Με την ονομασία Βαρλίκ Βεργκισί φέρονταν ένας εφάπαξ ειδικός φόρος κεφαλαίου που επεβλήθη στη Τουρκία το 1942.
Συγκεκριμένα την εποχή εκείνη η τουρκική κυβέρνηση σε αναζήτηση αύξησης εσόδων των ταμείων σε πιθανή εμπλοκή της σε πολεμικές επιχειρήσεις εξέδωσε ειδικό νόμο εφάπαξ φορολόγησης παντός είδους ακινήτων, επιχειρήσεων, εργοστασίων και μεγαλοκαταθετών σε τράπεζες, μη μουσουλμάνων, που τις περισσότερες φορές έφθανε ακόμα και στη πραγματική αξία του ακινήτου ή της επιχείρησής τους.
(Σημειώνεται ότι παρόμοιο νόμο τόσης υψηλής φορολογίας ουδέποτε είχε εκδώσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων αναγκάστηκε τότε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να έλθει στη κατεχόμενη τότε Ελλάδα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση δεν προέβησαν σε καμία διαμαρτυρία για τον διωγμό που είχαν υποστεί οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης).
Ο νόμος της υπέρμετρης αυτής οικονομικής επιβάρυνσης εισήχθη στη τουρκική βουλή από τον τότε πρωθυπουργό Σουκρού Σαράτζογλου – που ηγούνταν μάλιστα του Δημοκρατικού Κόμματος – και ψηφίστηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1942, τον οποίο και προσυπέγραψε ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού.
Η δε προθεσμία καταβολής του ήταν μόλις 30 ημέρες. Όσοι δεν κατάφερναν να αποδώσουν τον φόρο αυτό μέσα στη τακτή αυτή προθεσμία, συλλαμβάνονταν και στέλνονταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων της επαρχίας Ερζερούμ στην ανατολική Ανατόλια και στο Ντιγιάρμπακιρ. Αντιθέτως, ο αντίστοιχος φόρος που επιβλήθηκε στους Τούρκους έφτανε στο 5% των περιουσιακών τους στοιχείων και όσοι δεν μπόρεσαν να τον πληρώσουν καταδικάστηκαν σε πολύ ελαφρύτερες ποινές.
Από τον κυριολεκτικά εξοντωτικό αυτό νόμο επήλθε τεράστια καταστροφή κυρίως των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης, εναντίον των οποίων ουσιαστικά και στρέφονταν ο νόμος αυτός, καθώς ειδικά για τις μειονότητες ο φόρος υπολογιζόταν από τις τοπικές αρχές αυθαίρετα, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο συντελεστή, αλλά κυριολεκτικά από ένα καπρίτσιο της στιγμής.
Τεράστιες περιουσίες χάθηκαν τότε ή και εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια άτομα από τις μειονότητες που καταστράφηκαν, έφτασαν ακόμα και στην αυτοκτονία. Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον γύρω στους 2.000 εύπορους οικογενειάρχες οδηγήθηκαν στα καταναγκαστικά έργα, ένας αριθμός των οποίων πέθανε εκεί από τις κακουχίες.
Όμως η εφαρμογή αυτού του νόμου επέφερε παράλληλα μία τρομερή αύξηση της τιμής των αγαθών προκειμένου να μειωθούν οι όποιες απώλειες, με συνέπεια να βαρύνει ακόμα περισσότερο τις οικονομικά χαμηλότερες τάξεις.
Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1944 λόγω διεθνών πιέσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και πλέον είχε επέλθει τεράστια οικονομική εξαθλίωση των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Μετά την κατάργηση του νόμου, όσοι είχαν οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα γύρισαν στα σπίτια τους. Η κυβέρνηση της Τουρκίας υποσχέθηκε να τους αποδώσει πίσω και τις περιουσίες τους, αλλά στην πράξη δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο σε κανέναν.
wikipedia