Σε δεινή θέση η ελληνική οικονομία σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή- Μεταξύ 4,4% και 9,4% η εκτίμησή του για την ύφεση το τρέχον έτος- 8/10 επιχειρήσεις με μείωση τζίρου
Μεταξύ 4,4% και 9,4% τοποθετεί την εκτίμησή του για την ύφεση της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεσή του.
Παράλληλα, ηχηρό «καμπανάκι» κρούεται και για την ανεργία, μιας και εκτιμάται ότι η δραματική μείωση προσλήψεων το περασμένο δίμηνο λόγω του lockdown θα αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα τους επόμενους μήνες, όταν θα είναι σαφώς πιο αισθητές οι επιπτώσεις της πανδημίας.
Η σύνοψη
Το πρώτο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 στην παγκόσμια και στην ελληνική οικονομία. Τα διαθέσιμα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας μας δεν έχουν αποτυπώσει ακόμα το σύνολο των επιπτώσεων της πανδημίας. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν πλήρως στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου.
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν μείωση του πληθωρισμού και διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στην αγορά εργασίας δεν έχουν δημοσιευτεί στοιχεία απασχόλησης και ανεργίας μετά τον Φεβρουάριο, ωστόσο οι ροές μισθωτής απασχόλησης του συστήματος Εργάνη για τον Μάρτιο και Απρίλιο καταγράφουν μια δραματική μείωση των προσλήψεων που αναμένεται να αποτυπωθεί στο ποσοστό ανεργίας των επόμενων μηνών.
Σημαντική επιδείνωση καταγράφουν και οι βραχυχρόνιοι δείκτες, ιδιαίτερα εκείνοι των προσδοκιών όπως ο δείκτης οικονομικού κλίματος και ο PMI.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου δείχνουν υστέρηση 1,3 δις ευρώ σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και αναμένεται να διευρυνθεί στους επόμενους μήνες. Στα θετικά στοιχεία περιλαμβάνεται το γεγονός ότι επιτεύχθηκε η άρση του περιορισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, το να μη συμπεριληφθούν όλες οι δημοσιονομικές δαπάνες στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος και η επιτυχημένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, με την έκδοση επταετούς ομολόγου και τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων με σχετικά χαμηλές αποδόσεις.
Τα ανωτέρω δείχνουν τη σχετική διατήρηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς επενδυτές και ότι το ελληνικό δημόσιο διατηρεί ακέραια την πρόσβαση στον εξωτερικό δανεισμό, υποβοηθούμενο από τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο νέο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας της ΕΚΤ.
Η πανδημία του COVID-19 φαίνεται να μπαίνει σε φάση ύφεσης και οι περισσότερες χώρες του κόσμου ακολουθούν πολιτικές σταδιακού ανοίγματος των οικονομικών δραστηριοτήτων και άρσης των περιοριστικών μέτρων. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση των οικονομικών παρεμβάσεων «έκτακτης ανάγκης» που κάλυψαν προσωρινά τις εισοδηματικές απώλειες εργαζομένων και επιχειρήσεων και ανέστειλαν την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, η επερχόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα απαιτήσει ένα νέο κύκλο παρεμβάσεων, με στόχο το περιορισμό της έντασης και της διάρκειας της ύφεσης.
Οι οικονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του κορωνοϊού δεν θα οδηγήσουν σε μόνιμη υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Δηλαδή, θα πρέπει να αποφευχθεί μια παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, μια συνεχιζόμενη κάμψη των επενδύσεων και μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία μιας πιο ανθεκτικής και εξωστρεφούς οικονομίας με έμφαση σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ειδικευμένης εργασίας. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη επιστροφή στην αγορά εργασίας των εργαζομένων που θα βρεθούν στην ανεργία λόγω της κρίσης του κορωνοϊού.
