Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Η Αριθμητική των Ιδεολογιών (Περί του ενός, του κανενός, των λίγων, των πολλών, κ.λπ.)
Στα Μαθηματικά της πρώτης γυμνασίου, στο μάθημα για τους φυσικούς αριθμούς, τα παιδιά μαθαίνουν πως «Αρχικά ο άνθρωπος έκανε μόνο τον διαχωρισμό: ένα, δύο, πολλά. Με την πρόοδο του πολιτισμού, την ανάπτυξη των τεχνών και του εμπορίου διαμορφώνει τις έννοιες των αριθμών…» (Ιωάννης Βανδουλάκης, Χαράλαμπος Καλλιγάς, Νικηφόρος Μαρκάκης, Σπύρος Φερεντίνος, Μαθηματικά Α’ Γυμνασίου, σελ. 19)
Πράγματι, σχεδόν σε όλες τις εργασίες τις σχετικές με την ιστορία των μαθηματικών, είναι κοινή η διαπίστωση ότι υπήρξε η πρόοδος του πολιτισμού και η ανάπτυξη του εμπορίου που επέβαλαν στον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια, να εφεύρει τους αριθμούς, και να διατυπώσει τις πρώτες αρχές της αριθμητικής και της γεωμετρίας, ακόμα δε και της άλγεβρας και τριγωνομετρίας).
Όμως, πολύ γρήγορα, η «αριθμητική», οι «αριθμοί», άρχισαν να αποκτούν και μια χρησιμότητα, στο επίπεδο της διαμόρφωσης των επαγόμενων μη καθαρά εμπορικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, όσο και αν σχετίζονταν με αυτές, όπως π.χ., το «πλήθος» εκείνων των ανθρώπων που ασκούσαν την εξουσία, εκείνων πάνω στους οποίους ασκούνταν η εξουσία, το πλήθος των ανθρώπων που εργάζονταν στους αγρούς, κυνηγούσαν και ποίμαιναν τα ζώα και εκείνων που ασκούσαν μια άλλης μορφής εργασία, όπως ήταν οι άρχοντες, οι υπηρέτες τους, οι στρατιώτες, ή το «πλήθος» που τελικώς ελάμβανε τις αποφάσεις για το χωριό, τη κοινότητα, τη πόλη και αργότερα το κράτος. Η αριθμητική αυτή, που θα μπορούσαμε κατά περίπτωση να την ονομάσουμε «κοινωνική» ή «πολιτική» αριθμητική, ανάλογα με το τι μετρούσε τη κάθε φορά, αναδεικνύει τον πραγματικό χαρακτήρα ενός αριθμού. Έτσι, ένας (πραγματικός) αριθμός, «καθαυτός», δεν είναι παρά μια συμβατική έκφραση μιας ποσότητας, που δεν εκφράζει απολύτως τίποτα. Στους πραγματικούς αριθμούς, αυτό μπορούμε να το αποδώσουμε με την έννοια της «απόλυτης τιμής». Το Ι5Ι είναι απλώς «5». Ούτε θετικό, ούτε αρνητικό. Και είναι «5» διότι έτσι συμφωνήθηκε στα πλαίσια ενός δοσμένου συστήματος αρίθμησης.
Αλλά, αν είναι αληθές, πως υπάρχει μια «κοινωνική» και μια «πολιτική αριθμητική», κατά τα ανωτέρω, τότε θα πρέπει να υπάρχει και μια «αριθμητική των ιδεολογιών» οι οποίες, ασφαλώς δεν μεταβάλλουν τον καθορισμένο «όγκο» της «ποσότητας» που συμβατικά βρίσκεται ενσωματωμένη στον κάθε πραγματικό αριθμό, (0,1,2,3,…), όμως, προσδιορίζουν με διαφορετικό τρόπο τη σημασία του. Π.χ., το 5, είναι πέντε, αυτό δεν αμφισβητείται. Έχουμε 5 ευρώ, έχουμε 5 μολύβια. Εκείνο όμως που διαφοροποιείται, είναι αν και υπό ποιες προϋποθέσεις στη κάθε περίσταση τόσο σε ένα εξατομικευμένο επίπεδο όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, αυτό το «5» θεωρείται «πολύ» ή «λίγο», «επαρκές», ή ακόμα, «δίκαιο», «άδικο» κ.λπ.
