Υπόμνημα στήριξης της Ελένης Τουλουπάκη μετά τη μεθοδευμένη “αποπομπή” της από την Εισαγγελία Διαφθοράς

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Την αντίδραση δύο νομικών προκάλεσε η μεθοδευμένη ουσιαστικά αποπομπή της Ελένης Τουλουπάκη μέσω της ενοποίησης των Εισαγγελιών Διαφθοράς και Οικονομικών Εγκλημάτων και του ορισμού νέων εισαγγελικών λειτουργών από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου.

Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας όρισε σήμερα τους εισαγγελικούς λειτουργούς που θα απαρτίζουν τη νέα ενοποιημένη Εισαγγελία Οικονομικών Εγκλημάτων, μετά από σχετικό νόμο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που κατάργησε ουσιαστικά την Εισαγγελία Διαφθοράς στην οποία ήταν επικεφαλής η Ελένη Τουλουπάκη, η οποία χειριζόταν την πολύκροτη υπόθεση Novartis.

Οι δικηγόροι Αθηνών Αθανάσιος Καβουρίνος και Νικόλαος Μπινιχάκης κατέθεσαν υπόμνημα προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας πως η κατάργηση της θέσης του Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς με αλλαγή του Νόμου, αντίκειται και παραβιάζει άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ως γνωστόν, το θέμα αναμένεται να κριθεί και από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια όπου έχει προσφύγει η Ελένη Τουλουπάκη.

Διαβάστε τι γράφουν οι δύο δικηγόροι στο υπόμνημα τους προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου:

Αξιότιμοι κύριοι

Με ιδιαίτερη τιμή και σεβασμό θέτουμε υπ’ όψιν σας τα κάτωθι σε σχέση με τον Ν. 4745/2020 περί «Ρυθμίσεων για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές της παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεων του Κώδικα Δικηγόρων και άλλων διατάξεων», ο οποίος δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 214/τ. Α΄/06.11.2020 και με τον οποίο θεσμοθετείται η κατάργηση του εισαχθέντος με τον ν. 4022/2011 θεσμού της Εισαγγελίας Διαφθοράς, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται η δίωξη κακουργημάτων που φέρονται να έχουν τελέσει υπουργοί ή υφυπουργοί που δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και πάσης φύσεως κακουργήματα που φέρονται να έχουν διαπράξει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, ευρωβουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κ.λπ.

Α. Πιο συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 53 του ως άνω νόμου περί «Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος», αντικαταστάθηκε ο τίτλος του Δεύτερου Κεφαλαίου του Δεύτερου Τμήματος του Πρώτου Βιβλίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) από «ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ» σε «ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ» και τροποποιήθηκαν σχετικά οι τίτλοι και οι διατάξεις των άρθρων 33 έως 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. άρθρο 53 παρ. 2, 3, 4 του Ν. 4745/2020) ως ακολούθως:

«2. Ο τίτλος και το άρθρο 33 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 33

Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος

1. Στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δημιουργείται Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτής. Στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών υπηρετούν τέσσερις (4) εισαγγελείς

ή αντεισαγγελείς εφετών που τοποθετούνται για θητεία τριών (3) ετών, με τους ισάριθμους αναπληρωτές τους, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται ο αρχαιότερος από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ως Προϊστάμενος του Τμήματος. Σε περίπτωση που με το προεδρικό διάταγμα του πρώτου εδαφίου τοποθετείται στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών που δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετατίθεται και τοποθετείται σε αυτήν. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ενώ οι αναπληρωτές τους με μερική απασχόληση, και τις εργασίες

του Τμήματος συνεπικουρούν οκτώ (8) τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, εκ των οποίων επτά (7) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ένας (1) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Οι ως άνω εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. 2. Το έργο των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εποπτεύει και συντονίζει ο Προϊστάμενος του Τμήματος.».

3. Ο τίτλος και το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 34

Τοπική αρμοδιότητα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος

Η κατά τόπον αρμοδιότητα των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια.».

4. Ο τίτλος και το άρθρο 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 35

Καθήκοντα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος

1. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης κάθε είδους φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν Υπουργοί ή Υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α΄ του άρθρου 13 ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,

εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και β) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτήν, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ίδιων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

2. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και τον συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά την περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 και ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, σε σχέση με τις υποθέσεις, των οποίων οι ως άνω υπάλληλοι έχουν επιληφθεί ως ανακριτικοί υπάλληλοι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες του προηγούμενου εδαφίου για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη σχετική είδηση που περιέρχεται σε γνώση του με οποιονδήποτε τρόπον και μέσο προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο.