Ένα ζήτημα που δεν έχει συζητηθεί αρκετά, αφορά το επιπρόσθετο κόστος που προκαλούν οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το άμεσο δημοσιονομικό βάρος των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, χωρίς τις εγγυήσεις, φτάνει τα 10 δις ευρώ, δηλαδή 5,35% του ΑΕΠ. Με δεδομένες τις σχετικές υποθέσεις για το μέγεθος της ύφεσης (-4,7% στο βασικό σενάριο) το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2020 αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ και το χρέος σε 188,8% του ΑΕΠ.
Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών. Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο.
Το δεύτερο – και κρισιμότερο – ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια.
Προβλέψεις για την Ελληνική Οικονομία
Η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 και οι εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία θα επιφέρουν σημαντική ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2020.
Σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού για τις Οικονομικές Συνέπειες του COVID-19 (Απρίλιος 2020) αναμένεται μεγάλη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 και σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος και του δημόσιου χρέους. Οι προβλέψεις οικονομικής μεγέθυνσης υποθέτοντας δημοσιονομική επέκταση 10 δις και τρία σενάρια για την ταχύτητα επαναφοράς αναπαράγονται στον παρακάτω πίνακα.
Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλλε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το 2020 είναι -4,7% (5,1% για το 2021), η ανεργία θα φτάσει το 19,9% (16,4% το 2021), το πρωτογενές αποτέλεσμα θα καταγράψει έλλειμμα -1,9% του ΑΕΠ (πλεόνασμα 2,5% το 2021) και το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 188,8% του ΑΕΠ (176,8% το 2021). Οι προβλέψεις αυτές είναι σχετικά κοντά στο σενάριο της γρήγορης επαναφοράς των αντίστοιχων δικών μας, με εξαίρεση το ποσοστό ανεργίας. Το τελευταίο θα εξαρτηθεί από το βαθμό που τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων θα έχουν ως αυστηρή προϋπόθεση τη διατήρηση του υφιστάμενων θέσεων εργασίας. Αν αυτή η προϋπόθεση διατηρηθεί, η αύξηση της ανεργίας θα προέλθει περισσότερο από τη μείωση των προσλήψεων και λιγότερο από την αύξηση των απολύσεων, με συνέπεια να περιοριστεί σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που προβλέπουμε. Σημειώνουμε επίσης ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας αναφέρει ένα δυσμενές σενάριο ύφεσης -7,9% για το 2020 που αναμένεται να διευρύνει το πρωτογενές έλλειμμα σε -2,8%.
Σύμφωνα με World Economic Outlook του ΔΝΤ (Απρίλιος 2020) η Ελλάδα προβλέπεται να καταγράψει ύφεση -10% το 2020 και μεγέθυνση 5,1% το 2021. Η ανεργία θα αυξηθεί στο 22,3% το 2020, ενώ το 2021 μειώνεται στο 19,0%. Στα δημοσιονομικά μεγέθη που παρουσιάζονται στο Fiscal Monitor, το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2020 θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα -5,1% του ΑΕΠ και το 2021 θα περιοριστεί οριακά σε έλλειμμα -4,4%. Το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 200,8% του ΑΕΠ το 2020 και το 194,8% το 2021.
Σύμφωνα με τις Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάιος 2020), η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει ύφεση -9,7% το 2020, ενώ το 2021 ο ρυθμός μεγέθυνσης προβλέπεται 7,9%. Η ανεργία θα φτάσει το 19,9% το 2020 και το 16,8% το 2021. Το πρωτογενές έλλειμμα του 2020 προβλέπεται -3,6% και -0,6% το 2021 (υποθέτοντας πληρωμές τόκων 2,8% και 2,7% για το 2020 και 2021). Το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 196,4% το 2020 και το 182,6% το 2021.
ΑΕΠ και συνιστώσες
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης 1,9% το 2019 σε σχέση με το 2018 (έναντι 1,2% στην Ευρωζώνη), διατηρώντας τη θετική πορεία των προηγούμενων δύο ετών.
Με βάση τα στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2019, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης 1,0% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 (έναντι 1,0% στην Ευρωζώνη), ωστόσο, σε τριμηνιαία βάση υποχώρησε κατά 0,7%.
Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2019 (1,9%) με βάση τα ετήσια στοιχεία οφείλεται κυρίως στη θετική συμβολή της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (+0,8%), της Δημόσιας Κατανάλωσης (+2,1%), των Επενδύσεων (Ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) (+4,7%), καθώς και των Εξαγωγών (+4,8%). Αντίθετα, η αύξηση των Εισαγωγών (+2,5%) είχε αρνητική συμβολή στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ.
Η αύξηση των επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) συνολικά για το 2019 σε ετήσια βάση οφείλεται κατά κύριο λόγο στις κατηγορίες Κατοικίες (ετήσια αύξηση 11,5%) και Εξοπλισμός μεταφορών (ετήσια αύξηση 37,7%). Αντίθετα, οι κατηγορίες επενδύσεων που παρουσίασαν αρνητική μεταβολή ήταν τα Αγροτικά προϊόντα (ετήσια μείωση 3,5%) και οι Άλλες κατασκευές (ετήσια μείωση 5,1%).
Αναφορικά με τους βραχυχρόνιους δείκτες, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (Economic Sentiment Indicator, ESI) διαμορφώθηκε στις 99,3 μονάδες τον Απρίλιο του 2020, αισθητά μειωμένος σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019 (110,4), και επίσης μειωμένος σε σχέση με τον ESI του αντίστοιχου μήνα του 2019 (102,0). Ο Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής παρουσίασε τον Μάρτιο του 2020 αύξηση κατά 0,6% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, κυρίως εξαιτίας της αύξησης κατά 2,0% του Δείκτη Μεταποίησης. Τέλος, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών στη Μεταποίηση (PMI) διαμορφώθηκε στις 29,5 μονάδες τον Απρίλιο του 2020, αισθητά χαμηλότερα σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2020 (42,5). Βασικός παράγοντας της υποχώρησης του δείκτη ήταν η εντονότερη συρρίκνωση της παραγωγής στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα που έχει καταγραφεί σε διάστημα 21 ετών (από την αρχή συλλογής στοιχείων τον Μάιο του 1999).
Ο σημαντικότερος εξωγενής κίνδυνος για την ελληνική οικονομία συνδέεται με την εξέλιξη της πανδημίας καθώς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κλάδους που επηρεάζονται έντονα από τα περιοριστικά μέτρα (μεταφορές, τουρισμό, εμπόριο, εστίαση, ψυχαγωγία, εφοδιαστικές αλυσίδες) και οι επιπτώσεις θα φανούν στη δυνατότητα των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους κλάδους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
O παγκόσμιος χαρακτήρας της οικονομικής κρίσης θα μειώσει τα εισοδήματα στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας και κατά συνέπεια θα μειώσει τον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης μέσω της μείωσης των εξαγωγών. Αν μάλιστα ο προστατευτισμός των εσωτερικών βιομηχανιών από τις χώρες της ΕΕ ενταθεί, τότε η αρνητική εξέλιξη των ελληνικών εξαγωγών στην ΕΕ θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Η γενικότερη οικονομική επιβράδυνση, η μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί και η περιορισμένη ρευστότητα με την σειρά τους θα προκαλέσουν αύξηση στο πριμ κινδύνου (risk premium) για την πραγματοποίηση μιας επένδυσης μειώνοντας τις επενδύσεις και συνεπώς μειώνοντας ακόμα περισσότερο τον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης. Επιπλέον, η αστάθεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών θα μπορούσε να αντιστρέψει την συνεχιζόμενη υποχώρηση (μέχρι και το ξέσπασμα της πανδημίας) του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και συνακόλουθα για τον ιδιωτικό τομέα. Ο κίνδυνος αυτός αφορά κατά κύριο λόγο την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του νέου έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας της ΕΚΤ.
Σημαντικός επίσης είναι ο κίνδυνος επιδείνωσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της κρίσης του κορωνοϊού, αφού περιορίζει την ικανότητά του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία.
Ρευστότητα
Ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζει την καθοδική του πορεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Μάρτιο του 2020 το υπόλοιπο των δανείων ήταν 147,3 δις ευρώ, μειωμένο κατά 14,6 δις ευρώ (-9,0%) σε ετήσια βάση και κατά 6,5 δις ευρώ (-4,2%) σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 2019.
