Ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά του από φόβο μην τον ανατρέψουν, όπως έκανε ο ίδιος στον πατέρα του.
Ο Freud μας λέει πως το φιλί και η ερωτική πράξη δεν είναι κάτι άλλο από μία κρυφή επιθυμία να κατακτήσουμε ολοκληρωτικά, κοινώς να ‘φάμε’ τον άλλο. Συχνά λέμε στα παιδιά μας ότι θα τα φάμε από την αγάπη μας – πόσο παράδοξο αλήθεια να θες να φας κάποιον από αγάπη – και εκείνα δυσανασχετούν όταν επιχειρούμε να το κάνουμε πράξη βουτώντας τα, φιλώντας τα και αγνοώντας πλήρως και επιδεικτικά τις επιθυμίες τους για ατομικότητα και ανεξαρτησία.
Υπάρχουν άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη συνεξάρτηση και τη διαρκή συνύπαρξη για να ανακουφίσουν την ανασφάλεια της αναπόφευκτης ανθρώπινης μοναχικότητας, μητέρες που δεν επιτρέπουν στα παιδιά τους να απλώσουν φτερά και να πετάξουν μακρυά από τη φωλιά, άντρες/γυναίκες που δεν επιτρέπουν στις συντρόφους τους να κάνουν βήμα χωρίς να δώσουν πλήρη αναφορά και πάει λέγοντας.
Από την άλλη, υπάρχουν παιδιά που πασχίζουν να φύγουν από την οικογενειακή φωλιά, άνθρωποι που βουτάνε μέσα στη μοναξιά τους, επιχειρώντας έτσι να την ξορκίσουν και γυναίκες/άντρες που αντιστέκονται σθεναρά στη διαρκή παρακολούθηση ή την παραβίαση προσωπικών ορίων από το σύντροφό τους. Στην πιο απλή του ανάγνωση, θα έλεγε κανείς ότι οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι στους πιο εσωστρεφείς και ανεξάρτητους και στους πιο εξωστρεφείς και αγκιστρωμένους και ότι τα δύο αυτά χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών λειτουργούν ανακουφιστικά, το ένα για το άλλο. Δεν υπάρχουν όμως απλές αναγνώσεις σε θέματα ανθρώπινης ψυχολογίας.
Η αλήθεια είναι πως, από κάποια ηλικία και μετά, όλα συμβαίνουν συνεργατικά. Δίνουμε κάτι για να πάρουμε κάτι, ακόμα και αν αυτό συμβαίνει σε κάποιο ασυνείδητο επίπεδο, ακόμα και αν δε γνωρίζουμε ακριβώς τι είναι αυτό που ελπίζουμε να πάρουμε. Συχνά, η συναλλαγή μοιάζει αρκετά απλή και ξεκάθαρη, για παράδειγμα ο γιός ή η κόρη που στα 30 επιλέγει να ζει ακόμα στο πατρικό, έχει ανταλλάξει την ατομική του ελευθερία και τα όρια του για το βόλεμα του έτοιμου φαγητού και των πληρωμένων λογαριασμών. Δίνουμε υποταγή, παίρνουμε ευκολία και δυνατότητα για τεμπελιά και βόλεμα. Τι άλλο όμως συμβαίνει εκεί και πως αυτό επηρεάζει τις μετέπειτα σχέσεις που θα συνάψουμε; Τέτοιου είδους ανταλλαγές, φαίνεται να δημιουργούν δεδικασμένο το οποίο αργότερα μεταφέρεται αμφιθυμικά στις πιο ‘ενήλικες΄σχέσεις μας.
Σκεφτείτε το εξής παράδειγμα; ο Γιάννης είναι 30 ετών και ζει με τους γονείς του. Φυσικά έχει συμβιβαστεί με τους κανόνες του σπιτιού, γιατί στην Ελληνική οικογένεια ‘Όσο ζεις κάτω από τα κεραμίδια μου, θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ’. Κοινώς, έχει αφομοιωθεί, τον έχει καταπιεί το οικογενειακό σύστημα, πράγμα που οδηγεί σε πληθώρα συναισθημάτων στον Γιάννη. Αφ’ενός, βιώνει θυμό προς τους καταπιεστικούς γονείς. Αυτό το κομμάτι είναι το πιο εύκολο, γιατί το να αποδίδουμε την ευθύνη στους άλλους για δικές μας επιλογές πάντα εξυπηρετεί ψυχικά. Σε ένα πιο ασυνείδητο επίπεδο όμως, ο Γιάννης νιώθει θυμό και για τη δική του ανεπάρκεια, αφού αναγνωρίζει ότι έχει ξεπουληθεί για να μην ξεβολευτεί. Το συναίσθημα της δικής του ανεπάρκειας το κρύβει πίσω από οικονομικές δυσκολίες που έχει προκαλέσει η κρίση, η κυβέρνηση, ο Trump, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα, όμως ξέρει και αυτό τον θυμώνει με τον εαυτό του. Με απλά λόγια, ο Γιάννης είναι διχασμένος και αυτό τον διχασμό θα τον κουβαλήσει μαζί του όταν γνωρίσει τη Μαρία.