3. Ειδικά, για τους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης παραγγέλλεται αποκλειστικά και μόνο στους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μόνο για υποθέσεις που εμπίπτουν στις ελεγκτικές τους αρμοδιότητες. Οι λοιποί υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. που έχουν προανακριτικά καθήκοντα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που εκδίδεται μόνο μετά από αίτημα της ελεγκτικής υπηρεσίας της Α.Α.Δ.Ε. στην οποία ανήκουν προς τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος και οι λοιποί εισαγγελείς δεν παραγγέλλουν στις υπηρεσίες και το προσωπικό της Α.Α.Δ.Ε. τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ούτε διαβιβάζουν με οποιαδήποτε διαδικασία εντολές ή αιτήματα διενέργειας φορολογικών ελέγχων. Η εκτέλεση των ανωτέρω εισαγγελικών παραγγελιών ανατίθεται σε υπηρεσία εκτός της Α.Α.Δ.Ε. με ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, που εποπτεύονται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και με αρμοδιότητα την έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων.

4. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος είτε παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών την κίνηση ποινικής δίωξης είτε αρχειοθετεί την υπόθεση.

5. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό ειδικών επιστημόνων που κρίνεται αναγκαίος για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Οι ειδικοί αυτοί επιστήμονες συνεπικουρούν με κάθε πρόσφορο τρόπο τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, καθώς και τους γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους για την ακριβέστερη διάγνωση και κρίση γεγονότων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Ο ορισμός των προσώπων αυτών γίνεται με πράξη του προϊσταμένου εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος μεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις και από τον ιδιωτικό τομέα, εφόσον στο Δημόσιο δεν υπηρετούν πρόσωπα με τις γνώσεις αυτές, εφαρμόζονται δε αναλόγως ως προς αυτούς τα άρθρα 188 έως 193.».

5. Ο τίτλος και το άρθρο 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 36

Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος

1. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33 έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού, καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικά η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (ν. 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος.

2. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του καθ’ ου ή τρίτου και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν, θυρίδα, κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Η δέσμευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης στον οργανισμό ή την υπηρεσία προς την οποία απευθύνεται. Ως χρονική στιγμή αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης της παρούσας προς τους αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες, λογίζεται η ημέρα που γνωστοποιείται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ιδίως δε τηλεομοιοτυπικά ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία, η διάταξη στην Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην ημεδαπή. Σε περίπτωση δέσμευσης ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, η δέσμευση επιδίδεται στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου ή στον οικείο λιμενάρχη ή στην υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα τηρούμενα από αυτούς βιβλία και ακολούθως να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους επιδόθηκε. Με τον ίδιο τρόπο, η διάταξη γνωστοποιείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία δεν κωλύεται να λαμβάνει όλα τα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέτρα διασφάλισης.

3. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν, με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ, β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως.

4. Με τη σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει την έκδοση της διάταξης της παρ. 2 στον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος την εκδίδει σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα. Η προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα πρωτοδικών εισάγεται στο κατά τόπον αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών.».

Όπως σαφώς προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4745/2020, δυνάμει αυτών επέρχεται κατάργηση της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, μέσω της συγχώνευσης – ενοποίησής της με την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος, δηλαδή καταργούνται οι θέσεις των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι αρμοδιότητες των οποίων υπάγονται πλέον στα καθήκοντα του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος.

Περαιτέρω, σε σχέση με το ανωτέρω άρθρο 53 του Ν. 4745/2020, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 100 του αυτού νόμου με τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις για το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος», ορίζει τα εξής:

«1. Η θητεία των υπηρετούντων Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς, των αναπληρωτών τους, των συνεπικουρούντων αυτούς εισαγγελικών λειτουργών, καθώς και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει τους ως άνω εισαγγελικούς λειτουργούς λήγει αυτοδικαίως από την τοποθέτηση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με το άρθρο 53. Μέχρι τη λήξη της θητείας τους κατά το προηγούμενο εδάφιο, οι ήδη υπηρετούντες εισαγγελικοί λειτουργοί εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τα άρθρα 33 έως και 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτά ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους από το άρθρο 53 του παρόντος.

2. Η τοποθέτηση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 53 γίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος.

