπει στό μπουγάζι, νά κάνουνε Χριστούγεννα στήν πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν νά ποδίσει, καί πηγε καί φουντάρισε στ᾿ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από τό μαντρί. Κ᾿ επειδή θυμήθηκε τόν φίλο του τόν Μπαρμπάκο, πηρε τούς γέροντες καί τούς δυό άλλους νοματέους καί τραβήξανε γιά τό αγίλι [=μαντρί]. Στό τσερνίκι είχανε αφήσει τόν μπαρμπ᾿ – Απόστολο μέ τόν μουτσο.
Σάν είδανε πώς στή σπηλιά βρισκότανε κι ο κύρ-Παναγής μέ τόν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά καί φασαρία.
«Μωρέ νά δεις», έλεγε ο κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τό τροπάρι, κι απάνω πού λέγαμε «εν αυτη γάρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κ᾿ εσεις οι μάγοι μέ τά δωρα! Γιατί βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν καί λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» – γελουσε δυνατά ο κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καί ψευδίζοντας, καί χάϊδευε τήν κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγας.
Στό μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρης ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ᾿ ειπε σιγανά χαμογελώντας καί τρίβοντας τά χέρια του:
«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημων Ιησου Χριστέ, πού μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ᾿ έκανε τόν σταυρό του.
Ο πάτερ-Σίλβεστρος ειπε νά σηκωθουνε όρθιοι, κ᾿ ειπε λίγες ευχές, τό «Χριστός γενναται», κ᾿ ύστερα μέ τή βροντερή φωνή του έψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τήν τιμιωτέραν καί ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ορω καί παράδοξον. Ουρανόν τό σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλήθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, όν ανυμνουντες μεγαλύνομεν».
Ύστερα καθήσανε στό τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καί χαρούμενο δέν έγινε σέ κανένα παλάτι. Τρώγανε καί ψέλνανε. Καί του πουλιου τό γάλα ειχε απάνω, από τά μοσκοβολημένα τ᾿ αρνιά, τά τυριά, τά μανούρια, τίς μυτζηθρες, τίς μπεκάτσες καί τ᾿ άλλα πουλιά του κυνηγιου, ως τή λακέρδα καί τ᾿ άλλα τά πολίτικα πού φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς καί κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανουσε ο χιονιας, καί βογγούσανε τά δέντρα κ᾿ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στά βουίσματα ακουγόντανε καί τά κουδούνια από τά ζωντανά πού αναχαράζανε. Μέσα από τή σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιας μαζί μέ τίς ψαλμωδίες καί μέ τίς χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ύστερα ξυπνουσε κ᾿ έψελνε μαζί μέ τή συνοδεία.
Αληθινά, από τή Γέννηση του Χριστου δέν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: τό σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι μέ τά δωρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών μέ τούς δυό μαθητές του, πού ευλογούσανε «τήν βρωσιν καί τήν πόσιν».
