Η πανδημία προκαλεί μεγάλες διαφορές στο εισόδημα, τον πλούτο και τις ευκαιρίες
Η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει την τρέχουσα πορεία της του μετριασμού του οικονομικού σοκ της πανδημίας με στοχευμένα μέτρα που επεκτείνουν το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και βοηθούν τα ζημιωμένα και ευάλωτα τμήματα του ιδιωτικού τομέα, εστιάζοντας περισσότερο στους ανθρώπους παρά στις εταιρείες.
Καθώς τμήματα των Ηνωμένων Πολιτειών αρχίζουν να ανοίγουν μετά από μήνες lockdown λόγω του κορωνοϊού, αυξάνεται η ελπίδα ότι κάτι που να μοιάζει με οικονομική ομαλότητα θα μπορούσε να βρίσκεται στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτή η ελπίδα θα μπορούσε ακόμη να εξαλειφθεί λόγω των παρατεταμένων αβεβαιοτήτων για την υγεία, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, οποιαδήποτε από τις οποίες θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάκαμψη. Αλλά για τα λιγότερο τυχερά τμήματα του πληθυσμού, ο περισσότερος οικονομικός πόνος είναι σχεδόν μια βεβαιότητα.
Μακριά από τον «μεγάλο ισοπεδωτή» (“great equalizer”) όπως ορισμένοι αρχικά ονόμαζαν την πανδημία, η COVID-19 χτύπησε την οικονομία των ΗΠΑ με τρόπο που επιδείνωσε τις ανισότητες στο εισόδημα, τον πλούτο και τις ευκαιρίες. Ελλείψει μιας έγκαιρης πολιτικής απόκρισης, αυτή η αρνητική τάση θα μπορούσε να αρχίσει να αυτο-ενισχύεται, καθώς το ένα εξουθενωτικό εμπόδιο για τους μειονεκτούντες αυξάνει τις πιθανότητες ενός άλλου.
Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και ανησυχητικά και θα επιδεινωθούν προτού βελτιωθούν. Το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 30% ή περισσότερο αυτό το τρίμηνο. Περισσότεροι από 40 εκατομμύρια εργαζόμενοι, ή περίπου το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, έχουν υποβάλει αιτήσεις ανεργίας τους τελευταίους τρεις μήνες. Το ποσοστό ανεργίας είναι πιθανό να πλησιάσει –και θα μπορούσε ακόμη και να ξεπεράσει– το ρεκόρ του 25% που τέθηκε κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Και όλα αυτά παρά την τεράστια προσπάθεια ανακούφισης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που κοστίζει σχεδόν 6 τρισεκατομμύρια δολάρια ή το 28% του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2019.
Τα διανεμητικά χαρακτηριστικά των απωλειών εργασίας και εισοδήματος είναι ακόμη πιο ανησυχητικά. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, το 39% των εργαζομένων σε νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα κάτω των 40.000 δολαρίων απολύθηκε ή τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Οι γυναίκες έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά, όπως και οι μειονότητες: από τις 20,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που εξαφανίστηκαν τον Απρίλιο, το 55% αφορούσε στις γυναίκες, αυξάνοντας το ποσοστό ανεργίας για τις γυναίκες στο 15% και το ποσοστό για τις Αφροαμερικανίδες και τις ισπανόφωνες στο 16,4% και 20,2%, αντίστοιχα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία υπήρξε άνιση στις πιθανότητες για την ανεργία.
Εκείνοι των οποίων οι δουλειές άντεξαν στο σοκ της COVID-19 είναι δυσανάλογα περισσότερες σε σχετικά υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα που μπορούν να διευθετήσουν ρυθμίσεις για εργασία από το σπίτι. Σύμφωνα με ερευνητές στο Ινστιτούτο Becker Friedman του Πανεπιστημίου του Σικάγο, περίπου το ένα τρίτο των θέσεων εργασίας των ΗΠΑ μπορεί να γίνει εξ αποστάσεως, αλλά υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις ανά τομέα -αποκλίσεις που διευρύνονται περαιτέρω όταν προσαρμόζονται στα εισοδήματα. Για παράδειγμα, ενώ το 76% των (κυρίως καλά αμειβομένων) εργασιών στα χρηματοοικονομικά και στις ασφάλειες μπορεί να γίνει από το σπίτι, το ίδιο ισχύει για μόλις το 3% των (κυρίως χαμηλά αμειβομένων) θέσεων εργασίας στον τομέα των τροφίμων και των υπηρεσιών.
Στο κάτω άκρο της μισθολογικής κλίμακας, οι θέσεις εργασίας που δεν έχουν εξαφανιστεί βρίσκονται συχνά σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία και σούπερ μάρκετ. Όταν οι εργαζόμενοι σε αυτές τις θέσεις εργασίας αρρωσταίνουν, είναι λιγότερο πιθανό να έχουν ασφάλιση υγείας ή προληπτικές αποταμιεύσεις για να βασιστούν.