3. Οι αρμοδιότητες επί όλων των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς περιέρχονται αυτοδικαίως στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που συστήνεται διά του παρόντος. Όλες οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που αφορούν στον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος ή στον εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς εφαρμόζονται εφεξής στους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος του παρόντος νόμου.»

Β. Από τα εκτιθέμενα στο παραπάνω άρθρο 100 του ν. 4745/2020, συνάγεται ευχερώς ότι δυνάμει αυτού η θητεία των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς Αθηνών και Θεσσαλονίκης θα λήξει αυτοδικαίως με την τοποθέτηση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος κατά το άρθρο 53 του Ν. 4745/2020, ενώ ευθύς και ταυτοχρόνως με την εν λόγω τοποθέτηση ο χειρισμός των εκκρεμών ενώπιον της Εισαγγελίας Διαφθοράς υποθέσεων θα περιέλθει αυτοδικαίως στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που συστήνεται με τον άνω Νόμο.

Άμεση συνέπεια των ανωτέρω διατάξεων σε επίπεδο πραγματικό είναι ότι κρίσιμες ποινικές υποθέσεις διαφθοράς, τις οποίες έχουν χειριστεί οι Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς, όπως είναι και η γνωστή τοις πάσι υπόθεση της NOVARTIS, θα αφαιρεθούν – μεσούσης της επ’ αυτών διεξαγόμενης έρευνάς – από τη δική τους αρμοδιότητα και θα περιέλθουν αυτοδικαίως στον προς τοποθέτηση Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Ωστόσο, όπως είναι ευχερώς αντιληπτό, η άνω απόφαση της νομοθετικής εξουσίας να καταργήσει τον θεσμό της Εισαγγελίας Διαφθοράς και να παύσει τους Εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς δεν είναι άμοιρη έννομων συνεπειών και τούτο διότι η οικεία νομοθετική παρέμβαση, πέραν του ότι δεν φαίνεται να λαμβάνει χώρα σε ένα τυχαίο χρονικό σημείο, αλλά αντιθέτως ενόσω διεξάγονται έρευνες για σημαντικές ποινικές υποθέσεις, στις οποίες εμπλέκονται σημαίνοντα πρόσωπα, όπως είναι η πολύκροτη υπόθεση της “NOVARTIS”, πάσχει αντισυνταγματικότητας και ασυμβατότητας με την ΕΣΔΑ.

Επ’ αυτού ειδικότερα επισημαίνουμε ευσεβάστως τα σοβαρά ζητήματα που γεννώνται ως προς τη συνταγματικότητα και τη συμβατότητα με την ΕΣΔΑ των ως άνω διατάξεων, καθόσον δι’ αυτών:

1ον] τίθεται ζήτημα παραβίασης των θεσμικών εγγυήσεων που απορρέουν από το άρθρο 8 του Συντάγματος, ήτοι από την αρχή του φυσικού δικαστή, η οποία διασφαλίζει και την τήρηση της ίδιας της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών κατά το σκέλος της δικαστικής λειτουργίας (άρθρο 26 § 3 Συντ.), η οποία απαιτείται όχι απλώς να ασκείται από τα δικαστήρια, αλλά και να μην επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από όργανα των άλλων δύο εξουσιών.

Ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση υποχρεούνται να θέτουν, αλλά και να διατηρούν κανόνες σχετικά με τη δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα, τη συγκρότηση και τη σύνθεση των δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 8 του Συντάγματος και να μην προβαίνουν σε μεταβολές αυτών των κανόνων με τρόπο αντικείμενο στο δικαίωμα του νόμιμου δικαστή, αποσκοπώντας σε ευμενέστερη ή δυσμενέστερη αντιμετώπιση υποθέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις άνω νομοθετικές διατάξεις λαμβάνει εν τοις πράγμασι χώρα αφαίρεση, με προκάλυμμα γενικών ρυθμίσεων, ποινικών υποθέσεων από τον μέχρι τώρα αρμόδιο και χειριζόμενο αυτές Εισαγγελέα Διαφθοράς, η θέση του οποίου καταργείται, και οι υποθέσεις αυτές υπάγονται στην κρίση άλλου οργάνου hic et nunc, καθιστάμενης ούτως ανάγλυφης της παραβίασης του άρθρου 8 Συντάγματος, πολλώ δε μάλλον εφόσον προκύψει ότι συντρέχουν συνθήκες που υποδηλώνουν σαφώς ότι η αφαίρεση αυτή γίνεται με σκοπό την ευμενέστερη ή δυσμενέστερη αντιμετώπιση των οικείων υποθέσεων·

