Οι σχέσεις λαϊκής βούλησης και παλαιοκομματισμού στη δεκαετία 2010 (και επεκεινα) – Ένα περίγραμμα σκέψεων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ
Ι

Παλαιοκομματισμός, είναι το όριο στο όποιο φτάνει εκείνο το Πολιτικό Σύστημα (Εξουσίας), το οποίο, μη έχοντας πλέον τίποτα το θετικό να προσφέρει, απλά μηρυκάζει τις ίδιες τις εξαντλημένες ικανότητές του, καταπονούμενο το ίδιο και, όπερ και σπουδαιότερο μα και χειρότερο, καταπονώντας και τον λαό και τη Δημοκρατία.
Σε μια εποχή, πλήρη κρίσιμων εθνικών προκλήσεων, τόσο από παράγοντες ενδογενείς όσο και εξωγενείς, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες αντιμετωπίζουν μια κατάσταση πρωτοφανούς κενού στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας της πατρίδας. Και μιας και «κενό» δεν υπάρχει στο πολιτικό γίγνεσθαι, αποτελεί απλώς «λόγο του λέγειν», και μιας και το «νέο» στο ελληνικό Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας δεν εμφανίστηκε ακόμα, «φυσιολογικά» το κενό αυτό πληρούται από τον Παλαιοκομματισμό και ό,τι αυτός πρεσβεύει. Είναι αυτός ο ίδιος Παλαιοκομματισμός, που δημιούργησε τη Κρίση του «2010», είναι αυτός ο ίδιος Παλαιοκομματισμός που τη διαχειρίστηκε, ή μάλλον, επειδή είχε δηλώσει αδυναμία χειρισμού της, συνεργάστηκε με τον Ξένο Παράγοντα, με την Κατοχική (Γερμανική) Τρόϊκα των δανειστών μας, είναι αυτός ο ίδιος Παλαιοκομματισμός που προδιέγραψε με σαφήνεια ένα «μέλλον» χωρίς μέλλον ουσιαστικά. Διότι το «μέλλον» που προδιέγραψε και νομοθέτησε (τουλάχιστον μέχρι το 2060, αν όλα πάνε «καλά»), δεν είναι παρά το «μέλλον» που περιγράφεται λεπτομερώς στα (γραμμένα από το χέρι των Δανειστών και μεταφρασμένα εκ του γερμανικού πρωτοτύπου) Μνημόνια και τα οποία, άλλα πιο πρόσφατα εξίσου «λαμπρά» νεοφιλελεύθερα κείμενα, ήδη έρχονται να τα «συμπληρώσουν» πάντα «πατώντας» πάνω στην ίδια νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία (π.χ., η Έκθεση Πισσαρίδη).
Στο παρόν άρθρο, κάποιες πτυχές αυτού του Παλαιοκομματισμού θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε, ασφαλώς όχι κατά τρόπο εξαντλητικό. Όμως, επίσης, κι αυτό σιγά-σίγα πρέπει να αναδεικνύεται, θα προσεγγίσουμε και τον ρόλο του ελληνικού λαού στο γεγονός της «παράδοξης» Μνημονιακής πολιτικής εξέλιξης, που, εκ του αποτελέσματος κρινόμενη, αναδεικνύοντας αυτό το ίδιο Πολιτικό (Παλαιοκομματικό) Σύστημα που τον οδήγησε και ακολούθως διαχειρίστηκε την Κρίση, στο κυρίαρχο πολιτικά Σύστημα που θα «οδηγήσει» τη χώρα στο «Μεταμνημονιακό» «μέλλον», πάντα όμως πάνω στις νεοφιλελεύθερες ράγες των Μνημονίων, το Σύστημα που είχε την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων τον λαό απέναντί του σε ποσοστά 70-80%, και σήμερα αθροιστικά να εκπροσωπούνται οι ίδιες Μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις στο ίδιο ποσοστό του 70-80%, αυτό, όντως είναι παράδοξο, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, και ίσως, η πολιτική ανάλυση να μην αρκεί για την ερμηνεία του.

ΙΙ

Λέγεται, πως ο πραγματικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου, είναι αυτός που αναδύεται στη διάρκεια μιας στιγμής κρίσης, οπότε και υποχωρούν οι μηχανισμοί εκείνοι (οι ψυχολογικοί πρωτευόντως), οι οποίοι και ρυθμίζουν την κοινωνική του συμπεριφορά, υποχρεώνοντας τρόπον τινά το άτομο να την προσαρμόζει προς διάφορα «εξωγενή» πρότυπα και στερεότυπα, κοινωνικά, οικογενειακά, αλλά και ατομικά και τους αντίστοιχους κανόνες τους. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που ένα άτομο που ξέσπασε βίαια κάποια στιγμή, ας υποθέσουμε λεκτικά μονάχα, να επανέρχεται και να διευκρινίζει, να δηλώνει πως «δεν εννοούσε» όσα έλεγε ή έκανε. Αυτό όμως, μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά μπορεί και όχι. Συνήθως μάλιστα, ο πραγματικός χαρακτήρας εκδηλώνεται ακριβώς όταν μια κρίση, επιτρέπει να αναδυθεί, ο «πραγματικός» χαρακτήρας, χωρίς τους παραπάνω περιορισμούς. Γι’ αυτό, και άνθρωποι που ανέρχονται κοινωνικά, οικονομικά, κ.λπ., ενίοτε φαίνεται να μεταλλάσσονται κυριολεκτικά από άποψη χαρακτήρα, τουλάχιστον «εκεί που τους παίρνει», ακριβώς διότι πλέον έχουν μια δύναμη στα χέρια τους, που δεν τους υποχρεώνει σε συμπεριφορές που δεν πίστευαν, αλλά απλώς καμώνονταν ότι τις πίστευαν.
Το ίδιο και κατά τη διάρκεια μιας σοβαρής κρίσης, ένα πολιτικό σύστημα, μια πολιτική ηγεσία, αλλά και η ίδια η κοινωνία και ο λαός γενικότερα, ενδέχεται να αναδείξουν πλευρές και πτυχές του χαρακτήρα τους, που να ξαφνιάσουν τουλάχιστον εκείνους που «δεν ανέμεναν» ορισμένου είδους συμπεριφορά από κάποιον άλλον ή κάποιους άλλους.
Η Κρίση που εκδηλώθηκε στη χώρα μας, το 2010, υπήρξε το απόστημα που έσπασε απελευθερώνοντας εκ μέρους του Πολιτικού μας Συστήματος την «πραγματική του μορφή», με τον «πραγματικό του χαρακτήρα». Ο Παλαιοκομματισμός, εκδηλώθηκε ως προς το περιεχόμενό του, τον τρόπο δράσης του αλλά και τις συνέπειες των πολιτικών του, σε βαθμό τέτοιο και με μορφή τέτοια, που τα ανάλογά του μπορούν να βρεθούν μονάχα σε καταστάσεις πολέμου και σε μια χώρα υπό ξένη κατοχή.