Όσο πιο αργή είναι η οικονομική ανάκαμψη, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι απώλειες θέσεων εργασίας και εισοδήματος και τόσο περισσότερο θα οδηγήσουν σε οικονομική, θεσμική και κοινωνικοπολιτική αστάθεια. Οι εργαζόμενοι που έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα θα διακινδυνεύσουν να ενταχθούν στις τάξεις των μακροχρόνια ανέργων ή να αποχωρήσουν εντελώς από το εργατικό δυναμικό. Η ταχεία υιοθέτηση του αυτοματισμού και της ψηφιοποίησης θα προσθέσει στο πρόβλημα της απασχόλησης. Ακόμη και τα παιδιά των ανέργων μπορεί να υποφέρουν: είναι πιθανό να είναι λιγότερο σε θέση να προσαρμοστούν στην ηλεκτρονική εκπαίδευση κατά την διάρκεια της πανδημίας και λιγότερο πιθανό να έχουν τον εξοπλισμό και το περιβάλλον για να το κάνουν. Τα εκπαιδευτικά κενά θα συνεχίσουν να διευρύνονται, διαιωνίζοντας τον κύκλο της οικονομικής ανασφάλειας.
Για να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάκαμψης και να αποφευχθεί το να μετατραπεί η εμβάθυνση των ανισοτήτων σε χιονοστιβάδα, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και το Κογκρέσο θα πρέπει να αυξήσουν αμέσως τα διαγνωστικά τεστ και την ανίχνευση επαφών, κάτι που θα επιταχύνει την επιστροφή δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν επαφή και κίνηση, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών. Τέτοια μέτρα θα γίνουν ακόμη πιο σημαντικά καθώς όλο και περισσότερες κοινότητες ξανανοίγουν και μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν την COVID-19. Θα συμβάλουν επίσης στην ευθυγράμμιση των οικονομικών και των υγειονομικών στόχων μειώνοντας τον κίνδυνο των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, περιορίζοντας την αντίληψη περί μιας ανταλλαγής μεταξύ ζωών και βιοποριστικών μέσων.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει την τρέχουσα πορεία της του μετριασμού του οικονομικού σοκ της πανδημίας με στοχευμένα μέτρα που επεκτείνουν το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και βοηθούν τα ζημιωμένα και ευάλωτα τμήματα του ιδιωτικού τομέα, εστιάζοντας περισσότερο στους ανθρώπους παρά στις εταιρείες και περισσότερο στην Main Street [στμ: εννοεί τον απλό κόσμο της εργασίας] παρά στην Wall Street. Αλλά θα πρέπει να κινηθεί γρηγορότερα και πιο αποτελεσματικά. Προκειμένου οι δημόσιοι πόροι να έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση, πρέπει να φτάσουν γρήγορα στους παραλήπτες για τους οποίους προορίζονται. Η μακροπρόθεσμη ζημία στους ανθρώπους και στην οικονομία συσσωρεύεται καθώς περνά ο χρόνος, και γίνεται ακόμη πιο δαπανηρό να αντιστραφεί.
Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, οι απώλειες εσόδων και παραγωγής από την COVID-19 δεν θα ανακάμψουν αμέσως. Πολλά άτομα και επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να αναλάβουν χρέη που μακροπρόθεσμα θα εμποδίσουν τις δαπάνες και τις επενδύσεις. Αλλά δεν θα επηρεαστούν όλοι εξίσου. Η ζημιά θα βαρύνει δυσανάλογα περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία με την σειρά τους θα καταναλώνουν λιγότερο και θα επιβραδύνουν την αναβίωση της ζήτησης και ως εκ τούτου τον ρυθμό της ανάκαμψης. Τα μέτρα ανακούφισης θα πρέπει συνεπώς να συνδυαστούν με μέτρα τόνωσης που αποσκοπούν στην οικονομική επανένταξη των πιο ευάλωτων, μεταξύ άλλων μέσω προγραμμάτων διατήρησης της εργασίας και προγραμμάτων επανεξοπλισμού, που θα εφαρμόζονται από την κυβέρνηση και από συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Χωρίς τέτοια μέτρα, η αποξένωση και η περιθωριοποίηση θα ανθίσουν, θέτοντας υπό πίεση τον κοινωνικό ιστό και αυξάνοντας τον κίνδυνο άμεσης αναταραχής.
Η πανδημία του κορωνοϊού είναι μια κρίση που θα καθορίσει αυτή την γενιά. Κατέλαβε εξαπίνης τις Ηνωμένες Πολιτείες (και άλλες χώρες) και τις βρήκε εξαιρετικά απροετοίμαστες. Ήδη, ένα δυσανάλογο μερίδιο του υγειονομικού και οικονομικού βάρους έχει πέσει σε αυτούς που είναι λιγότερο ικανοί να το αντέξουν. Η κυβέρνηση Τραμπ και το Κογκρέσο πρέπει να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τις ήδη ιστορικές παρεμβάσεις έκτακτης ανάγκης τους για να ελαφρύνουν μέρος αυτού του βάρους και να προωθήσουν την ανάπτυξη. Διαφορετικά, τα οικονομικά προβλήματα θα επιδεινωθούν με την πάροδο του χρόνου και οι ανισότητες θα βαθαίνουν, αυξάνοντας τον κίνδυνο οικονομικής, θεσμικής και κοινωνικής αστάθειας.
Ο MOHAMED A. EL-ERIAN είναι επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στην Allianz, καθηγητής Πρακτικής στην Σχολή Wharton και ανώτερος παγκόσμιος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Lauder, ανώτερος σύμβουλος στο Gramercy Funds Management, και εκλεγμένος πρόεδρος του Queens’ College, στο Cambridge.
Ο MICHAEL SPENCE είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών και ανώτερος συνεργάτης του Ιδρύματος Hoover, πρώην κοσμήτορας της Μεταπτυχιακής Σχολής Επιχειρήσεων του Στάνφορντ, διακεκριμένος επισκέπτης συνεργάτης στο Council on Foreign Relations και συν-αποδέκτης του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας του 2001.
πηγή