2ον] τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6. της ΕΣΔΑ, όπως το περιεχόμενο αυτού αποκρυσταλλώνεται μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Επ’ αυτού ειδικότερα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχεται μεν ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να υιοθετεί διατάξεις για τη ρύθμιση δικαιωμάτων που απορρέουν από υφιστάμενους νόμους, πλην όμως, θέτει ως όριο της επέμβασής του την αρχή του Κράτους Δικαίου και την έννοια της δίκαιης δίκης που διαφυλάσσονται από το άρθρο 6 της ΕΣ∆Α και απαγορεύουν την παρέμβαση του νομοθετικού σώματος στην απονομή της δικαιοσύνης, όταν είναι σχεδιασμένη για να επηρεάσει την έκβαση μίας υπόθεσης (βλ. ΕΔΔΑ, Αγούδηµος κ.λπ. κατά Ελλάδας, 2001)·

3ον] παρατηρείται απόλυτη συγκέντρωση εξουσιών, αρμοδιοτήτων και καθηκόντων σε ένα μόνο πρόσωπο, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για τον αναποτελεσματικό χειρισμό των οικείων υποθέσεων. Ειδικότερα, παρά το ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4745/2020, η επίμαχη νομοθετική μεταβολή έλαβε χώρα για την άρση αδικαιολόγητης πολυδιάσπασης αρμοδιοτήτων «που δεν εισφέρει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνονται οι ως άνω εισαγγελείς», στην πραγματικότητα η οικεία μεταβολή είναι αδύνατο να εξυπηρετήσει τον κατά τα ως άνω φερόμενο ως επιδιωκόμενο σκοπό της, ήτοι την επιτάχυνση και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οικείων υποθέσεων, ακριβώς λόγω της συγκέντρωσης όλων αυτών των υποθέσεων στο ίδιο πρόσωπο. Τούτο δε ενισχύεται και από το γεγονός ότι ειδικά οι υποθέσεις διαφθοράς που χειρίζεται ο Εισαγγελέας Διαφθοράς έχουν μεγάλο όγκο λόγω της φύσης τους, καθόσον πρόκειται για πάσης φύσεως κακουργήματα που φέρονται να έχουν τελέσει υπουργοί ή υφυπουργοί που δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και πάσης φύσεως κακουργήματα που φέρονται να έχουν διαπράξει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, ευρωβουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κ.λπ. Εξάλλου, παρά τα αντίθετα που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4745/2020, οι υποθέσεις αρμοδιότητας του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος και του Εισαγγελέως Διαφθοράς δεν είναι «παρόμοιες», ήτοι δεν συντρέχει επικάλυψη ως προς τα ερευνώμενα από μέρους τους αδικήματα, πολλώ δε μάλλον αφού ο Εισαγγελέας Διαφθοράς δεν χειρίζεται κακουργήματα μόνο οικονομικής ή φορολογικής φύσεως, αλλά κάθε είδους κακουργήματα τελεσθέντα από πρόσωπα υπαγόμενα στις άνω κατηγορίες.

Ενόψει των ανωτέρω συνάγεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 53 και 100 του Ν. 4745/2020 προσβάλλουν διατάξεις συνταγματικής περιωπής, είναι ασύμβατες με την ΕΣΔΑ και δεν εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο φέρεται ότι τέθηκαν, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιβεβλημένη η κατάργησή τους και σε κάθε περίπτωση η μη εφαρμογή αυτών, και δη κατ’ ελάχιστον αναφορικά με τις υποθέσεις που σήμερα εκκρεμούν στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς.

Με μοναδικό λοιπόν σκοπό την ανάδειξη της αλήθειας και τη διαφύλαξη των θεμελιωδών αρχών που διαρρέουν το Κράτος Δικαίου, όπως είναι και αυτή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Σ) σε συνδυασμό με την αρχή του φυσικού δικαστή, επισημαίνουμε τα παραπάνω, τα οποία πράγματι οδηγούν στη μέσω νομοθετικής παρεμβάσεως παύση των καθηκόντων του Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς και στην αφαίρεση των δικογραφιών που μέχρι σήμερα χειρίζονται, όπως ιδία είναι η πολύκροτη υπόθεση της “NOVARTIS” και όλα αυτά ενώ είναι όλως ενεργή η θητεία του.

Μετά σεβασμού και εκτιμήσεως,

Αθανάσιος Καβουρίνος

Μπινιχάκης Νικόλαος

ΔΗΜΟΦΙΛΗ