Ο Νικόλαος Τρικούπης (Μεσολόγγι, 1868 – 27 Φεβρουαρίου 1959) ήταν Έλληνας στρατηγός, ηγετική μορφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1868, και ήταν μέλος της ιστορικής οικογένειας Τρικούπη.
Συγκεκριμένα, ήταν γιος του Θεμιστοκλή Τρικούπη επίσης στρατιωτικού που πολέμησε στην Επανάσταση του 1821 και της Καλυδώνας Ιγγλέση και αδελφός του πολιτικού Κωνσταντίνου Τρικούπη.
Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε το 1888 ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού. Ο Τρικούπης έλαβε μία από τις καλύτερες στρατιωτικές εκπαιδεύσεις της εποχής του, αφού αμέσως μετά την αποφοίτηση από την Σχολή Ευελπίδων, συνέχισε τις στρατιωτικές σπουδές του στην Γαλλία. Συγκεκριμένα, από το 1889 έως το 1890 υπηρέτησε στο γαλλικό 26ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, από το 1891 έως το 1892 φοίτησε «Σχολή Εφαρμογής Πυροβολικού» στο Φονταινεμπλώ, και στην «Σχολή Ιππέων» στην Σομίρ και τέλος στην «Ανώτατη Σχολή Πολέμου» (σημ. École spéciale militaire de Saint-Cyr) στο Παρίσι (1893 -1895).
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, συμμετείχε στους Α’ σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες στη άθλημα της σκοποβολής. Στους αγώνες που έγιναν στο σκοπευτήριο Καλλιθέας, ήταν τρίτος στη βολή με πολεμικό όπλο από 200 μέτρων με 1718 βαθμούς, κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο.
Το βάφτισμα του πυρός, το έλαβε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 στο μέτωπο της Θεσσαλίας, στο επιτελείο της 1ης Μεραρχίας υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Νικόλαου Μακρή.
Το 1904, αποτέλεσε έναν από τους 12 αξιωματικούς που επιλέχθηκαν να συγκροτήσουν το Σώμα Γενικών Επιτελών – πρώιμη μορφή του Γενικού Επιτελείου Στρατού, και μετά την κατάργηση του σώματος το 1909, επανήλθε στο όπλο του.
Στους Βαλκανικούς πολέμους, διετέλεσε επιτελάρχης της 3ης Μεραρχίας υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δαμιανό. Παίρνει μέρος στις μάχες του Κιλκίς, της Δοϊράνης και του Πετσόβου ως διοικητής Συντάγματος Πυροβολικού.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, διετέλεσε διαδοχικά διοικητής συντάγματος πυροβολικού, επιτελάρχης του Γ΄ Σώματος Στρατού, καθώς και υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και Αρχηγός Πυροβολικού Σώματος Στρατού.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο ως συνταγματάρχης, όταν ανέλαβε διοικητής της 3ης Μεραρχίας με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Μετά την νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι τα σερβοβουλγαρικά σύνορα κοντά στην σερβική πόλη Πιρότ, προάχθηκε σε υποστράτηγο.
Μετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ήταν διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού στη περιοχή της πόλης Αφιόν Καραχισάρ. Όμως ο Τρικούπης, αν και ηγείτο πέντε μεραρχιών και μετά από σειρά στρατηγικών λαθών αιχμαλωτίστηκε μαζί με πολλές στρατιωτικές μονάδες. Σοβαρότερο λάθος αποτέλεσε το γεγονός ότι διοικώντας τόσες μεγάλες στρατιωτικές μονάδες, δεν προχώρησε στην ανάπτυξη των αναγκαίων προκεχωρημένων φυλακίων και ενός δικτύου παρατηρητών προκειμένου να διαφυλάξει την εμπροσθοφυλακή των μονάδων ευθύνης του.
Εντέλει, όταν οι ελληνικές δυνάμεις δέχθηκαν την αιφνίδια επίθεση με διπλάσιες αριθμητικά δυνάμεις από τον κεμαλικό στρατό, δεν διέταξε τα σώματα ευθύνης του σε συντεταγμένη οπισθοχώρηση, με αποτέλεσμα την περικύκλωση και την αιχμαλωσία αυτών. Το ρήγμα που προέκυψε στο μέτωπο έπειτα από την ήττα στη μάχη του Αλή Βεράν, προκάλεσε την κατάρρευση ολόκληρου του μετώπου και την άτακτη φυγή των ελληνικών δυνάμεων προς τα παράλια.
Ο Νικόλαος Τρικούπης αιχμαλωτίστηκε και αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα, όταν το 1923 επήλθε συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων. Έπειτα αποστρατεύτηκε ενώ δεν κλήθηκε ποτέ σε απολογία. Το ξίφος του Νικολάου Τρικούπη βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο της Άγκυρας.
Το 1927, παρά τις ευθύνες για την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και προάχθηκε σε αντιστράτηγο, με τον βαθμό τον οποίο εντέλει αποστρατεύθηκε. Επιπρόσθετα με τα πολιτικά δρώμενα της εποχής και επί κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου κατά της περίοδο 1928 με 1930, διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας.
Τιμήθηκε με πολλά ελληνικά ανώτατα παράσημα. Σύζυγός του ήταν η Ελένη, το γένος Κορδέλλα.
Έγραψε τα έργα «Εκγύμνασις ίππου» (1898), «Ταχεία μέθοδος προς κανονισμόν βολής πυροβολικού» (1900) και «Αναμνήσεις επεισοδίων και γεγονότων εκ των πολέμων μας» (1930).
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1959.