Ο Γιώργος Ανδριανόπουλος (25 Οκτωβρίου 1903 – 24 Φεβρουαρίου 1980) ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, συνιδρυτής και πρόεδρος του Ολυμπιακού Πειραιώς, δήμαρχος της ίδιας πόλης και υπουργός της Εμπορικής Ναυτιλίας. Αποτελεί τον μοναδικό παίκτη της εθνικής Ανδρών στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο οποίος στη συνέχεια υπουργοποιήθηκε.
Γεννημένος την 25η Οκτωβρίου 1903 στον Πειραιά, διετέλεσε επίσης αθλητής στίβου (δρόμοι ταχύτητας) και ποδηλάτης, καθώς και βουλευτής του συντηρητικού πολιτικού χώρου. Ίσως και ο Κώστας Βικελίδης να ανέλαβε καθήκοντα υπουργού για σύντομο διάστημα, γεγονός που προς το παρόν δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Αδελφός των Γιάννη, Ντίνου, Βασίλη και Λεωνίδα, υπήρξε το δεύτερο ηλικιακά μέλος της θρυλικής 5άδας των Ανδριανοπουλαίων του πειραϊκού ποδοσφαίρου, του Ολυμπιακού και της Εθνικής. Με τον αθλητισμό ασχολήθηκαν όλα τα αγόρια της οικογένειας (ακόμη και η μοναδική αδελφή τους), όντας μεταξύ άλλων και ποδοσφαιριστές –με μικρότερη όμως επιτυχία– στον Πειραϊκό Σύνδεσμο ο τέταρτος Αριστείδης (απεβίωσε 17 ετών σε επιδημία τύφου το Σεπτέμβριο 1922, συμπτωματικά λίγες ημέρες έπειτα τη Μικρασιατική καταστροφή) και στον Ολυμπιακό ο νεότερος Στέλιος.
Ποδοσφαιρική σταδιοδρομία
Εκ των ιδρυτών του ερυθρόλευκου συλλόγου, πραγματοποίησε σπουδαία καριέρα ως κεντρικός επιθετικός του, μέχρι το 1931 που αποσύρθηκε. Έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο Ποδάρας, λόγω του μεγάλου διασκελισμού του με τα πέλματα προς τα έξω.
Μετείχε στις 5 πρώτες αναμετρήσεις της Ελλάδας από την ίδρυση της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ). Δίπλα σε δύο ή τρία αδέλφια του στην επίθεση (ο μεγαλύτερος Γιάννης είχε σταματήσει) σημείωσε 2 τέρματα (1929, Βουλγαρία-Ελλάδα 1-1 και 1930, Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία 2-1), τα δεύτερο και τρίτο της ιστορίας της.
Είχε την ιδιαίτερη τιμή και διάκριση να πρόκειται για τον αρχηγό του πρώτου εθνικού αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος που συστάθηκε από την ΕΠΟ, λαμβάνοντας το χρίσμα για το φιλικό Ελλάδα-Β’ Ιταλίας 1-4 την 7η Απριλίου 1929, και διατηρώντας το σε όλες τις επόμενες διεθνείς συμμετοχές του.
Ορισμένες πηγές καταγράφουν ότι είχε συμπεριληφθεί και στη 16μελή αποστολή ποδοσφαιριστών που το 1920 συγκρότησε η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (τότε ΕΟΑ) για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας, δηλαδή την πρώτη επίσημη Εθνική σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου FIFA. Πάντως, το μέλος της ομάδας Νίκος Καλούδης (από τους συνιδρυτές του Ολυμπιακού με τους Ανδριανόπουλους) αναφέρει την παρουσία, χωρίς να χρησιμοποιηθεί, του Γ. Ανδρικόπουλου της Πειραϊκής Ένωσης, ενώ το 1920 ο Ανδριανόπουλος είχε ήδη προσχωρήσει στον Πειραϊκό Σύνδεσμο (αποτελούσε αναπληρωματικό στέλεχος, δε, μετέχοντας στην επονομαζόμενη β’ ομάδα). Εξάλλου, αθλητές σε σχολική ηλικία πιθανότατα δεν επιτρέπονταν στους Ολυμπιακούς, με νεότερος της αποστολής να είναι ο 20χρονος αδελφός του Γιάννης, τον οποίον ο Γιώργος μάλλον απλά συνόδεψε ώστε να παρακολουθήσει αγωνιζόμενο στην Αμβέρσα.
