«Ήταν μια μαύρη ξαστεριά, ήταν οχτώ Φλεβάρη,
που ο Χάρος αποφάσισε Ξυλούρη να σε πάρει.
….
Ξυλούρη κι αν απόθανες και βρίσκεσαι στο χώμα,
ο κόσμος δεν σε βλέπει πια αλλά ακούει ακόμα,
Τσοι μελωδίες που ‘βγαζες απ’ το γλυκό σου στόμα»
(Β. Κατσαμάς)
Στις 8 Φεβρουαρίου 1980, σε ηλικία μόλις 43 χρονών, ο «Αρχάγγελος της Κρήτης», λαβωμένος θανάσιμα από την «παλιαρρώστια», έσβησε. Στην ακμή της καριέρας του, ο Νίκος Ξυλούρης μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις, ένα ταξίδι στο Memorial Hospital της Νέας Υόρκης και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μεγαλύτερη μάχη.
Το αηδόνι των απανταχού της Γης Ελλήνων, σίγησε για πάντα. Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Σχεδόν τρεις ολόκληρες γενιές ήρθαν στον κόσμο από τότε που απόθανε. Εκατοντάδες χιλιάδες νέα παιδιά γαλουχήθηκαν στη μουσική και στα ακούσματά του, χωρίς καν να τον έχουν ζήσει δευτερόλεπτο. Και όμως, η επίδραση της μοναδικής χαρακτηριστικής φωνής του, της λύρας του, της μουσικής του και του ήθους του, αποτελούν πυξίδα και μέτρο τελειότητας για κάθε επίδοξο μουσικό και για όποιον ερωτοτροπεί με την τέχνη του πολιτισμικού θεάματος.
Τον γνώρισα στο Τορόντο του Καναδά, λίγο πριν από το ταξίδι του στην Αμερική για το Memorial Hospital. Ώρες ατέλειωτες, με φανατικούς και ειλικρινείς φίλους, τον κρατούσαμε παρέα για να ξεχνιέται. Καμιά φορά, έστω σπάνια, δήθεν τυχαία, βρισκόμασταν σε καμιά μπουάτ (ήταν πολύ της μόδας τότε) ή κανένα ελληνικό νυχτερινό κέντρο, έτσι για να σκοτώνει την αναμονή για τη Νέα Υόρκη.
Κι’ όταν η παρουσία του στο Κέντρο γινόταν γνωστή, ο κόσμος κυριολεκτικά παραληρούσε και τον παρακαλούσε να πει ένα τραγούδι του, την «Ανυφαντού», τον «Ερωτόκριτο», την «Ξαστεριά», όποιο τέλος πάντων μπορούσε να παίξει η ορχήστρα. Πάντα όμως διακριτικά και με σεβασμό, γιατί όλοι γνώριζαν. Όλοι γνώριζαν για το σαράκι που κουβαλούσε και τον βασάνιζε. Κι’ αυτός, δεν τους χάλασε ποτέ χατίρι. Με εμφανή τα σημάδια της αρρώστιας πια, πάντα όμως με Σαρδονική και κροταλιστή φωνή, έδινε τον καλύτερό του εαυτό, όσο μπορούσε!
Δεν τον ξανάδα από τότε. Είδα όμως την Ουρανία, τη σεβάσμια και αξιολάτρευτη σύζυγό του, δέκα ακριβώς χρόνια μετά, το 1990. Πάλι στο Τορόντο όταν με διοργανωτή τη Μεγάλη Ελληνική του Τορόντο Κοινότητα κάναμε το 10ετές μνημόσυνό του στο Πολιτιστικό Κέντρο της Κοινότητας. Και είχα την τιμή να είμαι συνδιοργανωτής του ιστορικού εκείνου μνημόσυνου.
Και συνεχίζουμε να κάνουμε το μνημόσυνό του, από τις 8 Φεβρουαρίου 1994 ανελλιπώς μέχρι σήμερα, μια μικρή παρέα, φανατικοί θαυμαστές και φίλοι του, οι αυτοαποκαλούμενοι «ΓΛΕΝΤΟΚΟΠΟΙ ΤΩΝ ΜΑΡΙΤΣΩΝ» στο μικρό μας χωριό τα Μαριτσά, στο ακόμα πιο μικρό καφενεδάκι της πλατείας, πιστοί στο ραντεβού μας κάθε Φλεβάρη στις οχτώ. Έτσι, αθόρυβα, «όμορφα κι’ απλά», όπως του άρεσε και συνήθιζε να λέει.
