Το Μετεωριζόμενο (Ατομικό και Εθνικό) Παρόν μας, το Πολιτικό Επιχείρημα του «ό,τι έγινε, έγινε» και ο Ρόλος της Ειδημονοκρατίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ι

Μπορούμε να πάμε πίσω στο χρόνο όσο θέλουμε, και σε όποια χώρα θέλουμε, για να αντλήσουμε τα αναγκαία ιστορικά παραδείγματα, που να μας βεβαιώνουν, πως δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα μια Εξουσία, υπό προϋποθέσεις δε της Δημοκρατικής μη εξαιρουμένης (εκείνης που βρίσκεται ήδη σε στενές σχέσεις με παρακμιακά φαινόμενα), που να μην «επενδύει» πολλά στην άγνοια των πολιτών της για ό,τι αποκαλείται «πραγματικότητα» του δημοσίου γίγνεσθαι (πολιτική, οικονομική, κοινωνική), υποθάλποντας μάλιστα η ίδια τους μηχανισμούς εκείνους που οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ασφαλώς, αυτή η άγνοια, δεν διαφημίζεται ως στόχος, αντιθέτως μάλιστα! Όμως εκείνο που έχει σημασία, τελικώς, δεν είναι το τι αποτελεί «πραγματικό γεγονός», αλλά το τι ο πολίτης νομίζει σχετικά με αυτή την «πραγματικότητα». Κι αυτό το «νομίζει», αποτελεί τον τομέα ενδιαφέροντος για την Εξουσία, η οποία, αναλόγως για ποια Εξουσία μιλάμε, είτε θα ενισχύσει την πληροφόρηση του πολίτη με το αναγκαίο πληροφοριακό υλικό το οποίο πράγματι θα τον βοηθήσει να αντιληφθεί περί ποιας «πραγματικότητας» μιλάμε και μιλάει, είτε εμμέσως δια της προπαγάνδας, και ενίοτε αμέσως, με τα πιο χοντροκομμένα επιχειρήματα ή και χωρίς επιχειρήματα, θα επιχειρήσει να τον καθοδηγήσει προς το βασίλειο των ψευδαισθήσεων ή της άγνοιας.

Τελευταίο παράδειγμα τούτης της διαδικασίας αποπροσανατολισμού του πολίτη από την «πραγματικότητα», την βιώσαμε εδώ στην Ελλάδα πολύ πρόσφατα, στην περίοδο των Μνημονίων, όπου η σχέση αιτίου-αιτιατού, δηλαδή τίνος αιτίας ή δέσμης αιτιών ήταν η Κρίση, ως αποτέλεσμά τους, δόθηκε όχι μάχη, μα μάχες που συγκροτούσαν έναν πόλεμο προπαγάνδας εναντίον της πιθανότητας να αποκαλυφθούν οι πολιτικές (και πλέον ουσιαστικές) αιτίες της Κρίσης, που έπρεπε να παραμείνει στα επιφαινόμενά της, δηλαδή στις οικονομικές συνέπειες των ουδέποτε διερευνηθέντων συνολικών αιτίων της. Η Κρίση δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και συγκεκριμένων αρρυθμιών στη λειτουργία της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου (πολιτικές κι εδώ οι αιτίες), αλλά, προέκυψε ως «κρίση αριθμών» : κάποιοι αριθμοί (που εκφράζουν κάποια δημοσιονομικά μεγέθη), απλά, από μόνοι τους, «λειτούργησαν» και «παρήγαγαν» κάποια μη επιθυμητά αποτελέσματα. Υπό μια έννοια, δε, και σήμερα, βιώνουμε μια κακότεχνη είναι αλήθεια προπαγάνδα υπέρ τη υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών κατά του covid-19, (εγώ ο ίδιος, ας το διευκρινίσω, είμαι πλήρως εμβολιασμένος, όχι διότι ανήκω στις ομάδες εργαζομένων στις οποίες ο εμβολιασμός κρίθηκε υποχρεωτικός επί ποινή αναστολής της εργασίας τους αν δεν συμμορφωθούν, μιας και είμαι συνταξιούχος), με κύριο χαρακτηριστικό την φίμωση ή περιθωριοποίηση κάθε άλλης επιστημονικής αντίθετης άποψης, που είναι κατά της υποχρεωτικότητας αυτής, άμεσης ή έμμεσης (σε ό,τι αφορά τον υπόλοιπο πληθυσμό που δεν υπόκειται στην άνω υποχρεωτικότητα). Αυτό που προσωπικά με ενοχλεί εδώ και ασφαλώς απορρίπτω, είναι ακριβώς τούτη η φίμωση και δεν τοποθετούμαι καν στο πια επιχειρηματολογία θεωρώ ως την πιο σωστή για μένα. Αυτό που με ενδιαφέρει ατομικά και αξιώνω ως πολίτης, είναι η ισότιμη προβολή ΟΛΩΝ επί του θέματος απόψεων, από τα συστημικά ΜΜΕ. Έχοντας μια δοσμένη άποψη για τη Δημοκρατία και τον τρόπο λειτουργίας της, ανεξάρτητα αν μιλάμε για το τούτο εδώ το γεγονός ή για τα Μνημόνια ή για οποιοδήποτε άλλο γεγονός, (π.χ. την Έκθεση Πισσαρίδη που συνετάχθη μεσούσης της πανδημίας και με το αποκλειστικό σχεδόν ενδιαφέρον του κόσμου στραμμένο σ’ αυτή, επομένως, συνετάχθη, δικαιούμαι να πω, κυριολεκτικώς «στη ζούλα»), μου είναι αδιανόητο να θάβεται ο πλουραλισμός των απόψεων, όχι μονάχα των επιστημονικών, και να αναδεικνύεται η κυριαρχία μιας μονάχα «Σχολής», πράγμα που από μόνο του ορίζεται ως προπαγάνδα, ιδίως όταν ουδόλως πείθει πως δεν τελεί υπό τις ευλογίες της Εξουσίας, όταν αυτό δεν κάνει και τον κόπο να το αποκρύψει. Στη δική μου συνείδηση, από τη στιγμή που μια Εξουσία, οιαδήποτε και οπουδήποτε, επιστρατεύει την προπαγάνδα, κάποια σκοπιμότητα υπάρχει, όχι πάντως για το γενικό καλό. Ποτέ, εξ όσων γνωρίζω, η οποιαδήποτε Δημοκρατία και ο οποιοσδήποτε λαός, δεν ωφελήθηκε από την μονόπλευρη δημόσια πληροφόρηση και κυρίως από την προπαγάνδα.