ΙΙΙ

Ας διευκρινίσουμε πάντως, πως η έννοια του Παλαιοκομματισμού, γενικώς, έχει σε κάθε περίπτωση ένα αρνητικό πρόσημο, όμως, από την άλλη, η τιμή αυτού του προσήμου ή/και η βαρύτητά του, η ακόμα και το ίδιο το ηθικό του περιεχόμενο, ποικίλουν κατά περίπτωση. Κάθε πολιτικό σύστημα, εκφραστής ενός συγκεκριμένου κοινωνικού, πολιτικού και ιδεολογικού προτύπου το οποίο εκφράζει και εφαρμόζει με τη δημοκρατική συναίνεση του λαού, θα λέγαμε πως φυσιολογικά κάποια στιγμή, άλλοτε νωρίτερα και άλλοτε αργότερα, θα φτάσει σε ένα σημείο «καμπής» που θα χρειαστεί να ανανεωθεί ή και αντικατασταθεί, μέσα από τις προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες, είτε σε επίπεδο προσώπων, είτε σε επίπεδο λειτουργιών και οργάνωσης, είτε σε επίπεδο στόχων, είτε στο ίδιο το ιδεολογικό του περιεχόμενο, είτε για όλους ή μερικούς απ’ τους παραπάνω λόγους. Ακόμα και τέτοιας σημασίας ζητήματα όπως η διαπλοκή, η διαφθορά κ.λπ., όλα αυτά είναι εγγενή φαινόμενα σε όλα τα πολιτικά συστήματα και σε όλες τις εποχές, ώστε και αυτά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όχι σαν αποκλειστικά φαινόμενα κάποιας εποχής ή χώρας ή λαού, χωρίς τάχα να έχουν «πουθενά» κάποιο ιστορικό προηγούμενο.
Ο Παλαιοκομματισμός αρχίζει να μετουσιώνεται σε υπαρκτή, οντολογική απειλή κατά του όποιου λαού και της όποιας χώρας, όταν αρχίζει να απειλεί την ίδια την Δημοκρατία, ή/και το Κράτος Δικαίου, ή/και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή/και το Κοινωνικό Κράτος, ή/και την Εθνική Κυριαρχία και Ανεξαρτησία. Όταν δηλαδή ένα Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας, ουσιαστικά αρνείται να αποδεχτεί το τέλος του, και πασχίζει να διατηρηθεί πάση θυσία στην Εξουσία υπονομεύοντας το μέλλον της ίδιας της χώρας και του λαού της Το πότε η ώρα του Παλαιοκομματισμού αυτής της μορφής λαμβάνει χώρα, αυτό, είναι κάτι που προκύπτει απ’ την συνισταμένη των κατ’ ιδίαν ατομικών αντιλήψεων των πολιτών. Οπότε, από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει μια διελκυστίνδα μεταξύ ενός Παρηκμασμένου Πολιτικού Συστήματος απ’ τη μια που πασχίζει να διατηρηθεί πάση θυσία στην εξουσία, και από την άλλη του λαού που πασχίζει να απαλλαγεί απ’ αυτό. Στη δική μας περίπτωση, αυτή η διελκυστίνδας άρχισε το 2010. «Νικήτρια ομάδα», αναδείχθηκε πέραν κάθε αμφιβολίας, ο Παλαιοκομματισμός. Ο Παλαιοκομματισμός, κατόρθωσε να μετατρέψει την πολιτική απαξία που τον χαρακτήριζε της περιόδου της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, σε πολιτική υπεραξία, λίγο μετά.

ΙV

Όταν θα γραφτεί κάποια στιγμή, όχι πολύ αργά θεωρώ, η πολιτική ιστορία της χώρας για την περίοδο 2010 και μετά, και ιδίως για ό,τι συνέβη κατά την δεκαετία του 2010, περίοδο εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, εκείνο το σημείο στο οποίο ο ιστορικός και οι επόμενες γενιές θα σταθούν, θα είναι, πώς μια Κρίση οικονομική εκ πρώτης όψεως, συνετέλεσε ώστε, και μάλιστα για πρώτη φορά εξ όσων γνωρίζω, πέραν των πολιτικών που κατέστησαν τη χώρα αποικία των δανειστών, δηλαδή του Βερολίνου, ο ίδιος ο λαός, στο σύνολό του, να έχει τεθεί στο επίκεντρο μιας συστηματικής λοιδορίας και ηθικής απαξίωσης, όχι μόνο εσωτερικά μα και διεθνώς (με επίκεντρο τη «σύμμαχο» και «εταίρο» μας Ευρωπαϊκή Ένωση), με το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξουσίας και τα ενεργούμενά του στην εναντίον του λαού προπαγάνδα του, να συμμετέχουν σ’ αυτό το παιχνίδι, αν όχι και να το τροφοδοτούν με τα κατάλληλα επιχειρήματα, λόγω και έργω.
Όμως, η παραπάνω υπογράμμιση που θα γίνει από τον ιστορικό του μέλλοντος, δεν θα αποτυπώνει παρά τη μια όψη και δεν θα περιγράφει παρά το ένα σκέλος του προβληματισμού του αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Το άλλο σκέλος θα έχει να κάνει για το πώς ήταν δυνατόν, αυτό το πολιτικό σύστημα εξουσίας, ας το αποκαλούμε πλέον, ο Παλαιοκομματισμός, μπόρεσε τελικώς, να εξέλθει όχι μόνο αλώβητος μα και πολιτικά ενισχυμένος, από μια πρωτοφανή για τα ελληνικά χρονικά Κρίση, αλλά επίσης πρωτοφανή και για τα διεθνή δεδομένα ως προς τα επιβληθέντα μέτρα που ήταν συνδυαστικά, σκληρά και αντισυνταγματικά καθ’ αυτά (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα πλέον σημαντικά εξ αυτών που κατέλυαν το Κοινωνικό Κράτος και την έπλητταν τον ίδιο τον παραγωγικό ιστό της ελληνικής οικονομίας), ενώ παράλληλα οι διαδικασίες επιβολής τους κατέλυσαν κάθε έννοια μιας δημοκρατικά λειτουργούσης Πολιτείας, όπως επίσης κατέλυσαν και κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας, ώστε η Ελλάδα να έχει αποκληθεί «Πειραματόζωο», ακριβώς λόγω της ανωτέρω πραγματικότητας.
Ο Παλαιοκομματισμός, κυριολεκτικά πρόλαβε στο παρά πέντε, από το να καταρρεύσει εντελώς, μάλιστα δε αντ’ αυτού, αύξησε τη «βαρυτική του δύναμη», προσελκύοντας προς αυτόν και άλλες πολιτικές δυνάμεις, από ιδεολογικούς χώρους ανέλπιστους, φιλοδοξώντας να μεταβληθεί σε μια μαύρη τρύπα μέσα στην οποία θα εξαϋλωθεί ό,τι τον απειλεί και από την οποία να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής, όσο δεν φαίνεται στον ορίζοντα μια δύναμη ακόμα πιο ισχυρή απ’ αυτόν. Τούτη η μαύρη τρύπα, ανάμεσα σ’ αλλά που έχει εξαϋλώσει, είναι και το κύρος των δημοκρατικών θεσμών, το Κοινωνικό Κράτος, αλλά και των ίδιων των κοινωνικών αγώνων του λαού, για ένα καλύτερο κοινωνικό Κράτος, για μια ζωή καλύτερη, αφήνοντας στη θέση τους λέξεις κενές και έννοιες γελοιοποιημένες, αφού είναι αυτοί ακριβώς οι αγώνες, που έριξαν τη Χώρα «στα βράχια» το 2010.
Και τέλος, θα υπάρξουν εκείνες οι ιστορικές τοποθετήσεις, που θα πρέπει να απαντήσουν και στο ερώτημα : και ο λαός; Πώς αυτός ο λαός, που αντέδρασε τα πρώτα χρόνια είναι αλήθεια, ενίοτε και δυναμικά, τελικώς η θέλησή του κατεστάλη; Πώς κι αυτός ο λαός, τελικώς, άλλο δεν έκανε από το να ξαναβολέψει στο θρόνο του τον Παλαιοκομματισμό, και μάλιστα, όπως σημειώσαμε να τον ενισχύσει; Όταν ξεκίνησε η Κρίση το 2010, από τα κόμματα εξουσίας, μονάχα ένα ήταν το «επισήμως» Μνημονιακό : το ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία, το μόνο τότε έτερο μεγάλο κόμμα εξουσίας, κρατούσε αντιμνημονιακή στάση. Λίγο μετά, καθώς η Νέα Δημοκρατία εισέπραττε το αντίτιμο αυτής της στάσης, και το ΠΑΣΟΚ να πληρώνει το βαρύτατο τίμημα της Μνημονιακής του στάσης, ήρθε η σειρά της Νέας Δημοκρατίας να αναλάβει (έστω στα πλαίσια μιας κυβέρνησης συνεργασίας) να κάνει πράξη τα αντιμνημονιακά της λόγια. Αντ’ αυτού, ό,τι είδαμε υπήρξε μια μεγαλειώδης κυβίστηση, για να φέρει το επόμενο Μνημόνιο, σκληρότερο του προηγούμενου, και ακολούθως, μιας και το ΠΑΣὉΚ είχε χάσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μη μπορώντας να ανταγωνιστεί εκλογικά ούτε τη Χρυσή Αυγή, ήρθε η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης σαρώνοντας την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ (όπως και ικανό αριθμό στελεχών του), και να αναδυθεί από ένα κόμμα που παγίως έπαιζε εκλογικά κάπου εκεί γύρω στο 3-4% σε κόμμα εξουσίας, όπως και τελικά έγινε, όταν και η Νέα Δημοκρατία παρ’ ολίγον να ακολουθήσει τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ, αν ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έκανε κι αυτός τη δική του μεγάλη κυβίστηση και έφερνε ένα τρίτο Μνημόνιο, και σώζοντας έτσι τη Νέα Δημοκρατία από μια βέβαια πολιτική και εκλογική κατάρρευση στα επίπεδα του ΠΑΣΟΚ, αν η «πρώτη φορά Αριστερά», τολμούσε να σεβαστεί την εντολή που έλαβε με το Δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015, που η ίδια προκάλεσε.