Η Μαρία, από την άλλη, είναι μια γυναίκα που επέλεξε να αποκοπεί, τουλάχιστον σωματικά, από το οικογενειακό σύστημα στην τρυφερή ηλικία των 20. Εργάζεται, μαγειρεύει, πλένει και κάνει όλα αυτά που κάνουν οι ενήλικες που ζουν μόνοι τους. Μέ την πάροδο των χρόνων, έχει επιχειρήσει να ζήσει με κάποιους συντρόφους της αλλά έχει καταλήξει να δηλώνει, με φεμινιστικό στόμφο, ότι οι άντρες είναι πλέον μαμάκηδες και ότι αυτή δεν πρόκειται να γίνει μητέρα κανενός. Η Μαρία μεγάλωσε και αυτή σε μία καταβροχθιστική οικογένεια και αρνείται να σχετιστεί ουσιαστικά γιατί φοβάται ότι θα αφομοιωθεί, θα απορροφηθεί από κάποιο νέο σύστημα. Σκέφτεται ότι η ίδια δεν επαναπαύτηκε στο βόλεμα της οικογένειας αλλά πάλεψε για να διαφοροποιηθεί και νιώθει κι αυτή διχασμένη; από τη μία αισθάνεται θυμό που οι γονείς της φέρονταν με τρόπους που δεν της επέτρεπαν να ανεξαρτητοποιηθεί υπό την ασφαλή στέγη του πατρικού, ενώ από την άλλη αισθάνεται θυμό για όσους προσπαθούν να διαιωνίσουν το βόλεμα τους με σπόνσορα την ίδια. Την ίδια στιγμή, νιώθει ότι αν δε συμβιβαστεί τελικά, θα παραμείνει μόνη. Και κάπου εκεί εμφανίζεται ο Γιάννης.
Αυτοί οι δύο επιφανειακά τόσο διαφορετικοί άνθρωποι θα καταλήξουν να συνεργαστούν για να μπορέσουν να αναβιώσουν τα οικογενειακά τους δυναμικά. Θα ξεκινήσει ανάμεσά τους ένα μαγικός χορός επιθυμίας και φόβου, ταύτισης, ανεξαρτησίας, αιτημάτων συσχέτισης και αφομοίωσης. Ο μεν θα αποζητά ασφάλεια και θα την πληρώνει με φαινομενική υποταγή και μετά θα θυμώνει για την υποταγή που χρωστάει και με χαρακτηριστική παθητικότητα θα απαιτεί συσχέτιση, χωρίς όμως να μπορεί να την προκαλέσει – δεν έμαθε ποτέ να το κάνει. Η Μαρία δε θα αποζητά συμμετοχή και άποψη αλλά ποτέ καμία συμμετοχή και καμία άποψη δε θα της είναι επαρκής γιατί εκείνη πάντα ξέρει καλύτερα και γι’αυτό απαιτεί υποταγή αλλά όταν αυτή της δίνεται κοροιδεύει τον ανδρισμό του συντρόφου της. Και οι δύο θα αποζητούν την υγιή αφομοίωση και ταυτόχρονα θα φοβούνται τη δυσλειτουργική αφομοίωση που είναι η μόνη που γνωρίζουν στην πράξη. Επιθυμία και φόβος θα συνυπάρχουν όσο τα βιώματα του παρελθόντος καθοδηγούν το παρόν, όσο και οι δύο επιθυμούν να παραμείνουν παιδιά, όσο φοβούνται την ενηλικίωση.
Ο παρανομαστής στην εξάρτηση και στην αποφυγή είναι πάντα ο ίδιος: φόβος για μία υγιή συσχέτιση, με ίσες δόσεις αφομοίωσης και ανεξαρτησίας, ταύτισης και ατομικότητας. Μόνο έτσι εξαφανίζεται η απειλή της εγκατάλειψης ή ο φόβος ότι οι άλλοι θέλουν να μας καταβροχθίσουν.
ΑΝΤΩΝΙΑ ΑΝΤΩΝΑ – ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ – ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑ – ΕΓΚΛΉΜΑΤΟΛΟΓΟΣ.