Ειδικώς στη περίπτωση των Μνημονίων, έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή, όχι πάντα συχνή διεθνώς. Τα Μνημόνια, δεν πήραν πίσω μονάχα τη ζωή του λαού και της Χώρας του «παρόντος», του «σήμερα», αλλά, πήραν αναδρομικά πίσω και την ζωή του παρελθόντος και μάλιστα σε μεγάλο χρονικό βάθος. Το παρελθόν αυτού του λαού και αυτής της Χώρας, υπήρξε ένα «λάθος», κατά την αντίληψη των Δανειστών, που έφτασαν στη Χώρα μας και απαίτησαν όχι κάποια «δικαιώματα», όπως π.χ., να καταθέσουν τους όρους της «βοήθειάς» τους, μα αξίωσαν και την ανάληψη, άτυπη μεν, πλην ουσιαστική, της Εξουσίας της Χώρας, διότι η Χώρα, πέραν του ότι για χάρη τους και προφανώς κατ’ απαίτησή τους, κυριολεκτικά παραιτήθηκε των Συνταγματικών κυριαρχικών της δικαιωμάτων, επιπλέον, δεν όφειλε απλά να πει στους δανειστές πόσα λεφτά χρειάζεται και πώς θα τα αποπληρώσει, άλλα, όφειλε, να «ξηλώσει» το παρελθόν της, όχι λεκτικά, θεωρητικά, μα έργω, με πολιτικές που να λαμβάνουν πίσω εισοδήματα και περιουσίας που ο λαός είχε δημιουργήσει δεκαετίες χρόνια πίσω, και να δεχτεί ένα «μέλλον» που οι Δανειστές θα επέβαλαν και που έπρεπε να το δεχτεί «ως έχει», στη λογική του «take it, or leave it», που όμως, κι αυτή η εναλλακτική, αφαιρέθηκε διότι αυτό που ίσχυσε ήταν το υποχρεωτικώς «take it»!. Επομένως αυτό το «λάθος», έπρεπε να μηδενιστεί, που πάει να πει να εξαφανιστεί. Ο χρόνος στην Ελλάδα, λειτουργούσε στη Μνημονιακή περίοδο σε μια λωρίδα με κατεύθυνση προς τα πίσω, ενώ στο παρόν, αυτός ο χρόνος «επί του παρόντος» παραμένει στάσιμος, μέχρις ότου η θεραπεία του «ασθενούς» ολοκληρωθεί και του επιτραπεί να «περπατήσει» και πάλι μόνος του, προς το δικό του μέλλον. Νομοθετικά τούτο ορίστηκε ότι θα συμβεί το 2060, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι τότε, ο άνεμος θα φυσά ούριος, τόσο εντός της Χώρας όσο και Διεθνώς. Μέχρι τότε, θα περπατά με πατερίτσες, κάνοντας κύκλος εντός του «αναρρωτηρίου, υπό την στενή εποπτεία των θεραπόντων ιατρών και φυσιοθεραπευτών της.