V

Στο έργο του «1984», ο George Orwell, (συγγραφικό ψευδώνυμο του Eric Arthur Blair), περιγράφει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο στηρίζεται κυρίως σε λίγα μα ισχυρά ερείσματα ώστε να ελέγχει το λαό : στην προπαγάνδα και στη γλώσσα. Με τη πρώτη, επιχειρείται περισσότερο και από την ίδια την αστυνομοκρατία που έχει επιβάλλει, να έχει το λαό μαζί του «οικεία βουλήσει», που αποτελεί και τον πλέον ισχυρό παράγοντα ελέγχου του, και με τη γλώσσα, κι αυτή στα πλαίσια της προπαγάνδας, όλοι να εννοούν το ίδιο πράγμα όταν μιλάνε. Ο Ουίνστον Σμιθ, (ένας από τους ήρωες του άνω μυθιστορήματος του Όργουελ), ήταν κατώτερο μέλος του Κόμματος και υπάλληλος του υπουργείου Αλήθειας, (στο Τμήμα Αρχείων). (Στη πρόσοψη του υπουργείου που εργάζοντας, υπήρχαν τρία συνθήματα : «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ – Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ – Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ»). Το Τμήμα Αρχείων, είχε αποστολή να υπερασπίζεται το «αλάθητο» του Κόμματος, και ιδίως του Μεγάλου Αδερφού, το αλάθητο των προβλέψεων και των προφητειών τους. Κάθε τι που δε συμφωνούσε με ό,τι ο Μεγάλος Αδερφός ή το Κόμμα είπε, ξαναδιατυπώνονταν και το λανθασμένο γεγονός ξαναπλάθονταν εξ αρχής ώστε σε κάθε περίπτωση να φανεί ότι κανένα λάθος δεν είχε γίνει σχετικά μ’ αυτό. Τα προς καταστροφή αρχεία ρίχνονταν σε ειδικές σχισμές που είχαν το παρατσούκλι «τρύπες της μνήμης», κι από εκεί κατευθύνονταν σε κλιβάνους όπου και καίγονταν. Στο Υπουργείο Αλήθειας, η ιστορία γράφονταν πάντα έτσι ώστε τίποτα να μην μπορεί να αμφισβητήσει την αυθεντία του Κόμματος και του Μεγάλου Αδερφού. Η Μνήμη λοιπόν, ήταν ένα από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, που έπρεπε να ελεγχθεί απ΄ τη προπαγάνδα του «Καθεστώτος». Όχι ότι δεν χρειάζονταν η Μνήμη, όμως, όχι η δική τους Μνήμη. Η Μνήμη του λαού, έπρεπε να οδεύσει προς το βασίλειο της Λήθης και να υποκατασταθεί από τη Μνήμη του «Συστήματος», του «Καθεστώτος». Αργότερα ο Σμιθ συνελήφθη, διότι αμφισβήτησε το «Σύστημα» και τον «Μεγάλο Αδελφό», και μαζί του συνελήφθη και η φίλη του η Τζούλια η οποία επίσης αμφισβητούσε το «Σύστημα». Ο Σμιθ υπεβλήθη σε ανάκριση, σκοπός της οποίας δεν ήταν απλώς να του αποσπάσουν ομολογίες. Αυτό δεν αρκούσε. Έπρεπε ο ανακρινόμενος να πιστέψει (όχι να προσποιηθεί ότι πιστεύει) στο τέλος ότι είχε άδικο, ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν δίκαιες, ορθές. (Πολλές φορές στην ανάκριση καλούσε τον Σμιθ να αποδεχτεί, ανάμεσα σε άλλα, ότι δύο και δύο κάνουν πέντε, απλά επειδή έτσι το ήθελε το Κόμμα, και όσο ο Σμιθ το αρνιόταν, τόσο τον βασάνιζαν). Η κυρίευση της σκέψης του «παραστρατημένου» κομματικού στελέχους, αυτό ήταν που ενδιέφερε το Κόμμα, και όχι τα αδικήματα, ή τα εγκλήματα καθ΄ αυτά. Στο τέλος, η εκούσια (μη προσποιητή) αποδοχή εκ μέρους του Σμιθ, ότι δύο και δύο κάνουν πέντε, σήμανε και ότι ήταν ένα βήμα πριν την τελική του υποταγή; Άλλωστε, δεν προσποιούνταν πλέον ότι δύο και δύο κάνουν πέντε : πίστευε πλέον στην αλήθεια αυτής της εξίσωσης. Όπως του είπε ο ανακριτής του, «…Ό,τι σου συμβαίνει εδώ, θα σε σημαδέψει για πάντα. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό μια για πάντα. Θα σε συντρίψουμε ως το σημείο απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός… Θα είσαι κούφιος. Θα σε στίψουμε ώσπου να αδειάσεις και έπειτα θα σε γεμίσουμε με τους εαυτούς μας.» (George Orwell : 1984, Αθήνα, εκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 253). Όμως, έμενε ακόμα μια δοκιμασία, πολύ πιο σημαντική. Ο Ουίνστον Σμιθ, είχε ερωτευθεί μια κοπέλα, την Τζούλια, μέλος κι αυτή του Κόμματος, όμως, οι έρωτες μεταξύ μελών του Κόμματος δεν επιτρέπονταν, ενώ οι γάμοι μεταξύ τους δεν επιτρέπονταν παρά μόνο έπειτα από έγκριση του Κόμματος. Εδώ ο έρωτας αυτός, φαίνονταν πολύ ισχυρός, και το να προδώσει ο Σμιθ την Τζούλια, θα ήταν η πιο πειστική απόδειξη ότι οι ψυχικές αντιστάσεις του Σμιθ θα έχουν καμφθεί ολοκληρωτικά. Ο Σμιθ, είχε από μικρό παιδί, φοβίες με τους αρουραίους, πράγμα που ο ανακριτής του το γνώριζε, κι έτσι όταν τον έκλεισαν σε ένα θάλαμο γεμάτο απ’ αυτούς, ο Σμιθ, έντρομος άρχισε να φωνάζει και να εκλιπαρεί να τον απαλλάξουν από την παρουσία τους και να καταδίδει τη Τζούλια γιατί εκείνη έφταιγε. Τούτο το «σπάσιμο», ήταν δηλωτικό της ολοκληρωτικής υποταγής του Σμιθ. Ο Σμιθ, μονάχα για ένα λόγο θα μπορούσε να καταδώσει τη Τζούλια, κι αυτός ήταν ένα αίσθημα έξω από τις δικές του δυνάμεις να το ελέγξει : ένας φόβος, πιο ισχυρός από το αίσθημά του για τη Τζούλια. Όμως, και η Τζούλια τον πρόδωσε.
Υπάρχει εδώ μια αναλογία με τον Παλαιοκομματισμό και την βούληση του ελληνικού λαού την Μνημονιακή περίοδο. Πράγματι, η περιφανής επικράτηση του Παλαιοκομματισμού, δίνει το δικαίωμα στον τελευταίο, να υποστηρίξει πως, τελικώς, κρίνοντας κάποιος τα πράγματα «εκ του αποτελέσματος», ναι, υποχρέωσε τον ελληνικό λαό, να αποδεχτεί πως 2+2=5, όχι διότι αυτό πιστεύει, μα διότι αυτό τον υποχρέωσε να παραδεχτεί δια της ψήφου του, αναδεικνύοντας τις Μνημονιακές Δυνάμεις το αδιαμφισβήτητα κυρίαρχο Πολιτικό Σύστημα της χώρας. Μπορείς να λοιδορείς ένα πολιτικό σύστημα, μα όταν το στηρίζεις και το νομιμοποιείς δια της ψήφου του, η λοιδορία επιστρέφει στον λοιδορούντα.

