Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

20120204-154134.jpgτου ΑΠΕΛΛΗ
Η «Αναφορά στον Γκρέκο», άρχισε να γράφεται το φθινόπωρο του 1956. Ήταν το τελευταίο έργο του μεγάλου Έλληνα-Κρητικού συγγραφέα, και αυτό, όχι τυχαία. Ο Ν. Καζαντζάκης σημειώνει ότι δεν πρόκειται για μια αυτοβιογραφία, τονίζοντας πως η μόνη της αξία συνοψίζεται σε λίγες λέξεις, όπως: αγώνας, κόκκινη γραμμή, ανήφορος, Γολγοθάς, Ανάσταση. Αυτές οι λέξεις, όταν ξεπερνούν την προσωπική ύπαρξη, πράγμα που συμβαίνει και στην Αναφορά, αποκτούν μια πανανθρώπινη σημασία. Έτσι, τα προσωπικά βιώματα και οι αναμνήσεις του Καζαντζάκη, αναπόφευκτα γίνονται μέρος της συλλογικής συνείδησης μέσα στην οποία η ατομικότητα χάνει τα προσωπικά της

χαρακτηριστικά, ρέει και ενσωματώνεται, όπως μια σταγόνα νερού μέσα στον ωκεανό της ανθρώπινης Οδύσσειας. «..η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης, άλλον δέν έχει», διαβεβαιώνει με μιαν ορθόδοξη αναστάσιμη χαρμολύπη.
Οι μορφές που στάθηκαν «σκαλοπάτια στο ανηφόρισμα», ήταν τέσσερεις και έχουν όνομα ιερό: Ο Χριστός, ο Βούδας, ο Λένιν και ο Οδυσσέας. Ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, με άλλα πνευματικά υλικά, συντέλεσε στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης του Ν. Κ. Πόσο μακριά να βρίσκεται άραγε η μορφή του Χριστού από τον Λένιν, σε ένα έργο όπως το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και πόσο κοντά ο βίος του «Ζορμπά» στον Οδυσσέα; Ωστόσο, όπως φαίνεται από τα πολλά έργα που έγραψε, το πιο αγαπημένο του θέμα, ήταν ο Χριστός. Ο δικός του Χριστός, ο άνθρωπος της ματωμένης γης και της λαμπρής Ανάστασης, ο αγωνιστής και αιρετικός με τα πολλά γιατί και πώς. Για τον Ν.Κ. ο συνεκτικός ιστός που συνδέει αυτές τις μορφές μεταξύ τους, είναι ο αγώνας της πολυεπίπεδης ύπαρξης. Αγώνας για την ανάσταση, για την απελευθέρωση από την ύλη, για την κοινωνική δικαιοσύνη και την αναζήτηση των αρχών της ζωής. Αυτός ήταν και ο δικός του αγώνας.
Η Αναφορά είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει το όνομά της. Πρόκειται για τον απολογισμό του αγώνα ενός στρατιώτη προς τον στρατηγό του: «…στέκουμαι σάν στρατιώτης μπροστά στο στρατηγό και κάνω την Αναφορά μου στον Γκρέκο». Γιατί όμως επιλέγει τον Γκρέκο για να κάνει την Αναφορά αυτή; «…γιατί αυτός είναι ζυμωμένος από τό ίδιο κρητικό χώμα με μένα, και καλύτερα απ΄όλους τους αγωνιστές που ζούν ή πού έχουν ζήσει μπορεί να με νιώσει. Δεν αφήκε κι αυτός τήν ίδια κόκκινη γραμμή απάνω στις πέτρες;». Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο ΚΡΗΣ, είναι για τον Ν.Κ. η προβολή του προγονικού πνεύματος της Κρήτης και ταυτόχρονα ένας αγωνιστής του πνεύματος μέσα από την τέχνη. Ο Ελ Γκρέκο παραμένει και σήμερα, ο πιο προβεβλημένος διεθνώς Έλληνας καλλιτέχνης των τελευταίων αιώνων. Δεν είναι λοιπόν μόνο η καταγωγή που τον κάνει αποδέκτη της Αναφοράς, αλλά τον καθιστά στρατηγό η μεγάλη του αξία. Ο Γκρέκο ως καλλιτέχνης βρίσκεται πιο κοντά στο συγγραφέα που τον νιώθει οικείο και έτσι τον αποκαλεί «παππού» με όλη την αγάπη και το σέβας που απαιτεί αυτή η λέξη.
Ο Θεοτοκόπουλος, όπως και ο Β. Κορνάρος, γεννήθηκαν από το ίδιο δημιουργικό πνεύμα της Κρήτης. Ο Κορνάρος με τον Ερωτόκριτο έγινε η φωνή της κρητικής λαϊκής ψυχής, όμως ο Θεοτοκόπουλος, φεύγοντας νέος ακόμη από την Κρήτη, έγινε η αιχμή του ελληνικού πνεύματος στην Ευρώπη. Έγινε ο Γκρέκο. Σε αυτή την διείσδυση και στις δυσκολίες της συνίσταται ο αγώνας του καλλιτέχνη μέσα στο καθολικό και καταθλιπτικό περιβάλλον του 16ου αι., της Ευρώπης. Ο Γκρέκο πέρασε από την Ιταλία, αλλά δεν έμεινε εκεί. Ούτε η τέχνη της, αλλά ούτε και το αλλοτριωμένο από την Αναγέννηση πνεύμα της, τον ανάπαυε. Ο Γκρέκο παρέκαμψε την ιταλική Αναγέννηση και παρότι ακολούθησε τον Μανιερισμό δεν εγκατέλειψε ποτέ τις βυζαντινές του καταβολές. Ένας Έλληνας καλλιτέχνης, που είχε μάθει να αψηφά τις συμβάσεις, να περιφρονεί το τέλειο σχέδιο, τις αρμονίες, την ομορφιά και την προοπτική, δεν είχε θέση στην Ιταλία. Έτσι, αναζήτησε μια νέα πατρίδα στην Ισπανία, που, αν και ήταν προπύργιο του καθολικισμού και την χαρακτήριζε μια ιδιαίτερη μυστικιστική ατμόσφαιρα και ένας ένθερμος θρησκευτικός ζήλος, η ισπανική ψυχή ήταν ωστόσο περισσότερο ανοικτή στην ιδιοσυγκρασία του. Βρήκε την νέα του πατρίδα στο Τολέδο όπου, παρά τις αντιξοότητες, μπόρεσε να εκφράσει στα έργα του την ένταση της εσωτερικής του φωτιάς. Ο Γκρέκο ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Με την ουσιαστικότερη έννοια του όρου και ο Ν.Κ το ίδιο. Η ιδέα του Θεού, που είναι πάντα παρούσα στο έργο τους, έστω και με έμμεσο τρόπο , αποτελεί την μόνιμη πάλη της ψυχής για την αλήθεια και τη σωτηρία. Για τους Έλληνες Πατέρες η λέξη Θεός προέρχεται από το ρήμα «ειθείν», που σημαίνει καίω. Ο Θεός είναι φωτιά και ο Ν.Κ. αποδείχνεται βαθύς γνώστης του έργου του Γκρέκο, όταν τον βάζει να ομολογεί τις ανατρεπτικές προθέσεις της πύρινης τέχνης του: « …ξύπνησε τη φωτιά, να το χρέος του ανθρώπου. Μια φλόγα διαπερνάει τις πέτρες, τους ανθρώπους, τους αγγέλους, αυτή θέλω να ζωγραφίσω, δε θέλω να ζωγραφίσω τη στάχτη, είμαι ζωγράφος, δεν είμαι θεολόγος, τη στιγμή που καίγονται τα πλάσματα του θεού, τη στιγμή αυτή θέλω να ζωγραφίσω, λίγο προτού γίνουν στάχτη».