Αναφορικά με τις καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφουν το ποσό των 145,1 δις ευρώ τον Μάρτιο του 2020, αυξημένες κατά 11,8 δις ευρώ (8,9%) σε ετήσια βάση και αυξημένες κατά 1,97 δις ευρώ (1,4%) σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019.
Οι ακαθάριστες ροές νέων δανείων (δηλαδή, το σύνολο δανείων τακτής λήξης χωρίς την αφαίρεση των αποπληρωμών εκ μέρους των δανειοληπτών) αυξήθηκαν τον Μάρτιο του 2020 (2.709 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 που διαμορφώθηκαν στα 1.705 εκατ. ευρώ). Τα νέα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν (από 1.315 εκατ. ευρώ σε 2.335 εκατ. ευρώ) ενώ τα άλλα νέα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, ελεύθεροι επαγγελματίες) μειώθηκαν ελαφρώς (από 390 εκατ. ευρώ σε 374 εκατ. ευρώ).
Πληθωρισμός
Ο πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ανήλθε τον Μάρτιο του 2020 στο 0,2% σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μειωμένος τόσο σε σχέση με τον Μάρτιο του 2019 (1,0%) όσο και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (0,4%).
Ο «πυρήνας» του πληθωρισμού (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα), παραμένει χαμηλός στο 0,5% τον Μάρτιο του 2020 αν και αυξημένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (0,0). Στην Ευρωζώνη, ο εναρμονισμένος δείκτης αυξήθηκε σε ετήσια βάση τον Μάρτιο του 2020 κατά 0,7%, ενώ ο «πυρήνας» του πληθωρισμού διαμορφώθηκε σε 1,2%.
Ανεργία
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το τέταρτο τρίμηνο του 2019 διαμορφώθηκε στο 16,8%, μειωμένο σε ετήσια βάση από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 (18,7%), αλλά αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (16,4%).
Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό ανεργίας το τέταρτο τρίμηνο του 2019 διαμορφώθηκε στο 7,4%, αυξημένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε τριμηνιαία βάση και μειωμένο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση.
Σύμφωνα με την Μηνιαία Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Φεβρουάριο του 2020 διαμορφώθηκε σε 16,1% έναντι 18,4% τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους και 16,2% τον Ιανουάριο του 2020. Ο αριθμός των ανέργων τον Φεβρουάριο του 2020 ανήλθε σε 745.948 άτομα, μειωμένος κατά 125.419 άτομα σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2019 (-14,4%) και κατά 13.527 άτομα σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 (-1,8%).
Η ανεργία στους νέους κάτω των 25 ετών αυξήθηκε στο 34,0% το τέταρτο τρίμηνο του 2019 από 32,4% το τρίτο τρίμηνο του 2019, παρουσιάζοντας, όμως μείωση σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018 (40,0%). Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη το τέταρτο τρίμηνο του 2019 ήταν 15,5%, αμετάβλητο σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2019, αλλά μειωμένο σε ετήσια βάση (16,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2018). Επιπλέον, σύμφωνα με τη Μηνιαία Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 35,6% τον Φεβρουάριο του 2020 έναντι 36,5% τον Φεβρουάριο του 2019.
Με βάση τα ετήσια στοιχεία της Eurostat το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 19,3% το 2018 σε 17,3% το 2019. Το αντίστοιχο μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη το 2019 ήταν 7,6% (από 8,2% το 2018). Η ανεργία στους νέους κάτω των 25 ετών ήταν 35,2% το 2019, μειωμένη από το 39,9% το 2018. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωζώνη ήταν 15,7% το 2019 και 16,9% το 2018.
Συμπερασματικά, η ανεργία συνεχίζει την αποκλιμάκωσή της από το 2014, ωστόσο παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα καθώς η μείωσή της γίνεται με σαφώς αργότερο ρυθμό από εκείνο της αύξησής της κατά την περίοδο 2009-2013.