Το κύριο χαρακτηριστικό, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, υπήρξε η μεθοδικά καλλιεργούμενη μεγάλη ψευδαίσθηση τόσο για το παρελθόν που αφήναμε (τι ακριβώς και πώς έπρεπε να αφήσουμε πίσω), όσο και για το μέλλον για το οποίο είχαμε πλήρη άγνοια των κινδύνων και απειλών που έκρυβε, και η ψευδαίσθησή μας, όταν υποτίθεται ότι εντοπίζαμε αυτές τις απειλές κι αυτούς τους κινδύνους, ότι μπορούσαμε να έχουμε «άποψη» για το «μέλλον» «μας», αγνοώντας τη σημασία του πώς και κυρίως με ποια ηγεσία θα ξεπερνούσαμε -ξεπεράσουμε- αυτούς τους σκοπέλους.

Διαχρονικά, μεταξύ του εκάστοτε «παρόντος» που λειτουργούσε ως διαμεσολαβητικός χρονικός παράγων ανάμεσα στο «παρελθόν» που αφήναμε και στο «μέλλον» που σχεδιάζαμε, ουσιαστικά, δεν υπήρχε καμία αιτιώδης συνάφεια, αφού, μεταξύ σχεδιαζομένου μέλλοντος και του βιωμένου παρελθόντος, είχε αποκοπεί κάθε δίαυλος ανατροφοδότησης με την αναγκαία πληροφόρηση που θα συνέδεε αιτία με αποτέλεσμα, πράγμα που με τη σειρά του, δημιουργούσε ένα «παρόν» που μετεωρίζονταν πάνω στην απλή πολιτική φιλοδοξία ή την απλή ομιχλώδη προσμονή του λαού «για κάτι θετικό».

ΙΙ

Ως λαός, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως σπάνια, για να μη πω ποτέ, δεν θέταμε απέναντι στα εκάστοτε μεγάλα ερωτήματα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, τα ανάλογα μεγάλα ερωτήματα, με τις ρίζες τους να φτάνουν στις ρίζες των προβλημάτων που ήγειραν τα αντίστοιχα ερωτήματα και απαιτούσαν τις αντίστοιχες απαντήσεις τους. Αυτό, δηλαδή αυτή η «αποχή» από την αναζήτηση του «τι μας συμβαίνει», αποτελεί τον θρίαμβο του Πολιτικού Συστήματος της Χώρας μας, διότι, γνώριζε πολύ καλά τι θα σήμαινε για το ίδιο μια τέτοια γνώση από τη λαϊκή «μάζα».

Οι σχετικές ερωτηματοθεσίες που διατυπώνονταν, όταν αυτό συνέβαινε, ήταν η έκφραση μιας δυσφορίας, ενώ τα ερωτήματα καθαυτά ως δυνατότητα ή και αρμοδιότητα διατύπωσης και απάντησής τους, εκχωρούνταν στις κομματικές ηγεσίες του πολιτικού μας συστήματος, οι οποίες, ιδίως αυτές των κομμάτων εξουσίας, πάντα καλούσαν στο να μην ασχολούμαστε με το παρελθόν (το περίφημο «ό,τι έγινε, έγινε»), πράγμα που θα γίνει κι αυτό, αλλά όχι τώρα, διότι τώρα, έχουμε τρελαθεί στις υπερωρίες με το χτίσιμο ενός (πάντα) πολύ φιλόδοξου, (πάντα) πολύ απαιτητικού και (πάντα) πολύ κατεπείγοντος (ως προς την ενασχόλησή μας μαζί του) μέλλοντος, κι όταν με το καλό κάποια στιγμή, κάποτε τελειώσουμε με αυτή την οικοδόμηση του μέλλοντός μας, τότε θα ασχοληθούμε και με τα προβλήματα του παρελθόντος, που κάποτε μας απασχολούσαν έντονα, όταν χτίζαμε τα παλιά (όχι σπάνια, αποτυχημένα) μέλλοντά μας.

Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε, τι αξία θα έχει μια τέτοια ενασχόληση του παρελθόντος όταν θα γίνει σε ένα μακρινό μέλλον, ούτε τι αξία θα είχε αυτή η ενασχόληση αν γίνονταν όταν ξεκινούσαμε την οικοδόμηση του νέου μέλλοντός μας, που φαίνεται έτσι, ιστορικά μα και προγραμματικά να οικοδομείται σε ένα χρονικά ασυνεχές γίγνεσθαι, με ένα «παρόν» να μετεωρίζεται όπως ήδη σημειώσαμε πάνω στο τίποτα και το πουθενά. Όμως, το μετεωριζόμενο «παρόν», ακριβώς επειδή μετεωρίζεται, δεν έχει κίνηση με διεύθυνση και φορά, και όταν «κινείται», διότι πρέπει να δείξει ότι δεν είναι στάσιμο, «κινείται» προς τα πίσω. Επί του παρόντος, απλώς στροβιλίζεται στο ίδιο σημείο, όπου ο χρόνος έχει παγώσει, το παρελθόν (ως συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία) και το «μέλλον» δεν συνδέονται με καμία γέφυρα, και μαζί του έχει παγώσει και η ζωή μας (ατομική, κοινωνική, πολιτική, εθνική) με όσα στοιχεία τη συγκροτούν. Εξ ου και το ότι αναβιώνουμε με θαυμαστή ακρίβεια την κυκλικότητα των ίδιων και ίδιων προβλημάτων, που εμφανίζονται διαχρονικά ως άλυτα, που συνεχώς επανέρχονται με την ίδια μορφή και ουσία ή με άλλη μορφή (συνήθως του «νέου») αλλά με την ίδια ουσία, και αναρωτιόμαστε πώς αυτό συμβαίνει, την ίδια στιγμή που μετεωριζόμαστε πάνω στον παγωμένο χρόνο του στάσιμου χρόνου μας, του παρόντος μας.

Ας μην αναρωτηθούμε λοιπόν, τουλάχιστον για να μην δώσουμε την ευχαρίστηση στην προπαγάνδα του «ό,τι έγινε, έγινε», πως απευθύνεται σε μια αγέλη ανοημόνων όντων, γιατί το μέλλον οικοδομείται πάνω σ’ αυτό το χρονικό ασυνεχές. Διότι περισσότερο και από την οικοδόμηση του μέλλοντος του λαού, που ούτως ή άλλως σχεδιάζεται ερήμην του, το Πολιτικό Σύστημα (κυρίως αυτό της Εξουσίας), αυτό το ίδιο που ευθύνεται για το παρελθόν και το παρόν μας (και που τώρα σχεδιάζει και το μέλλον μας), ασφαλώς, αν δεν θέλει να αυτοχειριασθεί πολιτικά, κι επειδή προφανώς το ισοζύγιο των έργων και των ημερών του για τις δεκαετίες που κυβέρνησε τον τόπο, έφτασε στο σημείο εκείνο που οι ζημιές οδήγησαν σε μια Καθολική Χρεοκοπία της Χώρας, πολυπαραγοντική και πολυεπίπεδη ως προς τα αίτια αλλά και τις συνέπειές της, που όμως έχει, σε κάθε περίπτωση, στο επίκεντρό της τις εγκληματικές ευθύνες αυτού του Συστήματος και τις εξίσου αν όχι μεγαλύτερες ευθύνες για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την Κρίση την προηγούμενη δεκαετία, ευλόγως προκύπτει πως για ενστικτώδεις λόγους επιβίωσής του, έχει κάθε λόγο αυτή η διερεύνηση των έργων και ημερών του που οδήγησαν σ’ αυτή (τη Κρίση), να μη γίνει παρά πολύ αργότερα, σε ένα ακαδημαϊκό επίπεδο, με τα όποια πορίσματα των μελλοντικών αυτών ερευνών, να μην ενδιαφέρουν τότε παρά ένα κύκλο ειδικών επιστημόνων και ένα μικρό τμήμα πολιτών που θα τις διαβάσουν στα πλαίσια των ατομικών τους ενδιαφερόντων.