Αυτό θα γίνει πολύ πιο σαφές, όταν πάρουμε ως παραδείγματα «αριθμούς» που ενσωματώνουν υψηλής κοινωνικής και πολιτικής σημασίας αξίες. Π.χ., στη περίπτωση ενός αριθμού που εκφράζει τον μισθό ενός εργαζόμενου, τη σύνταξη ενός συνταξιούχου, το κέρδος ενός εμπόρου, το μέγεθος του ΑΕΠ που πηγαίνει στα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας, εν ολίγοις, όλοι οι αριθμοί που εκφράζουν ποσότητες ως οι ανωτέρω, είτε ως απλά «αποθεματικά» μεγέθη (π.χ., υπάρχει αυτό το ΑΕΠ), είτε ως ροές (π.χ., τόσο ΑΕΠ θα πάει για κοινωνική ασφάλιση), είναι αριθμοί η ποσοτική ερμηνεία των οποίων είναι άρρηκτα δεμένη με το ιδεολογικό υπόβαθρο της ασκούμενης κάθε φορά πολιτικής. Έτσι, το αν το «α» ποσό χρημάτων οδεύσει προς την εκπαίδευση θεωρείται «πολύ» ή «λίγο», ή «επαρκές» ή «δίκαιο» ή «άδικο», αυτό θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αν όχι αποκλειστικά από την κυρίαρχη ιδεολογία που καθορίζει το περιεχόμενο της σχετικής με το θέμα αυτό πολιτικής, η οποία (ιδεολογία) δεν απαντά μονάχα στο ποσοτικό σκέλος (αν το «α» είναι πολύ ή λίγο, αλλά και στο αν είναι «δίκαιο» ή μη, έτσι ώστε στη κάθε περίπτωση αναδεικνύεται αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, μια ολάκερη κοσμοθεωρία). Το ίδιο ισχύει και στη περίπτωση στην οποία η «πολιτική» αριθμητική όταν ερχόμαστε να μιλήσουμε για την «αριθμητική» των εκλογικών συστημάτων, δηλαδή, πώς οι ψήφοι των πολιτών θα κατανέμονται στα μετέχοντα σε μια εκλογική διαδικασία πολιτικά κόμματα (πχ., απλή αναλογική ή κάποιο άλλο σύστημα;)
Συνεπώς, μπορούμε να πούμε, πως κάθε ιδεολογία εκφράζει και μια δικιά της «αριθμητική», έτσι ώστε, όσο λείπει μια διαδικασία μετατροπής των διαφορετικών αυτών «αριθμητικών συστημάτων» σε ένα κοινό αριθμητικό σύστημα στο οποίο μπορούν να αναχθούν τα προηγούμενα, (κι αυτό είναι μπορετό μονάχα στα πλαίσια μιας Δημοκρατίας που θα ενσωματώνει αρμονικά τον κοινοβουλευτισμό και την άμεση Δημοκρατία, κάτι σαν αυτό που ισχύει στην Ελβετία), τότε, όσοι θα επιχειρούν «με αριθμούς» να επιχειρηματολογούν ο ένας εναντίον (ή υπέρ) του άλλου, πολύ απλά, ευλόγως θα θεωρείται το επιχείρημα ενός εκάστου από αυτούς «ακατανόητο» για τους άλλους, εφόσον κατά ανωτέρω, έχουν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για το κοινωνικό ή πολιτικό ή οικονομικό βάρος του κάθε αριθμού, δηλαδή, το «ιδεολογικό αριθμητικό» τους σύστημα έχει μια πολύ διαφορετική αντίληψη τόσο για την ποσότητα όσο και για την ποιότητα που εκφράζει ο κάθε αριθμός.
