Η λέξη αυνανισμός προέρχεται από το όνομα του βιβλικού προσώπου, Αυνάν. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως δεύτερος γιος του Ιούδα και εγγονός του Ιακώβ.
Ο Αυνάν κλήθηκε από τον πατέρα του να αντικαταστήσει τον νεκρό αδερφό του Ηρ και να παντρευτεί τη γυναίκα του, Θαμάρ. Σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο και τον ανδραδελφικό γάμο, ήταν υποχρεωμένος να παντρευτεί τη χήρα του πεθαμένου αδελφού του, ο οποίος δεν άφησε παιδιά. Ο Αυνάν, όμως, δεν ήθελε κάτι τέτοιο, γιατί σε αυτή την περίπτωση το παιδί που θα γεννιόταν θα αναγνωριζόταν ως νόμιμος διάδοχος του αδελφού του και όχι ως δικό του παιδί, ενώ θα αποκτούσε δικαιώματα στην περιουσία του.
Γι’ αυτό ο Αυνάν όταν ερχόταν σε ερωτική επαφή με τη Θαμάρ, «εκσπερμάτωσε στη γη για να μη δώσει απογόνους στον αδελφό του». [Γένεση κεφ. 38:1-10] (“όταν εισήρχετο προς την γυναίκα του αδελφού αυτού εξέχεεν επί της γης του μη δούναι σπέρμα τω αδελφώ αυτού”). Ο Αυνάν δεν αυτοϊκανοποιούταν ακριβώς, αλλά ουσιαστικά είχε διακεκομμένη συνουσία με τη χήρα του αδερφού του.
Εξαιτίας της ανυπακοής που επέδειξε στην εντολή του πατέρα του, αλλά και της αμαρτίας που διέπραξε εναντίον του θεϊκού θεσμού, ο Αυνάν θανατώθηκε από τον Γιαχβέ.
Στον Ιούδα απέμενε ακόμη ένας ακόμη γιος για να εκτελέσει το «ιερό καθήκον», να παντρευτεί δηλαδή τη χήρα του μεγάλου αδερφού και να του προσφέρουν απόγονο. Επειδή ο Σηλώμ, ο τρίτος γιος ήταν ανήλικος, ο Ιούδας είπε στη Θαμάρ να περιμένει μέχρι να μεγαλώσει ο γιος του.
Μετά τον θάνατο της συζύγου του Ιούδα, η Θάμαρ κατέστρωσε σχέδιο προκειμένου να αποκτήσει κληρονόμο από τον πεθερό της. Για να το καταφέρει αυτό, μεταμφιέστηκε, φορώντας σάλι και πέπλο και περίμενε στον δρόμο από τον οποίο ήξερε ότι θα περνούσε ο Ιούδας.
Ο Ιούδας την πέρασε για πόρνη και ανέπτυξε ερωτικές σχέσεις μαζί της. Η Θαμάρ έμεινε έγκυος και έτσι ο Ιούδας έδωσε χωρίς να το γνωρίζει κληρονόμο για τον νεκρό γιο του, Ηρ μέσω της νύφης του.
mixanitouxronou