Έτσι όμως οικοδομώντας το μέλλον μας, με αφετηρία ένα παρόν συνεχώς αναδυόμενο από το Μηδέν, αφού μέσω του «ό,τι έγινε, έγινε», το παρελθόν κυριολεκτικώς «σκουπίζεται» και διαγράφεται από τη συλλογική μας μνήμη, το οποίο μέλλον στη συνέχεια βιώνουμε ως παρόν, οδηγεί στην πολύ ενδιαφέρουσα παραδοξότητα, να έχουμε μια εποπτεία της εκάστοτε καθημερινότητάς μας, σε ατομικό, κοινωνικό, εθνικό επίπεδο, την οποία βιώνουμε ως το αποτέλεσμα (αιτιατό) ενός παρελθόντος (αιτίου), το οποίο όμως αγνοούμε, σύμφωνα με τα παραπάνω, τίνι τρόπω συνδέεται με το παρόν που βιώνεται ως η καθημερινότητα ενός λίγο πρωτύτερα οικοδομηθέντος (ή ακόμα οικοδομούμενου) μέλλοντος, αφού η μελέτη αυτού του αιτίου, όπως είπαμε, αναβλήθηκε για το μέλλον. Το μόνο που είναι βέβαιο απ’ το μέλλον που οικοδομείται με αυτό τον τρόπο και ακολούθως βιώνεται ως παρόν, και που προκύπτει ως συμπέρασμα, είναι πως για όλα του τα δεινά πάντα θα φταίνε όλοι εκτός από το Πολιτικό Σύστημα, διότι, άλλη λογική ερμηνεία δεν μπορεί να προκύψει, τα προβλήματα αυτά δεν προέκυψαν απ’ αυτό, αλλά, απλώς, ήρθαν ως κληρονομιά από ακόμα παλιότερες χρονικές περιόδους, με ευθύνη άλλων, που όμως κι εκείνες οι παλιότερες αιτίες των προβλημάτων είχαν μείνει αδιερεύνητες για τους ίδιους με τώρα λόγους.

ΙΙΙ

Η πιο ταιριαστή αναλογία στο δογματικό και σκοταδιστικό πίστευε και μη ερεύνα είναι ακριβώς το «ό,τι έγινε, έγινε». Δεν γνωρίζω κανέναν που να διαθέτει ένα ένδοξο ή έστω ενδιαφέρον ή έστω μη καταστροφικό παρελθόν και να μην επιθυμεί ή να έχει λόγους να το αποκρύψει. Αυτό από μόνο του, απαντά στην αγωνία του Παλαιοκομματισμού να μην γίνεται καμία αναφορά στο παρελθόν του, ή όταν αυτό είναι αναπόφευκτο, τότε επιστρατεύει την συστημική προπαγάνδα που αναλαμβάνει το έργο της απόκρυψης ή διαστροφής της αλήθειας, τη λοιδορία ή το ύποπτον (ενίοτε και εθνικώς) των κινήτρων και επιδιώξεων των ερωτώντων, κ.λπ.