Μετέπειτα πορεία
Το 1927 αποφοίτησε από τη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1929 άρχισε να δικηγορεί και αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σε ηλικία 25 ετών και ως ενεργός ακόμη παίκτης του Ολυμπιακού, εκλέχθηκε το 1928 δημοτικός σύμβουλος Πειραιώς και στη συνέχεια ασχολήθηκε περισσότερο ενεργά με την πολιτική, διατελώντας κατά σειρά βουλευτής (6 φορές με αφετηρία το 1950) και δήμαρχος της πόλης (1951-1955) υποστηριζόμενος από τη δεξιά παράταξη, διευθυντής και πρόεδρος στον ΟΛΠ, ενώ τέλος υπουργός της Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ενδεικτικές περί του ήθους του πολιτικού ανδρός και του χαρακτήρα γενικά, παραμένουν οι μαρτυρίες κάποιων περιστατικών από το “βενιαμίν” της θρυλικής ποδοσφαιρικής 5άδας, Λεωνίδα (που συχνά ο Γιώργος παρατηρούσε αυστηρά, ως μεγαλύτερος αδελφός, για τις χαμηλές σχολικές επιδόσεις αλλά και την ανέμελη ζωή του μέχρι να παντρευτεί μετά τα 40):
Όμως ο δήμαρχος Πειραιά διαπίστωνε ότι το ταμείο ήταν μονίμως άδειο. […] Όμως προσέξτε, όπως δεν υπήρχαν φράγκα επί θητείας Γιώργου Ανδριανόπουλου, έτσι και σήμερα η ανέχεια στον δήμο παραμένει. Θυμάμαι, είχε πάει ο αδελφός μου, ως δήμαρχος Πειραιά, ένα ταξίδι στην Αμερική και όταν ο Γουλανδρής τον ρώτησε «Τι δώρο θέλεις, δήμαρχε;», εκείνος ζήτησε δύο απορριμματοφόρα, κοινώς σκουπιδιάρικα, για να τα δρομολογήσει στον φουκαρά τον Πειραιά. Ε, του τα έδωσε! Η πολιτική στην οικογένειά μου δεν έδωσε πολλά, για την ακρίβεια σχεδόν τίποτα. Ο Γιώργος υπήρξε μετρημένος, αυστηρός, και πάνω απ’ όλα ηθικό στοιχείο στην πολιτική του καριέρα.
…
Τίμιος σε υπερθετικό βαθμό, σεμνός, εργατικός, δίκαιος. Όταν του έλεγε κάποιος κάτι που δεν του άρεσε ή πίστευε ότι μπορούσε να τον παγιδέψει, το έκοβε με την πρώτη: «Να κοιτάς τη δουλειά σου και εμένα να με αφήσεις ήσυχο!» Μια φορά μόνο έκανα το λάθος να θέλω να πάρω μετοχές της εταιρείας του Κολοκοτρώνη, που είχε βάλει πλοία στις γραμμές Ρίο – Αντίριο και Αιδηψός – Αρκίτσα. Το έμαθε ο αδελφός μου, με φώναξε στο γραφείο του στο υπουργείο και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια με όλη του την αυστηρότητα: «Αν πάρεις μετοχές και μπλέξεις με ναυτιλιακά, εγώ παραιτήθηκα την ίδια ώρα!» Τα ‘χασα. Διότι θεωρούσα τίμιο να θέλω να κερδίσω πέντε δραχμές από τα κέρδη των μετοχών του Κολοκοτρώνη, δηλαδή της εταιρείας των φέριμποτ. Ο Γιώργος πίστευε πως δεν έπρεπε να προχωρήσω σε αυτό το εγχείρημα, διότι η κίνηση θα έβλαπτε την καριέρα του. Μου είπε: «Αν το μάθει ο κόσμος, βρε Λεωνίδα μου, τι θα πει για την οικογένειά μας;» Αυτό ήταν, το ζήτημα έληξε εκεί. Και για να είναι εντελώς σίγουρος, την άδεια για τα πορθμεία δεν την έδωσε στον Κολοκοτρώνη, που ήταν φίλος μου, αλλά στον Μάτσα και στον Μαρινάκη, οι οποίοι