Πέρασαν κιόλας 12 χρόνια από το θάνατό του -έφυγε από τη ζωή στις 30 Ιανουαρίου 2007, μετά από άνιση μάχη με τον καρκίνο. Αλλά στην μεγάλη οθόνη, θα λάμπει πάντα, σε μια υπέροχη, άφθαρτη νιότη: ο Νίκος Κούρκουλος, ο σκληρός, ο ωραίος μάγκας, το αρσενικό. Ο τελευταίος Έλληνας σταρ.
https://youtu.be/1tYbv4ed30U
Mια ευκαιρία, στην κουίντα
Ακόμα και η «έξοδος» του Νίκου Κούρκουλου στο θέατρο -όπου, σύντομα καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής- κρύβει πίσω της μια ιστορία παρασκηνίου, σχεδόν κινηματογραφική.
Την είχε διηγηθεί ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα, το 1998.
«Μια από τις πρώτες δουλειές που έκανα στο θέατρο ήταν, θυμάμαι, μια τουρνέ, με τη Βεργή. Κάποιοι βέβαια φαντάζονται ότι ξεκίνησα από τον κινηματογράφο. Ακούω συχνά να λένε για μένα:
«Είσαι τυχερός εσύ, γιατί μπήκες στον Φίνο και έγινες ό,τι έγινες». Τα πράγματα, όμως, είναι εντελώς διαφορετικά. Πριν από τη Βεργή είχα δουλέψει με τον Τάκη τον Χορν και την Έλλη Λαμπέτη στην «Κυρία με τις καμέλιες». Η Βεργή με είχε δει εκεί και με φώναξε. Συγκεκριμένα, της μίλησαν και ο Χορν και η Λαμπέτη. Μου λέει: «Θέλεις να έρθεις να με βρεις;». Πήγα, την βρήκα, μου έδωσε έναν ελάχιστο ρόλο, στον οποίο πήγαινα απλώς ένα γράμμα και έλεγα την εξής ατάκα: «Το γράμμα σας, κύριε»… Αυτό ήταν όλο και μετά εξαφανιζόμουν.
Στις πρόβες άλλες φορές την έλεγα αυτή την ατάκα και άλλες πάλι δεν την έλεγα καθόλου. Οι πρόβες, όμως, διαρκούσαν πέντε, έξι, εφτά ώρες και εγώ ήμουν συνεχώς εκεί. Είχα μάθει όλο το έργο απ’ έξω. Κανείς άλλος δεν ήξερε το έργο απ’ έξω τόσο καλά όσο το ήξερα εγώ. Αυτό συνεχίστηκε και στις παραστάσεις πίσω στην κουίντα. Δηλαδή δεν καθόμουν ποτέ μέσα στο καμαρίνι. Πήγαινα στην κουίντα και έβλεπα τους άλλους ηθοποιούς που έπαιζαν τους ρόλους τους. Συνήθως οι ηθοποιοί, όταν δεν είναι στη σκηνή, βολτάρουν στα καμαρίνια ή παίζουν χαρτιά, τέτοια πράγματα. Εγώ ήμουν εκεί και έβλεπα. Άκουσε τώρα τύχη… Κάποια στιγμή ο Ζησιμάτος, που ήταν ο πρωταγωνιστής, παθαίνει γαστρορραγία. Τελειώνει την πρώτη πράξη και πριν αρχίσει η δεύτερη τον παίρνουν στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ όμως είναι Σάββατο και το θέατρο όχι μόνο είναι γεμάτο αλλά ουσιαστικά είναι η μόνη μέρα που δουλεύει. Το καταλαβαίνεις αυτό; Βγαίνει λοιπόν ο Καρούσσος και λέει: «Ο πρωταγωνιστής μας αρρώστησε. Οσοι θέλετε μπορείτε να εξαργυρώσετε τα εισιτήριά σας. Τον ρόλο θα παίξει ένας νέος ηθοποιός».
Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ έπαιξα και τους δύο ρόλους, απλώς τον ρόλο που έβγαινα και έδινα το γράμμα τον έπαιξα φορώντας την περούκα του υπηρέτη (γέλια). Βέβαια, κανένας από τον κόσμο δεν σηκώθηκε να φύγει. Πού να πήγαιναν; Αφού η παράσταση βρισκόταν ήδη στη μέση. Όλα αυτά σας τα λέω για αυτή τη διαβολεμένη σύμπτωση, την ευκαιρία που έλεγα προηγουμένως. Αν εγώ δεν ήμουν έτοιμος, δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή θα μιλούσα τώρα σε σένα. Από εκεί και πέρα όλα είναι μια αλυσίδα, η οποία έχει κρίκους.
Πρέπει να σας πω πάντως ότι πριν έκανα και άλλες δουλειές. Έχω δουλέψει στου Ελευθερουδάκη το χρυσοχοείο, στη ΒΙΟΧΡΩΜ, εταιρεία χρωμάτων, στου Βελισσαρόπουλου το υφαντουργείο. Και τι δεν έχω κάνει! Εκεί στου Βελισσαρόπουλου δούλευα στον αργαλειό, φτιάχναμε διπλόφαρδα σεντόνια. Μετά πέρασα στο θέατρο και στον κινηματογράφο».
Η ιστορία, από κει και πέρα είναι γνωστή.
Το πώς ο Δαλιανίδης τον είδε στο θέατρο και πρότεινε τον Κούρκουλο στον Φίνο, που εκείνη την εποχή έψαχνε έναν νέο ηθοποιό, για το ρόλο του σκληρού «Κώστα», στον «Κατήφορο». Το πώς ο Φίνος είπε «όχι» -είχε δει τον Νίκο, σε κάτι παλι ρολάκια κομπάρσου σε μικρότερες, ασήμαντες ταινίες και δεν του άρεσε. Το πώς μετά είδε μια φωτογραφία του σε κάποια εφημερίδα και -χωρίς να τον αναγνωρίσει- είπε «Αυτός είναι, φέρτε τον!». Και του έδωσε το ρόλο.
Ο «Κατήφορος», («η πρώτη νεορεαλιστική ελληνική ταινία που πραγματευόταν την έξαλλη ζωή των νέων στη νεοελληνική κοινωνία», σύμφωνα με το σχόλιο γνωστού κριτικού της εποχής) είχε ένα νεανικό άφθαρτο καστ -ήταν μόλις η δεύτερη ταινία του Βαγγέλη Βουλγαρίδη και η πρώτη της Ζωής Λάσκαρη.
Ο Κώστας Βουτσάς, σε πρόσφατη συνέντευξή του, είχε θυμηθεί ένα παρασκήνιο από τα γυρίσματα…
«Είχαμε πάει με την Λάσκαρη και τον Κούρκουλο επάνω, στον Καρέα, μαζί με και με έναν άλλο ηθοποιό. Υποτίθεται ότι ο Κούρκουλος -που ήθελε να εκδικηθεί την Λάσκαρη- την ξεγυμνώνει και φεύγει. Αλλά το αυτοκίνητο ήταν ανοιχτό και ο Κούρκουλος δεν οδηγούσε καλά… Χτύπησε το πόδι του στο φρένο, πήγα πίσω εγώ, το ξαναχτύπησε, έπεσα στο πλάι, σκίστηκα λίγο στο κεφάλι και με πήγανε στον «Ερυθρό».
Ο Κούρκουλος έκλαιγε, «που σου έκανα ζημιά» και αυτά, κι εγώ τον παρηγορούσα. Αλλά η ταινία πήγε πάρα πολύ καλά…».
