Ο Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης ή Δημήτρης Θεοχάρης (Αθήνα, 1919 – Θεσσαλονίκη, 2 Δεκεμβρίου 1977) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος, που γεννήθηκε στην Αθήνα, από γονείς με καταγωγή από τη Σκύρο.
Φωτογραφία: https://blogs.sch.gr/anlazari/2017/12/06/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B7/
Ήταν επίσης, προϊστοριολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ένας από τους πρωτοπόρους μελετητές του προκεραμικού και μεσολιθικού πολιτισμού της Θεσσαλίας.
Παρόλο που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919 είχε καταγωγή από τη Σκύρο, το νησί των Βόρειων Σποράδων, από όπου ήταν και οι δυο γονείς του Ρήγας και Άννα Θεοχάρη. «Ως το τέλος της ζωής του ένιωθε βαθιές τις ρίζες του στο νησί εκείνο του Αιγαίου», από το οποίο καταγόταν επίσης ο γνωστός αρχαιολόγος και κάπως μακρινός συγγενής του Γιάννης Παπαδημητρίου».
Εκεί έμαθε και τα πρώτα του γράμματα και ήρθε σε επαφή με τον αρχαίο κόσμο, αφού ο πατέρας του Ρήγας Θεοχάρης, εκτός από φιλόλογος γυμνασιάρχης άσκησε και το έργο του έκτακτου επιμελητή αρχαιοτήτων. Ο Δημήτρης Θεοχάρης, αφού ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1940, λόγω στράτευσης, διέκοψε τις σπουδές του, τις οποίες ολοκλήρωσε μετά την Απελευθέρωση. Το 1948 πήρε το πτυχίο της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας.
Το 1958, μετά το γάμο του με την επίσης αρχαιολόγο Μαρία Παπαδοπούλου ή Μαρία Δ. Θεοχάρη, που έκτοτε θα αποτελεί και τη βασική του συνεργάτιδα στην έρευνα της προϊστορικής Θεσσαλίας, μετεκπαιδεύεται για δυο χρόνια στη Χαϊδελβέργη στη Γερμανία, ως υπότροφος, του Πανεπιστημίου Χούμπολτ (γερμανικά: Humboldt-Universität zu Berlin), στο Παρίσι ως μέλος της Γαλλικής Εταιρείας Προϊστορίας (γαλλικά: Société Préhistorique Française) και στο Κέμπριτζ (αγγλικά: Cambridge).
Το 1968 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με την διατριβή του «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας». Στο ίδιο Πανεπιστήμιο εξελέγη μόνιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής (έκτακτος αυτοτελής έδρα της Γενικής Ιστορίας της Τέχνης, του Τμήματος Αρχιτεκτόνων) και το 1975 έγινε τακτικός καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Σταδιοδρομία – δραστηριότητες
Εργάστηκε (1948-1950) στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς, της Βραυρώνος και του Αγίου Κοσμά, ως βοηθός του Γιάννη Τραυλού, του Γιάννη Παπαδημητρίου και του Γεώργιου Μυλωνά που τον χρησιμοποίησε και για τη ταξινόμηση του αρχαιολογικού υλικού στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας.
Το 1950, πρωτεύοντας στο σχετικό διαγωνισμό, εισήλθε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπηρέτησε ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην Αττική (1950-1954), στην Εύβοια (1955) και στη Θεσσαλία (1956-1961), όπου συνέχισε να υπηρετεί, πλέον ως έφορος μέχρι το 1973. Υπηρέτησε συνολικά για 24 ολόκληρα χρόνια την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο Δημήτρης Θεοχάρης θα χαρακτηρίσει την περίοδο μεταξύ 1951 και 1954, ως «περίοδο μαθητείας του στην ανασκαφική τέχνη και προβληματική», κατά την οποία είχε τη τύχη να εργαστεί δίπλα στους μεγάλους δασκάλους της προϊστορικής αρχαιολογίας Καρλ Μπλέγκεν (αγγλικά: Carl Blegen) και Άλαν Γουέις (αγγλικά: Alan Wace), στις ανασκαφές της Πύλου και των Μυκηνών.
Διατέλεσε ή συμμετείχε στη δημιουργία πολλών σωματείων, όπως η Φιλάρχαιος Εταιρεία Βόλου (ιδρυτής και μόνιμος γενικός γραμματέας) και η Φιλάρχαιος Εταιρεία Τρίκκης. Μαζί με τον ιστορικό Νίκο Παπαχατζή ίδρυσε και διηύθυνε το επιστημονικό περιοδικό «Θεσσαλικά» (1958-1966) με έδρα το Βόλο, καθώς και το «Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών» (Βόλος, 1972, ιδρυτής και συν-διευθυντής για ένα περίπου χρόνο). Ήταν επίσης ισόβιος εταίρος στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, τακτικό μέλος στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βερολίνου, μέλος στη Γαλλική Εταιρεία Προϊστορίας, στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία και στην Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών.
Ανασκαφικό έργο
Από το 1943, όντας φοιτητής, όταν ανακάλυψε το νεολιθικό οικισμό της Σκύρου, ασχολήθηκε συστηματικά με την ελληνική προϊστορία. Η δραστηριότητά του, ερευνητική και ανασκαφική χωρίζεται σε δύο κυρίως χωρογραφικές ενότητες: (α.) Η ενότητα που περιλαμβάνει κυρίως ανασκαφές σε Αττική, Εύβοια και Σκύρο και (β.) η ενότητα που περιλαμβάνει κυρίως τη Θεσσαλία, αλλά και του βορειότερου χώρου.
Η συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