Ο τραγικός θάνατος των παπάδων του Αϊβαλιού (Ηλίας Βενέζης)
«6 Σεπτ.1922. Τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού ήλθαν από την Σμύρνη για να καταλάβουν το Αίβαλή. …Το ίδιο βράδυ κηρύχτηκε ό στρατιωτικός νόμος. Ύστερα βγήκε ή φοβερή διαταγή: «Να παρουσιασθούν όλοι οι άνδρες από 18-45 χρονών». Τους μάζεψαν, τους δέσαν, τους μεταφέρανε έξω από την πόλη καί τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι καί στις χαράδρες…Από αυτή την ομαδική στρατολογία καί σφαγή είχαν εξαιρέσει τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Αυτούς τους πήγαν σ’ένα λόφο λεγόμενο «Μπογιά” καί τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας
μόνο γλύτωσε καί είπε το τι έγινε. Τέλος πιάσαν τον Δεσπότη καίτους παπάδες… Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων πού οιΤούρκοι όδηγούσανε στο εσωτερικό τηςΑνατολής. Γυμνοί,πεινασμένοι,διψασμένοι,καταματωμένοι,είχαμε φθάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη.Την άλλη μέρα άνοιξε ή πόρτα καί μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων.Ήταν οι παπάδες του Άιβαλιού:άλλοσούσουμοι,καταματωμένοι,με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι,άγριοι άπ’ τη μαρτυρική πορεία. Ό Κυδωνιών Γρηγόριος,αν καί είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξωάπ’ το Άϊβαλή,οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με μερικούς άλλους καί τον παραδώσανε σ’ένα απόσπασμα εκτελεστικό πού είχε, εκτός άπ’ τα όπλα, καί φτυάρια. Οί άλλοι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σάν πέρασε λίγη ώρα, άκούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε:
“Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους”.Άπ’ την Πέργαμο συνεχίσαμε τη μαρτυρική πορεία προς το εσωτερικό της Ανατολής.Έξω άπ’ την Πέργαμο σκότωσαν τον γερο-παπά της ενορίας μας,πού δεν μπορούσε να βαδίση. Τον παραδώσανε στον όχλο – στους πολίτες καί στα παιδιά – πούπαρακολουθούσαν τη θλιβερή θεωρία. Κι ό όχλος τον σκότωσε μπρος στα μάτια μας με λιθοβολισμό.Φτάσαμε στο Κιρκαγάτς. Εκείνη ,τη νύχτα, οί Τούρκοι ξεχώρισαν τους παπάδες καί τους πήραν δεμένους να τους πάνε στο ‘Αξάρι. Μάθαμε αργότερα πώς τους σκότωσαν όλους στο δρόμο. Από τους 3.000 άνδρες πού πιάσανε οί Τούρκοι στο ‘Αϊβαλή, σώθηκαμε καί φτάσαμε, ύστερα από δεινά πολλά, στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές (αριθμός 23).
Ένα πλήθος χάθηκε άπ’ το μαχαίρι του Τούρκου στίς χαράδρες του Σίπιλου της Μαγνησίας. Εγώ ό ίδιος δούλεψα μήνες αργότερα, ως σκλάβος των Τούρκων, σε τούτη την αγγαρεία για να μεταφέρουμε τα κόκκαλα των σφαγμένων καί να τα κρύψουμε στο βάθος χαράδρας,επειδή τα νερά τα είχαν κατεβάσει προς τη σιδηροδρομική γραμμή. Υπήρχαν, μεςστους σκελετούς, πολλά παιδιά καί γυναίκες: δεμένα χέρι – χέρι, με σύρμα. Το θέαμα πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή ήταν άκομψο. Καί επρόκειτο να έρθη μια διεθνής επιτροπή υπό τον Ισπανό στρατηγό Ντελάρα, για να δη πώς διαβιούμε στα Εργατικά Τάγματα. Δεν έπρεπε να δη την εικόνα καί να σχηματίσει κακή ιδέα για τους Τούρκους».
Από το βιβλίο του ακαδημαικού Ηλία Βενέζη- «Μικρασία, Χαίρε» (έκδ. Εστίας)