Πράγματι, ο «Κατήφορος» άρεσε, σκανδάλισε και έκοψε 161.331 εισιτήρια στους κινηματογράφους Αθήνας και Πειραιά -αν και βγήκε στα σινεμά στις 2 Δεκεμβρίου 1961, ήταν η πρώτη, σε εισιτήρια, ταινία εκείνης της χρονιάς. Η αδεξιότητα του Κούρκουλου και το ατύχημα του Βουτσά έφεραν γούρι…
Πώς γυρίστηκε το «Οχι άλλο κάρβουνο»
Το πάθος για δουλειά και η τελειομανία του Νίκου Κούρκουλου ήταν παροιμιώδης στο συνάφι του. Μετά τον θάνατό του, ο Νίκος Φώσκολος -ο σκηνοθέτης, με τον οποίο ο Κούρκουλος, γύρισε μερικά από τα πιο επιτυχημένα, δραματικά έργα του εμπορικού σινεμά- είχε διηγηθεί στο «Down Town» την εξής ιστορία:
«Γυρίζουμε το «Ορατότης Μηδέν». Θα θυμάστε, βέβαια, τη σκηνή που λέει «Όχι άλλο κάρβουνο», ο πρωταγωνιστής, κατά την διάρκεια της ανάκρισης από το Λιμενικό. Νομίζω πως ήταν από τις πιο δύσκολες σκηνές στην καριέρα του Νίκου Κούρκουλου, γιατί ήταν ένας τεράστιος μονόλογος, μετά την ανάκριση, που πέφτει σε μια συγκίνηση κορυφώνεται με το πώς έγινε η έκρηξη, στο καζάνι.
Πριν από το γύρισμα, επειδή είχε δυσκολίες για τον ηθοποιό η σκηνή, λοιπόν, έχω πάει στο καμαρίνι του Νίκου και τα ξαναλέμε. Ξεκινάμε γύρισμα σε ένα παλιό εργοστάσιο, ένα ξυλουργείο, κάπου στους Αγίους Αναργύρους, όπου δεν υπήρχαν τα συστήματα που δουλεύουμε στα στούντιο, τα κόκκινα φώτα, τα «προσοχή» και τα λοιπά. Από μένα, η σκηνή είναι εύκολη. Κάνω τράβελινγκ, είμαι πάνω στο πρόσωπο του Νίκου, και τον ζυγώνω κατά τη διάρκεια της σκηνής, ώσπου ακούγονται οι εκρήξεις.
Ο Νίκος, όπως πάντα, επιδιώκει να δώσει το τέλειο. Καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και είναι απόλυτα συγκεντρωμένος. Τελειώνει η ανάκριση, ολοκληρώνεται ο διάλογος και φτάνει στον εξαιρετικά δύσκολο μονόλογό του. Ξεκινάει από χαμηλά, ανεβαίνει, ανεβαίνει, είναι σε έξαρση όλος -με μια ανάσα όλο αυτό- σε ένα μόλις πλάνο, ιδρωμένος, βουρκωμένος, με τις φλέβες στο πρόσωπό του να σφίγγονται, φτάνει στο τέλος, όταν… ένας τεχνικός γυρίζει από το μπαρ, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα! Έτριξε η πόρτα. Δεν το πήρε το μικρόφωνο και δεν το έγραψε ο φακός και δεν το άκουσα κι εγώ.
Το άκουσε, όμως, ο Νίκος που απ’ την ένταση της σκηνής, ξέσπασε σε κλάματα και έτρεξε στο «κελί» του, δηλαδή στο καμαρίνι του, που ήταν τόσο μικρό ώστε να το αποκαλώ «κελί».
Μια ώρα τουλάχιστον προσπαθούσα να τον ηρεμήσω και να το ξανακάνει. Και φυσικά το έκανε και το αποτέλεσμα το είδαμε όλοι! Σκληρός εργάτης, τελειομανής. Παθιασμένος. Σκληρός στη δουλειά και με τον εαυτό του πιο σκληρός. Ένα αληθινό παλικάρι….».
Και ο ίδιος ο Νίκος Κούρκουλος, ξεχώριζε αυτή την ταινία του -ιδιαίτερα, δε τον μονόλογό του, όπου, όπως έλεγε «έφυγα από τον εαυτό μου. Δεν ήμουν ο Νίκος- ήμουν ο ήρωας του έργου. Όπως αποδείχτηκε το να ξαναγυριστεί εκείνος ο μονόλογος, δεν ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που χρειάστηκε να κάνει για το «Ορατότης μηδέν».
Λίγοι γνωρίζουν πως είχε γυρίσει τη σκηνή της διάσωσής του με ελικόπτερο, μόνος του. Χωρίς κασκαντέρ.