VI

Στην παραπάνω αναφορά στο έργο του Όργουελ «1984», κάπου σημειώνεται πώς : «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν», έλεγε ένα σύνθημα του Κόμματος, «ελέγχει το μέλλον : αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν.» Και όμως το παρελθόν, παρ’ όλο που η φύση του είναι μεταβλητή, δεν άλλαξε ποτέ. Ό, τι ήταν αλήθεια τώρα, ήταν αλήθεια από πάντα». (Στο ίδιο, σελ. 41-42) Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, όντως, σήμερα, στα 2021, ως φαίνεται, το πολιτικό μας παρελθόν, έχει στοιχειώσει, τόσο ώστε καμιά νέα (πολιτική) ανανεωτική πνοή να μην έχει κάποια τύχη επιβίωσης στο τοξικό πολιτικό περιβάλλον που έχει εγκαθιδρυθεί, πέραν του ότι δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, τουλάχιστον στο επίπεδο της διεκδίκησης της εξουσίας. Ζούμε μέσα σε μια πολιτική πραγματικότητα, που στο παρελθόν, υπήρξε ανίκανη να προσφέρει στο λαό και στη χώρα ένα αντάξιο των προσπαθειών και των ικανοτήτων του μέλλον, ενώ, αντίθετα, στο μόνο για το οποίο αποδείχτηκε ικανός ο Παλαιοκομματισμός, ήταν ακριβώς αυτό που βιώσαμε ως Μνημονιακή πραγματικότητα, που σε πολιτικούς όρους, επέβαλε ένα Καθεστώς βίας και τρόμου, προκειμένου να επιβληθούν αυτά τα Μνημόνια.
Θάλεγε κανείς ότι πολιτικά και άρα ιστορικά ζούμε το παρελθόν. Αυτό ακριβώς σημαίνει επιβίωση του Παλαιοκομματισμού. Ζούμε (πολιτικά) στο παρελθόν, ή καλύτερα, το παρελθόν (πολιτικό – ιστορικό), όσο εκφράζει τον και εκφράζεται από τον Παλαιοκομματισμό, τόσο θα είναι αυτό που θα εκλαμβάνεται ως παρόν, και τόσο περισσότερο θα αποστερεί απ’ το παρόν τον ιστορικό του ρόλο να προετοιμάζει το μέλλον και τόσο το μέλλον που υποτιθεται ότι σχεδιάζεται εντός του χρονικά παρατεταμένου στο σήμερα παρελθόντος, δεν θα συνιστά παρά μια διαδικασία περαιτέρω ενίσχυσης των παραγόντων εκείνων που θα τρέφουν τον Παλαιοκομματισμό.
Ο αγώνας ελέγχου του ιστορικού Χρόνου και της ερμηνείας του, αποτελεί μέλημα κάθε Καθεστώτος αλλά και της Δημοκρατίας. Η διαφορά της σχετικής διαδικασίας, είναι το ποιος ελέγχει την ίδια την διαδικασία. Σε μια Δημοκρατία, δεν την ελέγχει κανείς, αφού είναι μια διαδικασία ελεύθερων απόψεων και σκέψεων που επικρατούν ή απορρίπτονται με βάση την ισχύ και την αποτελεσματικότητα προβολής των επιχειρημάτων. Σε ένα Καθεστώς, επιβάλλεται.
Η Μνήμη λοιπόν και ο αγώνας της εναντίον της Λήθης. Θα μπορούσε να ήταν ένα παίγνιο άκακο. Όμως, όταν μιλάμε για ζητήματα επικράτησης ενός Πολιτικού Συστήματος Εξουσίας, ακόμα και του πιο δημοκρατικού, εκεί τίποτα δεν είναι «άκακο». Και δεν είναι τίποτα «άκακο», διότι ένα τέτοιο Σύστημα Εξουσίας, αποτελεί τον χώρο όπου συναντώνται και ανταγωνίζονται πολλά συμφέροντα, όπου το καθένα επιχειρεί να επικρατήσει των υπολοίπων, επιχειρεί να βελτιστοποιήσει και μεγιστοποιήσει τα οφέλη του. Και για να το πετύχει αυτό, πρέπει άμεσα ή έμμεσα να έχει τις απαραίτητες, τις πιο κρίσιμες προσβάσεις στην Εξουσία, πρέπει να έχει επαρκή δύναμη να την επηρεάζει με οιοδήποτε τρόπο. Για τον Παλαιοκομματισμό, η Λήθη για τα έργα και τις ημέρες του, δεν είναι, δεν ήταν (την εποχή της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων), ένας παράγων επουσιώδης, ήταν ένας παράγων (πολιτικής) ζωής και (πολιτικού) θανάτου για το ίδιο. Το ζήτημα του φόβου και του τρόμου που ασκήθηκε πάνω στον λαό προκειμένου να επιβληθούν τα τερατώδη από κάθε άποψη Μνημόνια, τα οποία και θα αποτελέσουν Μνημεία Εθνικής Ντροπής, και επίσης θα αποτελούν εσαεί ντροπή για όσους τα υποστήριξαν και πολύ περισσότερο τα επέβαλαν. Αυτός ο φόβος, κατά ένα μέρος λειτούργησε προς την κατεύθυνση της στήριξης του Παλαιοκομματισμού, που αποτέλεσε και την επιθυμία των δανειστών, δηλαδή του Βερολίνου, ως το πλέον αξιόπιστο πολιτικό σύστημα πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να στηριχτούν, και κατά ένα άλλο μέρος, αποστολή είχε την επιβολή των μέτρων, μέσω της κατατρομοκράτησης του ελληνικού λαού, που άλλως, υπό συνθήκες δημοκρατικής ευνομίας και Κράτους Δικαίου, ήταν αδύνατο να επιβληθούν.
Ο φόβος και άλλοι κατασταλτικοί ψυχολογικοί παράγοντες εργαλειοποιήθηκαν σε βαθμό που πολύ απείχαν από μια συνήθη προσπάθεια επιβολής κάποιων δύσκολων και επώδυνων μέτρων : εδώ, πάρθηκαν πίσω ζωές μεταφορικά και κυριολεκτικά. Η Ελληνική Δημοκρατία, ουσιαστικά λειτουργούσε τύποις, ουσιαστικά, είχε υποκατασταθεί από ένα στυγνό Καθεστώς, που ήλεγχε τα πάντα στη χώρα και επέβαλε τη θέλησή του, ακόμα και σε ζητήματα λειτουργίας των πολιτειακών θεσμών. Ο λαός κατηγορήθηκε ότι όχι το 2010 ή λίγο πριν απ’ το 2010, απολάμβανε ένα επίπεδο διαβίωσης που δεν του άξιζε, αλλά αυτό το πήγαν πίσω σε βάθος γενεών. Έτσι το 2010, ένας λαός βρέθηκε να απολογείται για το πώς και γιατί ζούσε όπως ζούσε 10, 20, 30 και 40 χρόνια πριν! