Στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αναπτύσσονται το τελευταίο διάστημα δύο αντίρροπες δυναμικές.
Την πρώτη εξέφρασε ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων Ανουάρ Γκαργκάς, μιλώντας την Κυριακή στον Στρατηγικό Διάλογο του Άμπου Ντάμπι, όπου κάλεσε τα αραβικά κράτη να εκμεταλλευτούν το “κρίσιμο” 12μηνο που ακολουθεί, ώστε να οικοδομήσουν μια περισσότερο σταθερή περιφερειακή τάξη, θεμελιωμένη σε νέες αξίες και στον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας.
Η ομιλία του Γκαργκάς ήταν επενδεδυμένη με την ρητορική ενός αραβικού εθνικισμού, εν μέσω καταγγελιών το ότι το Ιράν και η Τουρκία έχουν αποκτήσει την ελευθερία να επεμβαίνουν στις υποθέσεις των γειτόνων τους. Όμως πίσω από τις γραμμές γίνεται σαφές ότι το “άνοιγμα” των ΗΑΕ απευθύνεται και σε αυτές τις χώρες.
“Η επιλογή που μας προσφέρεται παρουσιάζεται συχνά ως ένα ψευδές δίλημμα: σύγκρουση ή υποταγή”, τόνισε ο Γκαργκάς, απορρίπτοντας λ.χ. σε ό,τι αφορά το Ιράν τις εναλλακτικές του πολέμου ή του συμβιβασμού με την “ελαττωματική” διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Αντίστοιχα αρνήθηκε να δεχθεί ότι στην κρίση της Υεμένης η επιλογή είναι ανάμεσα σε μια “ατέρμονη σύγκρουση” και την “εγκατάλειψη” των κατοίκων της χώρας στους σιίτες αντάρτες Χούθι και την Αλ Κάιντα – όταν υπάρχει, όπως είπε, η δυνατότητα μιας “πραγματιστικής βιώσιμης πολιτικής λύσης”.
“Η άνοδος του λαϊκισμού, η απορρόφηση των Δυτικών κρατών από τα εσωτερικά τους προβλήματα και οι εντεινόμενες διαιρέσεις μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Ρωσίας και Κίνας έχουν αφήσει την Μέση Ανατολή χωρίς την συνεκτική διεθνή ηγεσία που έχει ανάγκη”, συνέχισε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΑΕ, αντιπροτείνοντας την ανάγκη για μια “ισχυρή, πολυμερή, περιφερειακή τάξη” που θα προσφέρει σε όλα τα μέρη ειρήνη και ασφάλεια.
Είναι η ώρα, κατά τον Γκαργκάς, για “ψυχραιμία, αποφαστικότητα και δυναμική διπλωματία”, ώστε οι παίκτες της περιοχής να μην αναλωθούν σε καταστροφικούς ανταγωνισμούς.
Το ότι όλα αυτά εναρμονίζονται με την πρωτοβουλία των ΗΑΕ να απεμπλακούν από τον πόλεμο της Υεμένης και να ανοίξουν εμπιστευτικές διόδους συνομιλίας με το Ιράν, μετά τις επιθέσεις εναντίον τάνκερ στον Περσικό Κόλπο, είναι χαρακτηριστικό. Το ότι εναρμονίζονται επί της ουσίας και με την ήδη κατατεθειμένη από τη Μόσχα πρόταση για τη δημιουργία ενός περιφερειακού μηχανισμού ασφαλείας στην περιοχή, είναι επίσης διαφωτιστικό.
Ιράκ και Λίβανος
Την ίδια στιγμή, ένα διαφορετικό αφήγημα ξεδιπλώνεται από τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικλ Πομπέο. Σχολιάζοντας την κοινωνική αναταραχή που επικρατεί αυτές τις ημέρες στον Λίβανο και το Ιράκ, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικλ Πομπέο δήλωσε ότι “ο ιρακινός και ο λιβανικός λαός θέλουν πίσω τη χώρα τους. Ανακαλύπτουν ότι το κύριο εξαγώγιμο προϊόν του Ιράν είναι η διαφθορά”.
Οι συνεχιζόμενες διαδηλώσεις ενάντια στην διαφθορά, την ανεργία και την κατάρρευση των υποδομών περιγράφονται έτσι υπό το πρίσμα μιας γεωπολιτικής σύγκρουσης. Οι διεκδικήσεις της νεολαίας του Λιβάνου και του Ιράκ επανερμηνεύονται ως εξέγερση ενάντια στην ιρανική επιρροή και δη τους ένοπλους βραχίονές της, την σιιτιική οργάνωση Χεζμπολλάχ και τις πολιτοφυλακές Χασντ αλ Σάαμπι (που συγκροτήθηκαν για την απόκρουση της προέλασης του “Ισλαμικού Κράτους”) αντιστοίχως.
Συμβαίνει ωστόσο η πανταχόθεν καταγγελλόμενη πλέον διαφθορά να αποτελεί το κατεξοχήν δημιούργημα της τάξης πραγμάτων που προέκυψε από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και την πολιτική κυριαρχία φιλοδυτικών δυνάμεων στον Λίβανο, με στήριγμα και στις δύο περιπτώσεις το εθνοθρησκευτικό “διαίρει και βασίλευε” που προβλήθηκε και στις δύο αυτές χώρες έξωθεν.
Συμβαίνει επίσης οι διαδηλωτές, οι οποίοι δεν προτάσσουν αντι-ιρανικά (ούτε άλλωστε και αντιδυτικά) συνθήματα, να προέρχονται, σε σημαντικό βαθμό στο Λίβανο και σχεδόν ολοκληρωτικά στο Ιράκ, από τη σιιτική κοινότητα.
Το συμπέρασμα ότι η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί τους επιδιώκουν να δώσουν άλλη μία ευκαιρία στην αναταραχή της περιοχής, ανοίγοντας νέα μέτωπα σε ισοστάθμιση των αποτυχιών τους στη Συρία και τον Λίβανο, δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Κατά τραγική ειρωνεία, άλλωστε, η όποια δικαίωση των διεκδικήσεων των διαδηλωτών περνά από την διαφύλαξη της ακεραιότητας των κρατικών μηχανισμών των δύο χωρών, άρα και την συνεργασία του βαλλόμενου πολιτικού προσωπικού.
Παρότι δε οι διαδηλώσεις στο Ιράκ υπήρξαν, λόγω της απηνούς καταστολής, πολύ πιο αιματηρές, η κατάσταση εκεί δείχνει λιγότερο αδιέξοδη απ’ ό,τι στον Λίβανο. Η παρέμβαση του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη των σιιτών του Ιράκ, αγιατολλάχ Αλί αλ Σιστάνι, υπέρ των αιτημάτων των διαδηλωτών, κατά της καταστολής, αλλά και εναντίον των “εξωτερικών παρεμβάσεων” που ωθούν προς μια εμφύλια σύρραξη, μοιάζει να λειτουργεί καταλυτικά.
Του Κώστα Ράπτη
capital.gr