Έτσι ένας μισθός υπαλλήλου 1000 ευρώ, υπό τις αυτές οικονομικές συνθήκες, μπορεί να θεωρείται «υψηλός», «λογικός», «λίγος», «δίκαιος» ή «άδικος», ανάλογα με το αν κρίνεται από έναν νεοφιλελεύθερο, έναν κομμουνιστή, έναν (μη κομμουνιστή) αριστερό, έναν σοσιαλιστή, έναν σοσιαλδημοκράτη, έναν «λαϊκό» δεξιό, έναν δεξιό, κ.λπ. Τώρα, το ότι στις μέρες μας, οι άνω ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, τείνουν να αφομοιωθούν σε πολύ ολιγότερα ιδεολογικά σχήματα, δεν αλλάζει την ουσία της «προσέγγισής μας, απλώς περιορίζει το πλήθος των «ιδεολογικών αριθμητικών». Το αυτό και όταν αναφερόμαστε στο ύψος της σύνταξης που λαμβάνει ένας συνταξιούχος, στο ύψος του κέρδους που πετυχαίνει ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, κ.λπ.
Ώστε, για να θυμηθούμε και τα κύρια προεκλογικά συνθήματα των δύο κύριων διεκδικητών της εξουσίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, («η ώρα των πολλών» για τον πρώτο και η ανταπάντηση της ΝΔ ότι θα είναι «κυβέρνηση όλων»), επικαλούνται στην ουσία δύο αριθμητικές που δεν συναντιούνται. Οι «πολλοί» για τον νεοφιλελευθερισμό, «μυρίζει» σοσιαλισμό και από μόνη της αυτή η εκδοχή (ή προοπτική) είναι απορριπτέα εξ αυτού και μόνο του λόγου. Στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, την ιδεολογία του άκρατου ατομικισμού, την ιδεολογία του κάθε «ενός» που κατορθώνει να επιβιώσει (και κατά περίπτωση κυριαρχήσει), ισχύει το απόσπασμα που στην αρχή του άρθρου παραθέσαμε από το βιβλίο της Α’ Γυμνασίου : «ένα, δύο, πολλά). Μάλιστα κρατώ και μια επιφύλαξη μήπως και το «2» είναι «πολλά». Ας μη ξεχνάμε άλλωστε, πως για τον νεοφιλελευθερισμό, «η κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει», μια ιδεολογική του αρχή, που προσδιορίζει όχι μονάχα το «πλήθος» των αποδεκτών αριθμητικών συμβόλων, αλλά και την ερμηνεία τους. (Την ίδια όμως στιγμή, η «νεοφιλελεύθερη αριθμητική» διαθέτει και ένα πολύ προσεκτικά κρυμμένο παράλληλο ιδεολογικό αριθμητικό σύστημα, το οποίο αποδέχεται τους πολλούς και μεγάλους αριθμούς, ειδικώς όμως σε ό,τι αφορά τον πλούτο των ευνοούμενών της λίγων, κάτι όμως που δεν λείπει στο επίπεδο της πρακτικής άσκησης της εξουσίας εκ μέρους πολιτικών δυνάμεων άλλων ιδεολογιών, όμως εκεί, τουλάχιστον, δεν το διατυπώνουν και ιδεολογικά). Τώρα το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται ότι αυτό το «η ώρα των πολλών» δεν είναι παρά μια προεκλογική πομφόλυγα δοθείσης της μνημονιακής (νεοφιλελεύθερης) πολιτικής που εφάρμοσε, αυτό δεν αφαιρεί τη σημασία της εδώ διάκρισης των «ιδεολογικών αριθμητικών» που επιχειρούμε. Αντίθετα, οι μη νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες, τείνουν όλο και περισσότερο προς μια «σύγκλιση» των «αριθμητικών» τους, προς ένα μέσο στο οποίο το (μονομελές σύνολο) «1» και το «σύνολο» (όλων των δυνατών «αριθμών» που εκφράζουν το οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό «γίγνεσθαι») επιδιώκουν όσο πιο αρμονικά γίνεται να αλληλοεπιδράσουν και εξουδετερώσουν τις προφανείς αρνητικές συνέπειες των άκρων («προφανείς» για όσους δεν ανήκουν σε αυτά).
Αυτό είναι ακριβώς το σημείο (της σύγκλισης) στο οποίο ΔΕΝ βρισκόμαστε, και όχι μονάχα στην Ελλάδα ασφαλώς.