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, έπρεπε το «κακό» να «διορθωθεί», μέσα σε δύο τρία τέσσερα χρόνια, με κάθε κόστος, ακόμα και με ανθρώπινες ζωές (όπερ και συνέβη)! Οι λεγόμενοι δανειστές, «εταίροι» μας κατά τα λοιπά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (μετά την υποκατάσταση εκ μέρους των τών ιδιωτών δανειστών μας), επέπεσαν επί του σώματος αυτού του λαού, της περιουσίας του, των εισοδημάτων του, λεηλατώντας τα αναίσχυντα, αλλά και αυτής της Ελληνικής Δημοκρατίας στο επίπεδο της λειτουργίας των Θεσμών της, τους οποίους και εξευτέλισαν όσο μπορούσαν περισσότερο, με πρωτοφανές μίσος και οργή, ως εάν η Ελλάδα να χρώσταγε σ’ αυτούς! Διότι σ’ αυτούς (δηλαδή τους «εταίρους» μας) άρχισε να χρωστά, μονάχα αφού προηγούμενα με δική τους πρωτοβουλία (δηλαδή, με εντολή του Βερολίνου), υποκατέστησαν τους ιδιώτες δανειστές μας. Όμως, ο ελληνικός λαός, ουδέποτε ρωτήθηκε αν επιθυμούσε αυτή την «τράμπα», πράγμα που εξυπηρετούσε άλλους, όχι όμως τον ίδιο, αλλά και οι ίδιοι, ποτέ δεν μας είπαν γιατί προχώρησαν σ’ αυτή την «υποκατάσταση» (όχι ότι το αγνοούμε, αλλά, αναφέρομαι σε επίσημες δηλώσεις των κυβερνήσεων που μετείχαν σ’ αυτή τη «τράμπα»).
Επομένως, το (πολιτικό) ερώτημα παραμένει και μάλιστα επιτακτικό : τι μας συνέβη, ως λαός, ώστε ο Παλαιοκομματισμός να παραμείνει ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, ενώ ο ίδιος (ο λαός), να βρίσκεται περισσότερο ίσως και από προηγούμενα στο περιθώριο των σημαντικών πολιτικών διεργασιών και εξελίξεων της χώρας του;
Η απάντηση είναι : δεν ξέρω. Προσπαθώ να καταλάβω το γιατί. Μια απάντηση ασφαλώς θα μπορούσε να βρίσκεται στην προπαγάνδα που ασκήθηκε από το Μνημονιακό Πολιτικό Σύστημα. Όμως, αν λάβουμε υπόψη πως ο ελληνικός λαός ήταν σταθερά, στη μεγάλη του πλειοψηφία αντιμνημονιακός, τότε, αυτή η εκδοχή είναι συζητήσιμη. Επομένως εκείνο που φαίνεται να αποτελεί την πλέον αξιόπιστη απάντηση, είναι πως ο ελληνικός λαός, απλώς, απογοητεύτηκε. Ιδίως μετά το κίνημα των Αγανακτισμένων, που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να είχε οδηγήσει τις πολιτικές εξελίξεις προς άλλες, πιο θετικές κατευθύνσεις αν δεν έπασχε από κεντρικό καθοδηγητικό όργανο, πράγμα όμως που δεν συνέβη, και μετά την απογοήτευση από την πιο ριζοσπαστική πολιτική επιλογή του λαού, τουλάχιστον Μεταπολεμικά, να φέρει στην εξουσία ένα θεωρούμενο Αριστερό κόμμα με εσωτερική ισχυρή κομμουνιστική πτέρυγα, βρέθηκε, ο λαός, με κενή τη φαρέτρα των πολιτικών του επιλογών : είχε «δοκιμάσει» όλες τις κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου στην εξουσία, (εκτός των θεωρούμενων «ακραίων»), περιλαμβανομένων και μικρών κομμάτων που μετείχαν στις Μνημονιακές κυβερνήσεις ως εταίροι των μεγαλύτερων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ), τα οποία άλλωστε έδιναν και το κυρίαρχο στίγμα της ακολουθητέας κυβερνητικής πολιτικής. Αυτή η απογοήτευση ήταν, που οδήγησε στη παραίτηση, ιδίως μετά το Δημοψήφισμα του 2015. Ουδέποτε άλλοτε, υπήρξε τέτοια σύμπτωση κενού πολιτικής ηγεσίας στη Χώρα και μεγέθους προβλήματος που έπρεπε να λυθεί. Τα Μνημόνια της υποδούλωσης της Χώρας και του ευτελισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας, ήρθαν ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη χρονική σύμπτωση. Έκτοτε, συνεχίζουμε στο δρόμο που χάραξε εκείνη η συγκυρία. Με το ίδιο κενό εξουσίας, με τα Μνημόνια της δεκαετίας του 2010 εν ισχύει, και με νέα Μνημόνια να δρομολογούνται στη πορεία ώστε να ενισχυθεί έτι περαιτέρω ο νεοφιλελευθερισμός που είχε εγκαθιδρυθεί με τα προηγούμενα. Τρεχόντως, έχουμε τη γνωστή Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη (από το όνομα του προέδρου της Χριστόφορου Πισσαρίδη), αλλά όχι ακόμα τόσο πολυδιαφημισμένη και γνωστή στο πλατύ κοινό, ίσως διότι από το «παρασκήνιο», τουλάχιστον επί του παρόντος, να θεωρείται και πιο αποτελεσματικό το έργο της.
Βέβαια, όπως το θέτει ο Camus, και θεωρώ το θέτει ορθά, «Έρχεται η στιγμή που η απογοήτευση μεταμορφώνει την υπομονετική ελπίδα σε μανία και όπου ο ίδιος ο σκοπός, διεκδικούμενος με οργή και πείσμα, και επιδιωκόμενος ακόμα πιο έντονα, υποχρεώνει στην αναζήτηση άλλων μέσων» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 265). Πόσο μάλλον η μακρόχρονη απογοήτευση θα πρόσθετα. Αυτό που πάντως είναι γνωστό σε όλους, είναι το μέγεθος της δυσωδίας που είναι εγκλωβισμένο στο Εθνικό Καζάνι όπου σιγοκαίει μονίμως η Εθνικός Θυμός, όπως είναι επίσης γνωστό πως αν απελευθερωθεί αυτό το περιεχόμενο, τίποτα δεν θα είναι σε θέση να ελέγξει την λαϊκή αντίδραση. Έτσι, όταν οι πιέσεις στα τοιχώματα του Καζανιού γίνονται επικίνδυνα ισχυρές, που και που, το καπάκι σηκώνεται τόσο, όσο χρειάζεται για την απαραίτητη εκτόνωση της πίεσης, ακόμα κι αν αυτό απαιτεί τη θυσία κάποιων επιφανών στελεχών του Συστήματος ή και την αποδοχή κάποιας μορφής, μεγέθους και ένταση λαϊκής αντίδρασης, η οποία βεβαίως δεν θα ευλογηθεί από το Σύστημα, όμως από την άλλη, όσο είναι ελεγχόμενη, θα την ανεχθεί (και μιλώντας γενικότερα όχι εστιάζοντας στη χώρα μας, ενίοτε και την προκαλεί) για λόγους αναγκαίας εκτόνωσης της δυσαρέσκειας και για όσο χρόνο χρειαστεί.