θησαυρίσανε. Πηγαίναμε τα καλοκαίρια στην Αιδηψό με τις οικογένειες και μόλις φτάναμε στο φεριμπότ, ο Γιώργος με φώναζε και με παρατηρούσε: «Λεωνίδα, θα πληρώσεις εισιτήριο κανονικά. Κοίτα μην επωφεληθείς…» Είχα τις αντιρρήσεις μου, αλλά έπρεπε να ακολουθήσω την οδηγία, γιατί ο υπουργός αν το μάθαινε θα γινόταν θηρίο. Μια φορά, με το που πήγα να μπω στο καράβι, έπεσα πάνω στον Μάτσα, τον εφοπλιστή. «Τι κάνεις εκεί, Λεωνίδα; Εσύ θα πληρώσεις εισιτήριο;» μου φωνάζει. «Δεν γίνεται, κύριε Μάτσα, διότι αν το μάθει ο αδελφός μου θα έχω μπλεξίματα…» Μιλάμε για αντίτιμο τριάντα δραχμών, δηλαδή τίποτα, όμως η εντολή ήταν εντολή είτε για μία δραχμή είτε για μεγάλο ποσό. Ο Γιώργος δεν ήθελε επ’ ουδενί να δώσει δικαιώματα…
Με θητεία το διάστημα 1954-1967, υπήρξε ο δεύτερος μακροβιότερος πρόεδρος στην ιστορία του Ολυμπιακού, ενώ αργότερα –λόγω νομικού επαγγέλματος και ποδοσφαιρικής προϋπηρεσίας– κατείχε την ίδια θέση στο Γνωμοδοτικό Αθλητικό Συμβούλιο ΓΑΣ, το δικαστικό όργανο της πολιτείας για τον ελληνικό αθλητισμό.
Η απαλλακτική του ψήφος ήταν καθοριστική στην αποφυγή της ποινής του υποβιβασμού για τον “αιώνιο” αντίπαλο Παναθηναϊκό, όταν το 1975 κρίθηκε ένοχος δωροδοκίας σε αγώνα κυπέλλου με τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Πέραν του όλου παρασκηνίου για την επιλογή του εκείνη και των απαντήσεων (“δεν επείσθην περί της ενοχής του σωματείου” και “δεν υφίσταται Ολυμπιακός άνευ Παναθηναϊκού”) που αναγκάστηκε να προτάξει σε απειλές και αποδοκιμασίες φιλάθλων, χαρακτηριστική είναι μία δήλωση Ανδριανόπουλου 12 χρόνια πριν την πολύκροτη υπόθεση:
Σαν επίσημος εκπρόσωπος του Ολυμπιακού θα ήθελα να αναγνωρίσω την ανωτερότητα του Παναθηναϊκού, ο οποίος υπήρξε και παραμένει πρωτοπόρος των αθλητικών εκδηλώσεων του τόπου μας και αποτελεί τον Σύλλογον των Πρωταθλητών, την πεμπτουσίαν του ελληνικού αθλητισμού. Και δικαίως θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε παράδειγμα προς μίμησιν δι’ όλους ημάς τους υπολοίπους και θα είναι τιμή και υποχρέωσις κάθε ελληνικού σωματείου να προσπαθήσει να πλησιάσει το αδιαφιλονίκητο μεγαλείο του Παναθηναϊκού.
Όσο και εάν τα παραπάνω ειπώθηκαν στα πλαίσια ευγένειας και αβροφροσύνης, όντας καλεσμένος στην 55ετηρίδα του Παναθηναϊκού, δεν παύουν να είναι ενδεικτικά του τρόπου που αντιμετώπιζαν τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα στο ποδόσφαιρο και γενικότερα τον αθλητισμό, οι πρωτεργάτες του στη χώρα.
Απεβίωσε σε κλινική του Λονδίνου στις 24 Φεβρουαρίου 1980, ένα 8μηνο πριν τον προσωπικό του αντίπαλο –ως σέντερ χαφ, ο μετέπειτα κεντρικός αμυντικός– στα γήπεδα Απόστολο Νικολαΐδη, τον οποίο χωρίς φόβο είχε υπερασπιστεί γηραιό στα ποινικά δικαστήρια κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας.