Λευτεριά στους Τραπεζίτες – Τους αμνηστεύει ο Άρειος Πάγος για τα θαλασσοδάνεια

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Συμφωνα με τον Άρειο Πάγο, ο όρος της έγκλησης για τη δίωξη των τραπεζιτών για το κακούργημα της απιστίας, δεν είναι αντισυνταγματικός. Μια απόφαση εν μέσω των αντικρουόμενων δικαστικών αποφάσεων ως προς τα θαλασσοδάνεια τραπεζών και τις ευθύνες των τραπεζικών στελεχών. Συγκεκριμένα έκρινε πως: η διάταξη με την οποία προβλέπεται η δίωξη της κακουργηματικής απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, μετά από έγκληση, δεν εξαλείφει το αξιόποινο της εν λόγω απιστίας, αλλ’ απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης αυτής πράξης και, συνεπώς, ως μη υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος.

Αυτό αναφέρει το υπ’ αριθμόν 158/22.2.2021 βούλευμά που εξέδωσε το ΣΤ´ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, κρίνοντας ομόφωνα πως παύει η ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία σε βάρος τράπεζας, εφόσον δεν έχει υποβληθεί έγκληση εντός του ορίου των τεσσάρων μηνών από τους υπευθύνους του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

Σχολιάζοντας τις απόψεις άλλων δικαστικών λειτουργών αλλά και νομικών πως η έγκληση οδηγεί σε αμνηστία των τραπεζιτών από το αδίκημα της απιστίας, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν σχετικά στο βούλευμα:

“Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 4637/2019 δεν καθιερώνει γενικώς το ποινικώς ανεύθυνο των στελεχών των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά τη λήψη των διαχειριστικών αποφάσεων, αλλ’ απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα”.

Στο ίδιο βούλευμα αναφέρονται και ως προς τις αιτιάσεις περί ευνοϊκής μεταχείρισης των τραπεζικών στελεχών σε σχέση με άλλους πολίτες, εκφράζοντας την άποψη πως η ευνοϊκότερη διάταξη πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις ιδιωτικές εταιρείες.

“Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ακόμη και αν επρόκειτο για όμοιας κατηγορίας πρόσωπα (κάτι που στη προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει, όπως προεκτέθηκε), ο έλεγχος της επίμαχης διάταξης, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Συντάγματος, θα επέβαλε η όποια “ανισότητα” να αρθεί με την επέκταση της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας (η οποία συνιστά ευνοϊκότερη ρύθμιση) σε όλο τον ιδιωτικό τομέα, κατ’ εφαρμογή της επεκτατικής ισότητας και όχι με την αναβίωση του αξιοποίνου μέσω αυτής, που καταλήγει έτσι, σε παραβίαση της κατοχυρωμένης από το άρθρο 7 του Συντάγματος αρχής της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής”, αναφέρει σχετικά το βούλευμα.

Πάντως, οι αρεοπαγίτες αφήνουν αιχμές σε βάρος της κυβέρνησης που οδήγησε στην ψήφιση του σχετικού νόμου, επισημαίνοντας ωστόσο πως δεν μπορούν να ελέγξουν τα κίνητρα τους.

Αναφέρουν σχετικά:

“Δεν μπορεί, όμως, ο δικαστής να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου ούτε να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, διότι στην περίπτωση αυτή θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη (ΟλΑΠ 11/2001)”.

Αξίζει να σημειωθεί πως το θέμα της συνταγματικότητας της κατ’ έγκληση δίωξης για το κακούργημα της απιστίας, αναμένεται να κριθεί οριστικά στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, καθώς εκκρεμούν και άλλες ομοειδείς υποθέσεις στα ποινικά τμήματα του ανώτατου δικαστηρίου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