VΙI

Πιο πάνω θέσαμε το ερώτημα, τι μας συνέβη, ως λαός, ώστε ο Παλαιοκομματισμός να παραμείνει ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, για να απαντήσουμε πως αυτό οφείλεται μάλλον στην απογοήτευσή του από την ένδεια των πολιτικών επιλογών που είχε στη διάθεσή του στο ζήτημα της επιλογής πολιτικών ηγεσιών, και πως η ασκηθείσα Μνημονιακή προπαγάνδα, δεν φαίνονταν, τότε, να μπορούσε να διαπεράσει τη συλλογική βούληση, που πλειοψηφικά και σταθερά ήταν αντιμνημονιακή.
Όμως, αν αυτό ήταν αληθές, είναι εξίσου αληθές, πώς σήμερα, μετά την τυπική έξοδο της Χώρας από τα Μνημόνια, όπως βαπτίστηκε η παραμονή μας σ’ αυτά και μάλιστα μέχρι το 2060, ένα ορόσημο που τέθηκε ταυτόχρονα με την «έξοδό» μας από αυτά, η προπαγάνδα της προηγούμενης δεκαετίας, μπορεί να μην βρήκε «βλέβα» στο συλλογικό συνειδητό για να εγχύσει το δηλητήριό της, όμως, τίποτα δεν πρέπει να μας κάνει να πιστεύουμε πως ό,τι δεν «ευδοκιμούσε» στο συνειδητό μας, αποθηκεύονταν στο υποσυνείδητό μας, ως ένας «σπόρος» που σταδιακά και κάτω από συγκεκριμένες συγκυρίες, θα μετατρέπεται σε ένα είδος συνειδητής αποδοχής για ό,τι βιώνουμε. Ήδη όμως, νοιώθω εξαιρετικά άβολα, καθώς εισέρχομαι σε ένα επιστημονικό χώρο, τον οποίο ελάχιστα γνωρίζω, και από τον οποίο θα ανέμενα τις δικές του τοποθετήσεις, για το ζήτημα που εδώ αναδεικνύουμε. Παρόλα όμως αυτά, αν δεν είμαι ψυχολόγος, είμαι ασφαλώς, «υποκείμενο» της ψυχολογίας, και ως τέτοιο θα επιχειρήσω να μιλήσω, με όλη την ελευθεριότητα που μου παρέχει η έλλειψη ειδικής επιστημονικής γνώσης.
Η προπαγάνδα λοιπόν, στην εποχή των Μνημονίων, είχε τον πρώτο ρόλο στη ζωή μας καθημερινά. Η μέρα μας άρχιζε και τέλειωνε με τις ατέλειωτες ειδήσεις και εκπομπές, που όλες τους πληροφορούσαν και ανέλυαν πόσος ακόμα πόνος μας περίμενε, πόσο ακόμα χειρότερα θα είναι τα πράγματα για την συντριπτική πλειοψηφία του λαού, και κυρίως για τους μισθωτούς (αρχικά η «μπόρα» είχε πάρει τους δημοσίους υπαλλήλους, σύντομα όμως συμπεριέλαβε και τους ιδιωτικούς υπαλλήλους στο κάδρο) και συνταξιούχους (και εξ αντανακλάσεως για την μικρομεσαία επιχειρηματική τάξη), τις τάξεις δηλαδή που σήκωσαν στους ώμους τους τις συνέπειες των Μνημονιακών μέτρων αλλά και το ανάθεμα για ό,τι κακό αποδίδονταν γενιές πίσω, και που οδήγησε στο «2010». Μιλούσε η προπαγάνδα για όλα αυτά τόσο πολύ, όσο λιγότερο μιλούσε για την ανάγκη να ερευνηθούν από τη Βουλή οι αιτίες που μας οδήγησαν στο «2010», οι πραγματικές αιτίες και όχι όσα αυτή ανέφερε (ανωτέρω). Αυτές οι αιτίες, ποτέ δεν ερευνήθηκαν, και είναι προφανές το γιατί, ποιους προσπάθησαν να καλύψουν (όχι πάντως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους). Έτσι, ήταν, στα δικά μου μάτια, ηλίου φαεινότερο, πως δεν προσπαθούσαν με επιχειρήματα να μας πείσουν γιατί φτάσαμε στο «2010», τα επιχειρήματά τους πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ήταν απελπιστικά κενά λογικού περιεχομένου, αλλά, μέσω ενός καταιγισμού ψεμάτων (για το «πλουσιοπάροχο» Κοινωνικό Κράτος και τους «υψηλούς» μισθούς και συντάξεις – ποτέ όμως δεν είχαν μιλήσει για μεγάλα ιδιωτικά κέρδη) και κυρίως γενικών αναφορών για ένα είδος «συνολικής ευθύνης», που θόλωνε και συσκότιζε τα πάντα, και βεβαίως, την οποιαδήποτε αντίθετη γνώμη να γελοιοποιείται από τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, προσπαθούσαν να μας πείσουν να αποδεχτούμε ένα (πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό) «έγκλημα» που είχαμε (δήθεν) διαπράξει «συλλογικά», ή μάλλον, διαπράτταμε επί μακρά σειρά ετών, και ότι πλέον είχε έρθει «η ώρα του λογαριασμού» (τώρα, γιατί δεν μας είχαν στείλει τον «λογαριασμό» νωρίτερα, αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, που απλά δεν έγινε, όπως και άλλες κρίσιμες συζητήσεις). Είναι επίσης αυτός ο ίδιος λαός που ενοχοποιήθηκε από την ίδια αυτή προπαγάνδα ως διαφθαρμένος. Η προπαγάνδα του Παλαιοκομματισμού, δεν άφησε αθλιότητα που να την αφορά την οποία να μην έχει επιρρίψει στο λαό (της ανικανότητάς της περιλαμβανομένης) ή τουλάχιστον χωρίς να επιχειρήσει να τον καταστήσει συνένοχο των αθλιοτήτων αυτών (και της ανικανότητάς της) : το «όλοι μαζί τα φάγαμε», εκφράζει ακριβώς την πραγματικότητα που μόλις παραπάνω υπογραμμίσαμε.
Ασφαλώς δε, σ’ αυτό το άθλιο παιχνίδι της Αθλιότητας σε βάρος του λαού, δεν μπορούσε να λείπει και εκείνο το είδος τεχνοκρατών, επιστημόνων και διανοούμενων, που διαχρονικά μπορεί κανείς να εντοπίσει στην παγκόσμια ιστορία, και οι οποίοι δρουν ως ενεργούμενα της Αθλιότητας, δίνοντας και εν πάση περιπτώσει επιχειρώντας να δώσουν ένα επίχρισμα επιστημονικού ρεαλισμού στα επιχειρήματα της προπαγάνδας της.
Όλη η στόχευση της Μνημονιακής προπαγάνδας, ήταν ακριβώς αυτό : η προσπάθεια αυτοενοχοποίησης του λαού, και ενίσχυσης των παραγόντων που προάγουν την χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενώ, παράλληλα, η «πολιτική ευθύνη», όταν έφτανε η στιγμή να συζητηθεί, έμμεσα πλην σαφώς, μέσα από δόσεις «αυτοκριτικής», ενίοτε σκληρής, εν τούτοις, το «δια ταύτα» ήταν πως έφταιγε το «πελατειακό» Κράτος που είχε καταστήσει υποχείριους του πολιτικούς σ’ αυτό, ενώ δεν έλειψαν και οι φωνές εκείνες που ανήγαγαν τους πολιτικούς, στα πλαίσια αυτής της επιχειρηματολογίας, και σε «θύματα» των αφόρητων πιέσεων των ψηφοφόρων τους! Ας προσέξουμε εδώ, πως ουδέποτε το «πελατειακό Κράτος» προσεγγίσθηκε από τη σκοπιά των «πελατών-ιδιωτών επιχειρηματιών», αλλά, μονίμως από τη σκοπιά των πολιτών που αναζητούσαν μια δημοσιοϋπαλληλική καριέρα, αλλά και των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα, διότι κι αυτοί μέσω των συνδικάτων τους πρόβαλαν απαράδεκτα αιτήματα, που κι αυτά, όταν ήρθε «η ώρα του λογαριασμού» το «2010», έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα της «αφροσύνης» τους.
Προκειμένου να εκτραπεί η προσοχή από το παρόν, διότι προφανώς το παρόν μπορεί να αναδείκνυε ένα πρόβλημα αλλά τελείως αναντίστοιχο ως προς την σπουδαιότητά του σε σχέση με το μέγεθος αλλά και την σκληρότητα μα και τον παράνομο χαρακτήρα των πολιτικών που η Μνημονιακή Αθλιότητα είχε προσχεδιάσει να επιβάλλει στα πλαίσια ενός στόχου που μερικώς μόνο σχετίζονταν με την τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, έπρεπε τα επιχειρήματα να ενισχυθούν με το να αθροιστούν όλα τα προβλήματα της χώρας τουλάχιστον σε βάθος μιας ή δυο γενεών πίσω. Ουσιαστικά, η προπαγάνδα μετατόπισε τον χρόνο και τον τόπο κάποιες δεκαετίες πίσω, ώστε το παρόν να ενοχοποιηθεί όχι μόνο για τα όποια επικαλούμενα δεινά και προβλήματα εντοπίζονταν σ’ αυτό, αλλά, να προστεθούν σ’ αυτά και τα όποια προβλήματα του παρελθόντος, και σε ό,τι αφορά τις ατομικές και κυρίως τις πολιτικές ευθύνες, αυτές χάθηκαν μέσα στη συλλογική ευθύνη. Αυτή η εστίαση σε «κακά» του (ενίοτε) μακρινού παρελθόντος για τα τωρινά «δεινά», είχε και το πλεονέκτημα, πως λίγοι είχαν επίγνωση των πραγματικών γεγονότων, ιδίως των οικονομικών (μα και των πολιτικών), που τότε συντελούνταν κατά τρόπο που έμελε στο μέλλον (δηλαδή στο δικό μας «παρών»), να επιδράσουν τόσο καταλυτικά ώστε να οδηγήσουν τη χώρα στη πτώχευση και την Δημοκρατία στην ουσιαστική της έκπτωση. Και σε κάθε περίπτωση, το απόστημα που έσπασε το «2010», ήταν πως ο ελληνικός λαός, αυτός και ουδείς άλλος στην θεωρούμενη «σοβαρή Ευρώπη» (και όχι μόνο), ζούσε «πάνω» από τις οικονομικές του δυνατότητες.
Έτσι λοιπόν, η επιστημονική προπαγάνδα της Μνημονιακής Αθλιότητας, όπως εγώ τουλάχιστον την αντιλαμβανόμουν, είχε επωμιστεί μια εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη ως προς τη φύση της αποστολή. Ένας λαός που είχε μετατραπεί σε λαό τζιτζικιών (όπως κατηγορούνταν) έπρεπε να (ξανα)γίνει λαός μερμηγκιών. Τώρα το πότε ήταν στο παρελθόν ήταν λαός μερμηγκιών και πότε και κυρίως με ποια διαδικασία μεταμορφώθηκε σε λαό τζιτζικιών αυτό, δεν το διευκρίνισαν ούτε οι πλέον επιφανείς επιστήμονες του κλάδου της μερμηγκολογίας, ούτε μας υπέδειξαν μέσω του προσωπικού τους παραδείγματος, ένα αξιόπιστο υπόδειγμα modus vivedi και modus operandi του λαού που επρόκειτο από άνθρωποι να μετατραπούν σε μερμήγκια. Όμως, ακόμα και στο παραμύθι του τζίτζικα και του μέρμηγκα, ο τελευταίος έχει στη διάθεσή του, αρκετό χρόνο ξεγνοιασιάς, κατά τους χειμερινούς μήνες, πράγμα όμως που δεν θα ισχύει στον μεταμορφωμένο σε μέρμηγκα τζιτζικάνθρωπο. Ο μερμηγκάνθρωπος τον οποίο επιδιώκουν να κατασκευάσουν στα νεοφιλελεύθερα εργαστήρια, θα είναι ένας μέρμηγκας τον οποίον όταν αντικρύσουν τα εκ φύσεως μερμήγκια θα τρομάξουν ακόμα κι αυτά αντικρίζοντάς τον.

