Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλωσσικὴ παρακαταθήκη
Ἡ ὁμηρικὴ λέξη ἑωσφόρος (Ἦμος δ’ ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Ψ, 226) συναντᾶται μόνον ἅπαξ στὴν Ἁγία Γραφή, στὸν Προφήτη Ἡσαΐα (14,12).
Στὸ χωρίο αὐτὸ μονολογεῖ ὁ μονάρχης τῆς Βαβυλῶνος ποὺ ἔχει θεοποιήσει τὸν ἑαυτόν του:
«πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων; συνετρίβη εἰς τὴν γῆν ὁ ἀποστέλλων πρὸς πάντα τὰ ἔθνη, σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βοῤῥᾶν».
Αὐτὸς ὁ λόγος, ὅπως φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ κείμενο, λέγεται γιὰ ἄνθρωπο γιὰ τον βασιλέα της Βαβυλῶνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐδῶ ἑωσφόρος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στηριζόμενοι στὸ κατὰ Λουκᾶν 10,18, διεῖδαν ὅτι ὁ Ἡσαΐας ὑπαινίσσεται τὴν πτώση τοῦ Ἑωσφόρου σὲ Διάβολο. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία ἐπικράτησε νὰ ὀνομάζεται ὁ Σατανᾶς Ἑωσφόρος.
Ἑωσφόρος, σκότος διὰ τὴν ἔπαρσιν καὶ γενόμενος, καὶ λεγόμενος, αἵ τε ὑπ’ αὐτὸν ἀποστατικαὶ δυνάμεις, δημιουργοὶ τῆς κακίας, τῇ τοῦ καλοῦ φυγῇ, καὶ ἡμῖν πρόξενοι (Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, PG 36, 321).
Ἑωσφόρο λέμε τὸν ἀλαζόνα. Ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρο προῆλθε τὸ ἐπίθετο ἑωσφορικός: ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία/ἔπαρση/συμπεριφορά/ὀντότητα, ἑωσφορικὸς ἐγωισμός.
Ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης [< ἕως«αυγή» + –φορος (< φέρω)] ἑωσφόρος εἶναι αὐτὸς ποὺ φέρνει, ποὺ προαναγγέλλει τὴν αὐγή.
enromiosini