Απασχόληση
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας Έρευνας Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για το τέταρτο τρίμηνο του 2019, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,8% (68,1 χιλ. άτομα) σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, και μειώθηκε κατά 1,8% (70,1 χιλ. άτομα) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Με βάση τα μηνιαία στοιχεία το σύνολο των απασχολούμενων τον Φεβρουάριο του 2020 ανήλθε σε 3.888.595 άτομα, αριθμός αυξημένος κατά 14.451 άτομα σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2019 (0,4%) και μειωμένος κατά 28.467 άτομα σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 (0,7%).
Η μερική και η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκαν στο τέταρτο τρίμηνο του 2019. Πιο συγκεκριμένα, η μερική απασχόληση διαμορφώθηκε στο 9,4% του συνόλου της απασχόλησης (έναντι 9,1% στο τέταρτο τρίμηνο του 2018) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη είναι 21,4% (έναντι 21,3% πέρσι). Η προσωρινή απασχόληση αύξησε το ποσοστό της στο 12,4% του συνόλου των μισθωτών (έναντι 10,6% στο τέταρτο τρίμηνο του 2018), ενώ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 15,7% (έναντι 16,2% πέρσι).
Ροές μισθωτής εργασίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας που τηρούνται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, το πρώτο τετράμηνο του 2020 καταγράφηκαν 512.791 προσλήψεις και 539.940 αποχωρήσεις διαμορφώνοντας ένα αρνητικό ισοζύγιο 27.149 θέσεων μισθωτής εργασίας (από θετικό ισοζύγιο 159.775 στο πρώτο τετράμηνο του 2019).
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η κατάρρευση των προσλήψεων στους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Η μερική (και εκ περιτροπής) απασχόληση αντιστοιχούσε στο 52,5% των νέων προσλήψεων για την ίδια περίοδο του 2020, ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 (53,9%).
Δημοσιονομικά στοιχεία Ιανουαρίου – Μαρτίου 2020
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το πρώτο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου του 2020 εμφανίζεται μικρότερο κατά 1.287 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει μειωμένο ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα κατά 948 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται μειωμένα τα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα κατά 729 εκατ. ευρώ και τα φορολογικά έσοδα κατά 81 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα του ΠΔΕ εμφανίζονται αυξημένα κατά 24 εκατ. ευρώ.
Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 172 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ κατά 264 εκατ. ευρώ καθώς και αύξηση των δαπανών για τόκους κατά 107 εκατ. ευρώ, ενώ οι Πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού μειώθηκαν κατά 199 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα Νομικά Πρόσωπα εμφανίζουν αυξημένα έσοδα κατά 94 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 57 εκατ. ευρώ, καταλήγοντας σε ένα ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα αυξημένο κατά 38 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019. Η αύξηση των εσόδων των Νομικών Προσώπων οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αυξημένες μεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 132 εκατ. ευρώ.
Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης καταγράφουν αυξημένα έσοδα κατά 89 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 106 εκατ. ευρώ, με συνέπεια το πρωτογενές πλεόνασμά τους να είναι μειωμένο κατά 17 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019. Η αύξηση των εσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης οφείλεται κυρίως στις αυξημένες μεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 82 εκατ. ευρώ και στα αυξημένα λοιπά έσοδα (πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών) κατά 50 εκατ. ευρώ (το στοιχείο αυτό δεν φαίνεται στη συνοπτική ταξινόμηση του πίνακα που ακολουθεί).
Οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης καταγράφουν αυξημένα έσοδα κατά 55 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 523 εκατ. ευρώ, με συνέπεια την μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματός τους κατά 468 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019. Η αύξηση των εσόδων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης οφείλεται κυρίως στις αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές κατά 112 εκατ. ευρώ.
Τέλος, η μεγαλύτερη αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 413 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου του 2020 έναντι μικρότερης αύξησης κατά 178 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 είχε περισσότερο αρνητική επίπτωση στο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το πρώτο τρίμηνο του 2020.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΚΘΕΣΗ Α’ ΤΡΙΜΗΝΟΥ