VIII

Στρατηγικός στόχος της επιστημονικής προπαγάνδας του Παλαιοκομματισμού, είναι να περιορίσει έως και του εκμηδενισμού, αλώνοντας ή κλονίζοντας τις όποιες διαθέσιμες ψυχολογικές αντιστάσεις που ο κάθε άνθρωπος διαθέτει, τον Ζωτικό Συνειδησιακό Χώρο του θύματός της. Ως Συνειδησιακό Ζωτικό Χώρο, θα ορίσουμε εδώ τον βαθμό ελευθερίας του ανθρώπου να διαμορφώνει ο ίδιος και διατηρεί τη συνείδησή του υπό τον έλεγχό του, εναντίον όλων των εξωτερικών ψυχολογικών επιθέσεων που δέχεται αυτή του η ελευθερία που επίσης εξισούται και με την έννοια της ιδιοκτησίας αυτής της συνείδησης και άρα και της κυριαρχίας του Ζωτικού Συνειδησιακού Χώρου. Το ερώτημα αν η συλλογική συνείδηση του έθνους, παραμένει υπό την ιδιοκτησία του ή υπό την ιδιοκτησία της προπαγάνδας αλλότριων συμφερόντων προς τα δικά του, είναι κάτι για το οποίο προσωπικά δεν διαθέτω απάντηση για ένα «ναι» ή ένα «όχι». Προσωπικά, σε ό,τι αφορά τον δικό μου Ζωτικό Συνειδησιακό Χώρο, για το αν είμαι ή όχι «ιδιοκτήτης» του, μονάχα με ένα «έτσι πιστεύω» μπορώ να απαντήσω, αλλά και πάλι, θα πρέπει να αποδείξω ότι η βούλησή μου είναι προϊόν αποκλειστικά δικό μου χωρίς ισχυρές εξωτερικές επιρροές, πράγμα που από μόνο του θα ανοίξει ένα ευρύ κύκλο συζήτησης. Επομένως, η απάντηση για τον συλλογικό Ζωτικό Συνειδησιακό Χώρο του ελληνικού λαού, η δική μου απάντηση στο ερώτημα της «ιδιοκτησίας» του, είναι πως «μένει να το δούμε».
Συνδυάζοντας τις παραπάνω παρατηρήσεις με την απογοήτευση και τη παραίτηση για την οποία ήδη κάναμε λόγο, μπορούμε να πούμε ότι το πρόβλημα εδώ βρίσκεται κυρίως στη συνειδησιακή του διάσταση. Αν αυτή η απογοήτευση οδηγεί στη συνειδησιακή απάθεια απέναντι σε (καταγγελλόμενα ως) εθνικά εγκλήματα, που τόσο αφειδώς προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, τόσο από το Μνημονιακό όσο και από το αντιμνημονιακό μπλοκ, και επομένως, αν και διαφορετικά ως προς το περιεχόμενο και τα αίτιά τους κατά περίπτωση, όμως, σε κάθε περίπτωση, οι καταγγελίες υπήρξαν, τότε, το πρόβλημα αρχίζει να γίνεται και πιο πολύπλοκο και πιο επικίνδυνο θα έλεγα. Και τούτο, διότι η αδράνεια ή η απάθεια, είναι ακόμα χειρότερη απ’ την απογοήτευση, πρώτον διότι αυτή δημιουργεί μια κουλτούρα υποταγής, ηττοπάθειας και δουλοφροσύνης, χωρίς να προσφέρει καμία χρήσιμη εμπειρία για το πώς μελλοντικά θα επέλθει αυτή η απεξάρτηση, ενώ, μια αποτυχία συσσωρεύει χρήσιμη γνώση που θα επιτρέψει την συστηματική υπονόμευση της ισχύος της Αθλιότητας, και κάτω από κάποια ή κάποιες ευνοϊκές συγκυρίες που ποτέ δεν λείπει στο ιστορικό γίγνεσθαι, πιθανώς να επιτρέψει και την κατακρήμνισή της. Η ίδια ακριβώς διαδικασία, ιδωμένη απ’ την πλευρά της Αθλιότητας, ερμηνεύει, επίσης, την αιτία της ισχύος της.
Άλλωστε, είναι αλήθεια πως ζούμε αυτό που και σε άλλα άρθρα μου έχω αναφερθεί, δηλαδή, την «Κανονικοποίηση της Αθλιότητας». Αυτό είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα της απογοήτευσης που αναφερθήκαμε ήδη παραπάνω, και αποτελεί την πεμπτουσία της παραίτησης από κάθε προσπάθεια απαλλαγής από τη Μνημονιακή Αθλιότητα. Ο λόγος πλέον που δεν αναφερόμαστε παρά ολοένα και πιο σπάνια στα Μνημόνια, παρότι ζούμε εντός αυτών και σύμφωνα με τις επιταγές τους, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι αποδεχτήκαμε ως λαός την αδυναμία μας να αλλάξουμε το Παλαιοκομματικό μας πολιτικό σύστημα, και επομένως ό,τι αυτό παρήγαγε και θα εξακολουθεί να παράγει. Ίσως, αυτή η αποδοχή, δρα και ως ένα είδος αγχολυτικού παράγοντα, μιας και ό,τι έχουμε αποδεχτεί ως «αναπόφευκτο», παύει και να μας απασχολεί (τουλάχιστον για κάποιο διάστημα) και επομένως να μας αγχώνει.
Αυτή όμως η απογοήτευση, αποστρέφει και το ενδιαφέρον του λαού από το πολιτικό γίγνεσθαι και επομένως, όχι μονάχα αφήνει το γήπεδο στην απόλυτη κυριαρχία της μίας ομάδας (του Παλαιοκομματισμού), η οποία ουσιαστικά δρα καθεστωτικά, χωρίς την ανάγκη (σοβαρής) λογοδοσίας προς τον λαό, όντας ο τελευταίος παρατημένος και από τα πολιτικά του δικαιώματα αρκούμενος στο ανά τετραετία «λειτούργημα» της συμμετοχής του στην εκλογική διαδικασία, μα, εξίσου σημαντικό, αν όχι και σημαντικότερο, τελεί σε άγνοια για την ύπαρξη δυνητικών σοβαρών εναλλακτικών επιλογών που πιθανώς να προκύπτουν απ’ το ίδιο το γίγνεσθαι των πραγμάτων. Είναι αυτό το ίδιο γίγνεσθαι που προσφέρει κάποια σημαντικά παγκόσμιου βεληνεκούς διδάγματα, όπως, ακόμα και οι πιο στέρεα θεμελιωμένες Καταστάσεις Πραγμάτων, άλλοτε δυσκολότερα και άλλοτε ευκολότερα ανατράπηκαν, και επομένως, τίποτα δεν μπορεί να μας προβληθεί ως μονόδρομος. Η Ιστορία δεν κινείται κατ’ ανάγκην ούτε στον ίδιο δρόμο, ούτε έχει την ίδια πάντα φορά η κίνησή της.
Στη περίοδο που εγκαθιδρύονταν το Μνημονιακό Καθεστώς, είδαμε καθαρά τη προσπάθεια διαδικασίας κανονικοποίησης της Αθλιότητας. Μόλις ένα άθλιο μέτρο επιβάλλονταν, λίγο μετά αναγγέλλονταν ένα άλλο εξίσου όταν δεν ήταν αθλιότερο του προηγούμενου μέτρο, με αποτέλεσμα η προσοχή να εστιάζει στην υπεράσπιση του προηγούμενου άθλιου μέτρου, προκειμένου να αποτραπεί το νεότερο. Αυτή η διαδικασία της διαδοχικής επιβολής των μνημονιακών μέτρων, οδηγούσε, μέσω της στρατηγικής αυτής (του σαλαμιού), τη κάθε φορά ο αγώνας να γίνεται ουσιαστικά στο να διατηρηθεί η προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, που λίγο πριν θεωρούνταν απαράδεκτη, διότι εν τω μεταξύ μια άλλη νεότερη πρόβαλε στον ορίζοντα, ακόμα χειρότερη. Κάπως έτσι φτάσαμε, μέσα σε 7-8 χρόνια, από το 2010 αρχής γενομένης, να ολοκληρωθεί η διαδικασία επιβολής των Μνημονίων. Το χρονικό ορόσημο που προπαγανδίστηκε ως έξοδος από τα Μνημόνια, ουσιαστικά εκφράζει τον χρόνο που απαιτήθηκε για την κανονικοποίηση της Μνημονιακής Αθλιότητας. Έξοδος από τα Μνημόνια δεν υπήρξε ποτέ, διότι ποτέ δεν ήρθησαν οι Μνημονιακοί νόμοι που θέτουν την ελληνική οικονομία υπό διαρκή και αυστηρά επιτήρηση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά, ας το επαναλάβουμε, μαζί με το δήθεν τέλος των Μνημονίων, επιβλήθηκε και ένας ακόμα όρος, πρωτοφανής διεθνώς, η χώρα να διατηρεί πλεονάσματα μέχρι το 2060!!!
Επί του παρόντος, φαίνεται πως έχουμε παραδοθεί (σχεδόν) αμαχητί στη Λήθη, και επομένως δεν είναι να απορεί κανείς γιατί δεν διδασκόμαστε απ’ το πλούσιο σε θλίψεις μα και κάποιες ευχάριστες στιγμές παρελθόν μας. Πώς θα διδαχτείς από την Ιστορία όταν τα διδάγματά της τα θάβουμε μαζί με τα γεγονότα που τα παρήγαγαν, μια ενασχόληση που περιθωριοποιήθηκε στο επίπεδο ενός ακαδημαϊσμού που τείνει να λάβει, μαζί με κάποιες άλλες διανοουμενίστικες ομάδες ένα ελιτίστικο χαρακτήρα, αποκομμένο και αποξενωμένο από το Σώμα της Κοινωνίας και του Λαού;
Όμως, ζώντας το παρόν ως ψευδαίσθηση, αφού στην ουσία ζούμε το εκτεταμένο στο παρόν παρελθόν του Παλαιοκομματισμού, έχουμε εκτρέψει τον ρου του εθνικού μας γίγνεσθαι προς το παρελθόν του οποίου τα στάσιμα ύδατα έχουν μεταβληθεί σε έλη όπου ανθούν όλων των ειδών οι ασθένειες. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον, είναι καταδικασμένη, υπό τις άνω συνθήκες, να εκτρέφει την πιο παχυλή ημιμάθεια και ψευδαίσθηση, αναφορικά για το τι και γιατί μας συμβαίνει, ως άτομα, ως πολίτες, ως Κοινωνία, ως λαός και ως έθνος.
Είναι σαν τον θεατή ενός ενδιαφέροντος θεατρικού έργου, τον οποίο όταν τον ρωτάς να σου πει τις εντυπώσεις του, απλά σου περιγράφει τι είδε και τι άκουσε. Εκεί σταματάνε τα πάντα. Δεν έχει να πει τίποτα, ούτε για τα μηνύματα του έργου, ούτε για τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που παρήγαγε. Όλοι οι εξωτερικοί ερεθισμοί που προήλθαν από το αξιόλογο έργο, φαίνεται να προσέκρουσαν σε τοίχος, το οποίο δεν τους επέτρεψαν να τύχουν της αναγκαίας διανοητικής επεξεργασίας.