«Είχαν ακροβολιστεί πέντε κάμερες με τηλεφακούς σε σκάφη, γύρω από το μέρος στο οποίο θα έπεφτα. Ο καπετάνιος του λιμενικού που με μετέφερε στον χώρο όπου θα γινόταν το γύρισμα, μου είπε πως είναι επικίνδυνο να πέσω σε εκείνο το σημείο γιατί από εκεί περνούσαν πλοία που πετούσαν φαγητά στη θάλασσα και μαζεύονταν σκυλόψαρα. Εγώ δεν ήμουν κασκαντέρ, ούτε λοκατζής για να κάνω τέτοια σκηνή. Έπεσα λοιπόν στη θάλασσα, ήρθε το ελικόπτερο αλλά η δίνη που δημιουργούσε ο έλικας του στο νερό σου τρύπαγε το πρόσωπο. Κατάφερα να πιαστώ στο σχοινί, με ανέβασε το ελικόπτερο και έγινε το πλάνο. Γυρίσαμε τη σκηνή τρεις φορές», ανέφερε ο ηθοποιός….
Παίζοντας ξύλο στα γυρίσματα
Το «σκληρό αρσενικό» του ελληνικού σινεμά, επέβαλλε – με τη βοήθεια και των σεναρίων φυσικά – το πρότυπο του «παλικαριού», που μάχεται κόντρα, στο άδικο, διεφθαρμένο σύστημα.Του ήρωα- Ιππότη του Καλού, που παλεύει γι’αυτό με νύχια, δόντια και γροθιές. Πολλές φορές, μάλιστα, σε αυτές τις «ψεύτικες» σκηνές, έπεφτε αληθινό ξύλο.
«Όπως τότε που είχα φάει χαστούκι από τον Καζάκο 15 φορές, διότι δίσταζε να μου το δώσει. Με έβρισκε πότε στη μύτη, πότε στο αφτί, πότε στο πιγούνι.
Του λέω: «Κοίταξε να δεις, μου έχεις δώσει 15 χαστούκια γιατί φοβάσαι να μου δώσεις ένα. Εάν μου το είχες δώσει πριν από τρία τέταρτα, δεν θα είχα φάει 15. Πάρ’ το απόφαση, πρέπει να φάω ένα χαστούκι που πρέπει να ‘γράψει’.Ρίχ’ το λοιπόν!». Κι έτσι μου έδωσε το χαστούκι και τελείωσε το γύρισμα».
Ο δύσκολος «Αστραπόγιαννος»:
Ο «Αστραπόγιαννος» – βασισμένος στην πραγματική ιστορία του ξακουστού Γιάννου, Έλληνα αρματολού του 18ου αι. – με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, και σκηνοθέτη τον Νίκο Τζίμα έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1970.
Είχαν προηγηθεί πολύμηνα γυρίσματα στην Κωπαϊδα – στη διάρκειά τους, ο Νίκος τραυματίστηκε δυο φορές. Την πρώτη, χτύπησε σοβαρά στο χέρι καθώς κουτρουβαλούσε από μια πλαγιά και άρχισε να αιμορραγεί. Προτίμησε όμως να μην το πει τίποτα και συνέχισε κανονικά, για να μην διακόψει το «δύσκολο» πλάνο του.
Τη δεύτερη -που ήταν και η πιο σοβαρή- είχε μια άσχημη πτώση από άλογο. Σε κάποια λήψη, ο «Αστραπόγιαννος» και οι σύντροφοί του, κάλπαζαν, ανεβασμένοι πάνω στα άλογά τους και έπρεπε -υποτίθεται- να σταματήσουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, πολλά μέτρα πριν την κάμερα, που ήταν στημένη μπροστά από μια γέφυρα. Ο Τζίμας, -καθώς ήθελε να πάρει εντυπωσιακά πλάνα- καθυστερούσε να σταματήσει τη λήψη. Όταν, τελικά, φώναξε «στοπ» το άλογο του Κούρκουλου δεν σταμάτησε, αλλά συνέχισε να τρέχει προς τη γέφυρα και κείνος, για να σωθεί, πήδηξε από το άλογο και προσγειώθηκε μόλις λίγα εκατοστά από την όχθη. Ευτυχώς, ήταν τυχερός -τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές και λίγους μώλωπες…
Πηγη: bovary.gr