Το φαινόμενο Ξυλούρη, επαναπροσδιόρισε τους όρους και τα όρια, τα ήθη και τα έθιμα του Ελληνικού Λαϊκού Πολιτισμού. Ανακατάταξε τις προτιμήσεις των Ελλήνων στη μουσική και τα ακούσματα των μουσικών οργάνων. Μεταλαμπάδευσε το πάθος για την κρητική μουσική, όχι μόνο εκτός Κρήτης αλλά και στα πέρατα της Γης. Αλλοδαποί μουσικοί άρχισαν να επισκέπτονται την Ελλάδα για να μελετήσουν «τον Ψαρονίκο». Η φωνή του, γάργαρο νερό που κροτάλιζε στο ρυάκι, το ήθος του αταλάντευτο και η λεβεντιά του απαράμιλλη, Αρχάγγελος πραγματικός. Το Ριζίτικο, δεν ήταν πια κτήμα μόνο της μάνας Κρήτης. Έγινε κτήμα όλης της Ελλάδας και του κάθε Έλληνα, όπου και να ζούσε.
Στη Ρόδο, διακινδυνεύω να πω, ας το αξιολογήσουν οι ειδικοί ότι, ήταν ο Νίκος Ξυλούρης, ο οποίος με τη λύρα του και τη μουσική του «συνέβαλε», χωρίς να το επιδιώξει ή να το επιθυμεί φυσικά, στη σχεδόν εξαφάνιση του βιολιού και του κλαρίνου. Αν προσπαθήσουμε να θυμηθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι οι τελευταίοι βιολιτζήδες στη Ρόδο υπήρχαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Έκτοτε, άρχισαν να αραιώνουν δραματικά. Οι νεότεροι, συνεπαρμένοι από τα ακούσματα της λύρας και τη θεαματική φιγούρα και προσωπικότητα του «Αρχαγγέλου της Κρήτης» γέμισαν τα ωδεία και τα μουσικά εργαστήρια της Ρόδου για να μάθουν λύρα. Αποτέλεσμα, σήμερα να υπάρχουν μόνο ένας ή δύο αξιόλογοι βιολιτζήδες. Φυσικά, τη Ρόδο πάντα την συνέδεε, για πολλούς ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, μια βαθιά παθιασμένη και αθεράπευτη σχέση αγάπης με την Κρήτη.
Ο Ξυλούρης γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα οχτώ του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια και ανίψια του είναι σήμερα γνωστοί και άξιοι μουσικοί της κρητικής μουσικής και παράδοσης όπως ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης), Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης), Γιώργης Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) και άλλοι πολλοί.
Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια.
Η γνωριμία του με την Ουρανία Μελαμπιανάκη οδήγησε στο γάμο τους, στις 21 Μαΐου του 1958, και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης. Για να είμαστε ακριβείς, την Ουρανία την έκλεψε από τους γονείς της όπως οι δυο τους είχαν συμφωνήσει.
Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος (ο οποίος σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 2015) και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Τη χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχούσε για την επιβίωσή του.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζύγου του, Ουρανίας Ξυλούρη, η ανάδειξη του Ξυλούρη, παρά τα κατά καιρούς και πηγές διαφορετικά λεγόμενα, οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Στη συνέχεια, πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”. Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.
Η δισκογραφία του εν ζωή είναι η παρακάτω:
• Μια μαυροφόρα που περνά (1958)
• Ανυφαντού (1969)
• Ο Ψαρονίκος (1970)
• Μαντινάδες και χοροί (1970)
• Χρονικό (1970)
• Ριζίτικα (1971)
• Διάλειμμα (1972)
• Ιθαγένεια (1972)
• Διόνυσε καλοκαίρι μας (1972)
• Ο τροπικός της Παρθένου (1973)
• Ο Ξυλούρης τραγουδά για την Κρήτη (1973)
• Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους (1973)
• Περήφανη ράτσα (1973)
• Ακολουθία (1974)
• Το μεγάλο μας τσίρκο (1974)
• Παραστάσεις (1975)
• Ανεξάρτητα (1975)
• Κομέντια, η πάλη χωρικών και βασιλιάδων (1975)
• Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
• Τα πού θυμούμαι τραγουδώ (1975)
• Κύκλος Σεφέρη (1976)
• Ερωτόκριτος (1976)
• Η συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης (1976)
• Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι (1977)
• Τα ερωτικά (1977)
• Τα Ξυλουρέικα (1978)
• Τα αντιπολεμικά (1978)
• Σάλπισμα (1978)
• 14 χρυσές επιτυχίες (1978)
Η δε μετά θάνατον δισκογραφία του είναι:
• Τελευταία ώρα Κρήτη (1981)
• Νίκος Ξυλούρης (1982)
• Πάντερμη Κρήτη (1983)
• Ο Δείπνος ο μυστικός (1984)
• Σταύρος Ξαρχάκος:Θεατρικά (1985)
• Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον ελληνικό κινηματογράφο (1988)
• Η συναυλία στο Ηρώδειο 1976 (1990)
• Το χρονικό του Νίκου Ξυλούρη (1996)
• Νίκος Ξυλούρης (2000)
• Η ψυχή της Κρήτης (2002)
• Ήτανε μια φορά… (2005)
• Του Χρόνου Τα Γυρίσματα (2005)
• Ήτανε Μια Φορά… Και Έμεινε Για Πάντα! (2017)
Αιωνία του η μνήμη!
Λάζαρος Κασέκας,
Ένας φίλος από τα παλιά.