IX

Κλείνοντας αυτό το άρθρο ας σημειώσουμε και τούτο :
Το 2021 δεν αφυπνιστήκαμε από κανέναν ύπνο ούτε συνήλθαμε από κάποια κατάσταση υπνηλίας ή χίμαιρας. Τίποτα από όσα μας συνέβαιναν μέχρι τότε, δεν συνέβαιναν και στον υπόλοιπο κόσμο, και ασφαλώς και στην Ευρώπη. Αντίθετα, επειδή για λόγους που δεν συνδέονται αιτιακά με την Κρίση, αλλά αποτελούν μονάχα την αφορμή, κι επειδή η πλέον αξιόπιστη διαπίστωση, αν όχι η μόνη, ήταν η ομολογία του ίδιου του πολιτικού συστήματος εξουσίας ότι η Ελλάδα, αντιμετωπίστηκε ως πειραματόζωο, για λόγους που πάση θυσία έπρεπε να μην διερευνηθούν επισήμως, όπως και έγινε, ουσιαστικά, ακριβώς απ’ τη στιγμή της υπαγωγής της χώρας στο Μνημονιακό Καθεστώς, η συστημική προπαγάνδα, χρησιμοποιώντας όλα τα όπλα της, επιχείρησε να αποκοιμίσει το λαό με ένα καταιγισμό ανερυθρίαστων ψευδών και μομφών, που δεν στόχευαν απλώς να πείσουν για την αναγκαιότητα των Μνημονίων, πράγμα που παταγωδώς απέτυχαν, όσο κυρίως, κι εδώ βρίσκεται το μέγεθος της Αθλιότητας, να πετύχουν ο λαός να αυτοενοχοποιηθεί, ακόμη και για τις πολιτικές του επιλογές, για το γεγονός δηλαδή, πως εν τέλει, αυτός ήταν που είχε επιλέξει και επιβάλλει αυτό το πολιτικό σύστημα, και εν πάση περιπτώσει, ο κάθε λαός έχει το πολιτικό σύστημα και τις πολιτικές ηγεσίες που του αξίζει. Την ευπιστία του λαού, η Αθλιότητα την επικαλείται τώρα ως επιχείρημα εναντίον του, στη λογική ότι δεν δικαιούται να ομιλεί, για να τροποποιήσω ελαφρά μια διάσημη πολιτική ρήση του παρελθόντος, που είχε διατυπωθεί από άλλη αιτία και για άλλο λόγο. Εξ αιτίας των διεθνώς πρωτοφανών για την σκληρότητα και την παρανομία τους μέσων, που η Αθλιότητα με αφορμή την Κρίση του 2010, επέβαλε στην Ελλάδα και τους Έλληνες, προκειμένου να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της, φαίνεται πως τελικώς, σε συνδυασμό και με τα ισχυρής ναρκωτικής επίδρασης στρατηγικών που η προπαγάνδα της Αθλιότητας εφάρμοσε, ναι, φαίνεται πως πέτυχε την κανονικοποίησή της, έχοντας υποβάλλει την συλλογική ψυχή σε κατάσταση ελεγχόμενων συναισθημάτων αλλά και αντίδρασης. Ασφαλώς η Ιστορία, εθνική και διεθνής, έχει δείξει, πως όσο βαθιά και ισχυρά είναι τα θεμέλια της Αθλιότητας, οι λαοί, πάντα βρίσκουν τον τρόπο, με ένταση και μέσα που την κάθε φορά θεωρούνται ως τα πλέον πρόσφορα για τους σκοπούς του αγώνα τους, να υποσκάπτουν αυτά τα θεμέλια και να κατακρημνίζουν την Αθλιότητα απ’ τον θρόνο της, όσο κι αν αυτό δεν συνεπάγεται ιστορικά το Τέλους της Ιστορίας, με κανένα κριτήριο. Το Τέλος της Ιστορίας, με βάση, όχι μόνο το ιστορικό γίγνεσθαι σε όλες του τις μορφές και σε όλα του τα επίπεδα, αλλά και με βάση το βιολογικό – γενετικό γίγνεσθαι του ανθρώπου, πολύ απέχει από το να είμαστε σε θέση, να υποπτευθούμε τη μορφή και το περιεχόμενό του, κι έτσι, αυτό το τέλος, μονάχα με μεταφυσικούς όρους μπορούμε, επί του παρόντος, να το προσεγγίζουμε.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