Ο αγωνιστής Γκρέκο αναζητά την ουσία της τέχνης του. Η τροφή της γενναίας ψυχής είναι η αλήθεια. Προτιμά την αλήθεια από την αληθοφάνεια, το πνεύμα της θεϊκής ψυχής από τη σκέψη της λογικής. Τα λόγια που ξεστομίζει με τόλμη ο νεαρός Γκρέκο, όταν μιλάει για τους κολοσσούς της ευρωπαϊκής τέχνης, μοιάζουν με αυθάδεια : «…θα παλέψω, στη Φραγκιά πού πάω, μέ τους πιο τρανούς, για να ζορίσω την ψυχή μου ή να χαθεί ή να νικήσει. Θα δείς. Θα δείς. Και πρώτα πρώτα θά τά βάλω, μην τρομάξεις, με τον Μιχαήλ Άγγελο. Είδα προχτές ένα μικρό αντίγραφο της Δευτέρας Παρουσίας πού ζωγράφισε στη Ρώμη. Δε μού αρέσει…Όχι, δε μού αρέσει. Ανασταίνει τη σάρκα, γεμίζει πάλι ο κόσμος κορμιά, δεν τά θέλω!». Τα λόγια αυτά βασίζονται σε ανεκδοτολογικά στοιχεία της βιογραφίας του καλλιτέχνη. Να, γιατί ο Ν.Κ., αναγνωρίζει στον Γκρέκο έναν πρόμαχο της πνευματικής Ανατολής, που σηκώνει το ανάστημα στο αντίπαλο δέος της υλικής Δύσης. Μεταφέρει στην ψυχή του την υπέρ-χιλιόχρονη παράδοση και το μεγαλείο μιας λεηλατημένης αυτοκρατορίας, όπως ακριβώς παίρνει μαζί του για φυλαχτό μια φούχτα κρητικής γης .
Δεν είναι όμως τα λόγια αυτά μόνο του Γκρέκο, αλλά απηχούν και τις δικές του αισθητικές απόψεις. Ο Ν.Κ., γράφει για την τέχνη και σχεδόν θεολογεί, χωρίς να δογματίζει, καθώςμε λίγες μόνο λέξεις αποκαλύπτει την τεράστια πνευματική διαφορά του κόσμου της Ανατολής από τον άλλο της «Φραγκιάς»: «…σκίζω τις μάσκες, ανασηκώνω τα κρέατα, δε γίνεται, λέω, κάτι αθάνατο υπάρχει κάτω από τά κρέατα, αυτό ζητώ, αυτό θά ζωγραφίσω. Όλα τά άλλα, μάσκες, κρέατα, ομορφιές, τά χαρίζω στους Τιτσιάνους και Τιντορέτους, με γειά χαρά τους!». Ο συγγραφέας που έχει ταξιδέψει πολύ, στην Αναφορά αφηγείται για ένα πλήθος τόπων εντός και εκτός Ελλάδας που έχει επισκεφθεί, γνωρίζει καλά την ευρωπαϊκή τέχνη. Μπορεί να την θαυμάζει για την εξωτερική της λάμψη, αλλά ταυτόχρονα αμφισβητεί το εσωτερικό της βάθος, όπως ακριβώς και ο Κρητικός «πρόγονός» του. Το ακάματο πνεύμα του αναζητά, μόνο αυτό που μπορεί να είναι αντάξιο σε ένα πνεύμα ζωής, την αθανασία πίσω από τη φθορά της ύλης.
Όπως όλοι οι μεγάλοι Έλληνες, χρειάστηκε κι αυτός να περιπλανηθεί για να γνωρίσει και για να αγαπήσει τη μυστική Ελλάδα. Για να επιστρέψει στην αγκαλιά της σαν πληγωμένος εραστής. Στο δειλινό της ζωής του, μετά τις μάχες, παλιννοστεί σαν Οδυσσέας στις προγονικές του ρίζες και κάνει την Αναφορά του στο στρατηγό. Δεν του λείπουν οι ανδραγαθίες, οι πληγές και οι εμπειρίες. Το δοξάρι της ψυχής του διάλεξε από τις τρεις προσευχές, εκείνη του χρέους: «Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!».
Ωστόσο, δεν είναι μόνος. Τον περιμένει ο ένδοξος πρόγονός του με το λευκό κεφαλομάντηλο με τα μακριά κρόσσια και με έναν κατιφέ περασμένο στο αυτί του. Το παρελθόν σμίγει με το παρόν και το μέλλον σε ένα χρόνο αξεχώριστο. Η συνέχεια των γενναίων γενεών αποκαθίσταται. Παππού μου αγαπημένε, του λέει: «Φιλώ τό χέρι σου, φιλώ τόν ώμο τό δεξό σου, φιλώ τόν ώμο τό ζερβό σου, Παππού, καλώς σε βρήκα!»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