Μεγάλα μυαλά: Τζωρτζ Άιρι

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο σερ Τζωρτζ Μπίντελ Αίρυ (27 Ιουλίου 1801 – 2 Ιανουαρίου 1892) ήταν Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος, που επί δεκαετίες κατείχε τη θέση του Βασιλικού Αστρονόμου της Μεγάλης Βρετανίας.

Οι πολλές συνεισφορές του περιλαμβάνουν τη μελέτη των πλανητικών τροχιών, τον υπολογισμό της μέσης πυκνότητας της Γης, μία μέθοδο για την επίλυση διδιάστατων προβλημάτων στη μηχανική των στερεών σωμάτων και τον ορισμό του τόπου του Βασιλικού Αστεροσκοπείου του Γκρήνουιτς ως σημείου από το οποίο περνά ο Πρώτος μεσημβρινός.
Η φήμη του Άιρι επισκιάζεται από κατηγορίες ότι εξαιτίας της απραξίας του ο πλανήτης Ποσειδώνας (ο ένας από τους μόλις δύο πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος που ανακαλύφθηκαν μετά την αρχαιότητα) δεν ανακαλύφθηκε από Βρετανό αστρονόμο.
Ο Άιρι γεννήθηκε στην κωμόπολη Άνικ (Alnwick) της κομητείας Νορθάμπερλαντ της βόρειας Αγγλίας. Η οικογένειά του μπορεί να ταυτοποιηθεί πίσω στον χρόνο μέχρι τον 14ο αιώνα. Ο Τζωρτζ πήγε δημοτικό σχολείο στο Χέρφορντ και κατόπιν στο Βασιλικό Γυμνάσιο του Κόουλτσεστερ (έτος ιδρύσεως 1206). Παρότι ήταν εσωστρεφές παιδί, έγινε δημοφιλής στους συμμαθητές του χάρη στη μεγάλη του επιδεξιότητα στην κατασκευή φυσοκάλαμων.
Από την ηλικία των 13 ετών, ο μικρός Άιρι διέμενε συχνά στου θείου του, Άρθουρ Μπιντελ, στο χωριό Πλέιφορντ του Σάφοκ. Ο Μπίντελ τον συνέστησε στον φίλο του Τόμας Κλάρκσον, έναν από τους επιφανείς υπέρμαχους της καταργήσεως της δουλείας. Ο Κλάρκσον είχε «μάστερ» στα μαθηματικά από το Κέιμπριτζ, και κανόνισε να τον εξετάσει σε αυτά ένας εταίρος του Τρίνιτυ Κόλετζ. Μετά από αυτό, χωρίς άλλη διαδικασία, έγινε δεκτός για σπουδές στο κολέγιο αυτό του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ το 1819, ως sizar, δηλαδή πλήρωνε μειωμένα δίδακτρα, αλλά ουσιαστικά εργαζόταν ως υπηρέτης για να εξασφαλίζει τη μείωση αυτή.
Στο Κέιμπριτζ ο Άιρι διακρίθηκε γρήγορα, καθώς φαίνεται ότι είχε αναγνωρισθεί σχεδόν αμέσως ως ο πρώτος στο έτος του. Το 1823 απεφοίτησε με τη διάκριση του senior wrangler (πρώτος από τους αποφοίτους του έτους του Τμήματος Μαθηματικών), κερδίζοντας το Α΄ Βραβείο Σμιθ. Την 1η Οκτωβρίου 1824 εκλέχθηκε εταίρος του Τρίνιτυ Κόλετζ και τον Δεκέμβριο του 1826 διορίσθηκε ως ο 10ος στην ιστορία Λουκασιανός Καθηγητής των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (ο 2ος ήταν ο Νεύτων και ο 17ος ο Στήβεν Χώκινγκ). Ωστόσο, κράτησε την έδρα αυτή για λιγότερο από ενάμισυ έτος, καθώς τον Φεβρουάριο του 1828 εκλέχθηκε Πλουμιανός Καθηγητής της Αστρονομίας και της Πειραματικής Φιλοσοφίας]] και ταυτοχρόνως διευθυντής του νέου Αστεροσκοπείου του Κέιμπριτζ. Το 1836 εκλέχθηκε εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας και το 1840 αλλοδαπό μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών. Το 1859 κατέστη αλλοδαπό μέλος της Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών της Ολλανδίας.
Επιστημονικές έρευνες
Πριν την εκλογή του σε πανεπιστημιακή έδρα, ο Άιρι είχε ήδη συνεισφέρει τρία σημαντικά υπομνήματα στις Philosophical Transactions της Βασιλικής Εταιρείας και άλλα οκτώ στη Φιλοσοφική Εταιρεία του Κέιμπριτζ. Στο Αστεροσκοπείο του Κέιμπριτζ εξάλλου, έδειξε από νωρίς την οργανωτική του ικανότητα. Αφοσιώθηκε στις παρατηρήσεις με το μοναδικό τότε τηλεσκόπιο του ιδρύματος, και με την υιοθέτηση ενός τακτικού προγράμματος εργασίας και προσεκτικού σχεδιασμού της αναγωγής των παρατηρήσεων, μπόρεσε να εκδίδει ετησίως τις παρατηρήσεις του με μία τακτικότητα που εξέπληξε τους συγχρόνους του. Το 1833 ο Δούκας του Νορθάμπερλαντ δώρισε στο αστεροσκοπείο μία εξαιρετική διόπτρα 30 εκατοστών, που στηρίχθηκε σε βάση σχεδιασμένη από τον Άιρι και υπό την επίβλεψή του.
Οι γραπτές εργασίες του Άιρι εκείνη την περίοδο είναι μοιρασμένες ανάμεσα στη μαθηματική φυσική και την αστρονομία. Οι περισσότερες από τις πρώτες ασχολούνται με ζητήματα της θεωρίας του φωτός, όπως η υπό τον τίτλο «Επί της περιθλάσεως κυκλικού αντικειμενικού φακού» και η ανακοίνωση της πλήρους θεωρίας για το ουράνιο τόξο. Για τις έρευνες αυτές τού απονεμήθηκε το 1831 το Μετάλλιο Κόπλεϋ της Βασιλικής Εταιρείας.
Από τις αστρονομικές εργασίες του αυτής της περιόδου σημαντικότερες είναι η μελέτη του για τη μάζα του πλανήτη Δία, η αναφορά του «επί της προόδου της αστρονομίας κατά τον 19ο αιώνα» και η εργασία για την «ανισότητα των μακρών περιοδικοτήτων στις κινήσεις της Γης και της Αφροδίτης».
Η συνέχεια εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