Γράφει ο αρισταρχος
Σας ακούω, σας βλέπω στην τηλεόραση. Δεν, δυστυχώς σας βλέπω στον δρόμο.
Με πονάτε, με εξαγριώνετε, με ποδοπατάτε.
Μου πήρατε το γέλιο, τα ενδιαφέροντα.
Δεν έχω όρεξη να δω ποδόσφαιρο, να πάω ένα θέατρο. Εγώ που λάτρευα τον κινηματογράφο, εγώ που λάτρευα την ζωή.
Πάντα ήμουν χαρωπός, και με κάνατε σκυθρωπό, νευρικό, έτοιμο για καβγά. Έγινα απότομος, μιλώ άσχημα στο σπίτι μου, στους συνανθρώπους μου.
Και μόνο που σας βλέπω, σας ακούω, νιώθω να ανεβάζω ατμό.
Θα εκραγώ!
Και θάναι μια έκρηξη που θα σηκώσει τέτοιο ωστικό κύμα που θα σας πάρει όλους.
ΟΛΟΥΣ!
Τ’ ακούτε; Χοντροί, λιγνοί, κοντοί, ψηλοί . Τριακόσιοι ανεγκέφαλοι. ΟΛΟΥΣ!
Δεν αντέχω άλλο.
Δεν έχω να πληρώσω, ότι η βλακεία σας βαπτίζει υποχρέωση. ότι η ιδιοτέλειά σας αποκαλεί “διάσωση”, ότι τ’ αφεντικά σας αποκαλούν χρέος.
Δεν έχω να ταϊσω την οικογένειά μου σωστά.
Δεν έχω να πληρώσω πετρέλαιο για την θέρμανση.
Μου απειλείτε θα μου κόψετε το ηλεκτρικό, το τηλέφωνο, το νερό. Να μου πάρετε το σπίτι, να μου γκρεμίσατε την παράγκα που έχτισα ΜΟΝΟΣ.
Σε ποια Ελλάδα νομίζετε ότι θα συνεχίσετε να ζείτε, εσείς και οι συγγενείς σας.
Ποιο λαγούμι θα είναι τόσο μεγάλο και τόσο βαθύ για να σας κρύψει.
Ξεπεράσατε τα όριά μου κατά πολύ. Και οικονομικά, και Εθνικά.
Για το Θεό, δεν το βλέπετε; Δεν καταλαβαίνετε, ο τυφώνας πλησιάζει, και σεις θα είστε απροστάτευτοι. Μ’ αφήσατε χωρίς οράματα, ελπίδα, ΖΩΗ.
Δεν θα κυκλοφορείτε πια στους δρόμους ούτε με χίλιους φύλακες.
Δεν θα τολμάτε να πάτε ούτε στην απονομή πτυχίου της αγαπημένης σας κόρη .
Δεν θα τολμάτε να αναπνεύσετε, να δείτε θάλασσα.
ΦΥΓΕΤΕ! ΦΥΓΕΤΕ ΤΩΡΑ!
Αύριο θα είναι αργά, και για σας και για εμάς.
Δεν θα υπάρξει αύριο.
αἰέν ἀριστεύειν