Έτσι η αναζήτηση από τον πολίτη των αιτίων των αιτιατών που βιώνει ως πολιτική, κοινωνική, οικονομική, ατομική και εθνική καθημερινότητα, και τα ερωτήματα που πάντα προκύπτουν στα πλαίσια τέτοιων αναζητήσεων, δεν είναι μονάχα χαμένος χρόνος, που είναι και αντιπαραγωγικός, διότι γίνεται σε βάρος της πολύ επιτακτικής και πολύ επείγουσας ενασχόλησης με την οικοδόμηση του μέλλοντός μας, κι αυτό είναι εντελώς αδιάφορο για το αν ο απλός πολίτης έχει, όχι ασφαλώς ακριβή, μα, τουλάχιστον περίπου αντίληψη για το τι διάφορες επιτροπές σοφών, ειδικών και τεχνοκρατών σχεδιάζουν ή έχουν ήδη σχεδιάσει για το μέλλον το δικό του και της Χώρας, επιτροπές σαν αυτές που στο παρελθόν είχαν ξανασυσταθεί, όταν σχεδιάζονταν τα τότε μέλλοντα, προϊόν κι αυτά, σε κάποιο βαθμό κι αυτών των Επιτροπών «σοφών». Ειδικώς δε στην περίπτωση των Μνημονίων, οι ελληνικές Μνημονιακές Κυβερνήσεις, έσπευσαν να στοιχηθούν πίσω από τις απόψεις τεχνοκρατών, Ελλήνων και ξένων, ιδίως δε αυτών με «διεθνές κύρος και διεθνή εμπειρία», όπως π.χ. οι τεχνοκράτες των Βρυξελών ή του ΔΝΤ, αναβιώνοντας το αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης του στρατηγού Πορφύριο Ντιας που ως Πρόεδρος του Μεξικού, οι επιλογές του στηρίχτηκαν για την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας του, σε ένα σύστημα «επιστημονικής δικτατορίας», με κύρια χαρακτηριστικά, μια οικονομική «ανάπτυξη», με κύριους όμως αποδέκτες των καρπών της τα μεγάλα ντόπια και ξένα συμφέροντα, με τον λογαριασμό του κόστους αυτής της ανάπτυξης να πηγαίνει στους φτωχούς και τη μεσαία τάξη, με το κοινωνικό κράτος να καταρρέει, μα τη διαφθορά να ανθεί, με την φιλοσοφία επιβολής του τύπου pan o palos (ψωμί ή ξύλο), κάτι ανάλογο δηλαδή με το δικό μας «καρότο και μαστίγιο», κ.λπ., κ.λπ. (βλ. UNESCO : Η Ιστορία της Ανθρωπότητος, εκδ. Χ. Τεγόπουλος – Ν. Νίκας, Αθήναι, 1970, Τόμος 8, σελ. 4022-23 και Πορφύριο Ντιάς εις Βικιπαίδεια https://el.wikipedia.org). Δυστυχώς για την Επιστήμη, η οποία ως ιδιοκτησία ανήκει στους λαούς της Ανθρωπότητας, εν τούτοις, οι υπηρέτες της, οι Επιστήμονες, δεν είναι όλοι δεσμευμένοι σ’ αυτό το ιδανικό.

Αντίθετα, κι αυτό ας εκληφθεί ως μια ιστορική, γενική παρατήρηση, υπάρχουν επιστήμονες όλων των επιστημονικών κλάδων, που ευχαρίστως θα πρόσφεραν την επιστημονική τους «εγκυρότητα» προς την (ενίοτε, όποια) Εξουσία θα τους προσέφερε μια προοπτική «βελτίωσης» των οικονομικών τους, ή/και μια αξιοσέβαστη ή/και αξιοζήλευτη κρατικοδίαιτη θέση, ή/και την εύνοιά της που θα διευκόλυνε ή/και θα επέβαλε μια ανοδική πορεία της καριέρας τους. Το ποιοι όμως είναι αυτοί, δεν είναι πάντα ορατό. Άλλωστε υπάρχουν και επιστήμονες αρκετά ευφυείς, ώστε να μην «εκτίθενται» και πολύ δημοσίως σε ό,τι αφορά τις «δουλείες» ή απλώς τις «σχέσεις» τους με την Εξουσία, σε αντίθεση με άλλους. Βεβαίως, υπάρχουν και Επιστήμονες που οι σχέσεις τους με την Πολιτική Εξουσία, απορρέει αμιγώς εκ λόγων ιδεολογικής σύμπλευσης μαζί της, ανεξάρτητα αν δρέπουν και ιδιοτελή οφέλη, θεωρώντας, όχι πάντως εκ λόγων ιδιοτελών, ότι προσφέρουν υπηρεσία προς το Κοινό Καλό, έτσι όπως αυτό θεμελιώνεται και καθορίζεται από την ιδεολογία την οποία υπηρετούν.

Αυτές οι Επιτροπές, από την άλλη, πάντα είναι συζητήσιμο αν η σύνθεσή τους προαποφασίζεται ώστε οι απόψεις τους πάνω στα ζητήματα που κλήθηκαν να τοποθετηθούν απλώς να επικυρώνουν και επιστημονικά τις ήδη ληφθείσες πολιτικές αποφάσεις (της Εξουσίας), ή αν, η Εξουσία, αναμένει εναγωνίως τα πορίσματά τους, προτού νομοθετήσει επ’ αυτών των θεμάτων, και επομένως, από εδώ προκύπτει και των ζήτημα των κριτηρίων της σύνθεσής τους. Το ερώτημα αυτό, είναι υπαρκτό αλλά μονάχα σε όσους θεωρούν πως ισχύει η δεύτερη εκδοχή (δηλαδή, η Εξουσία, αναμένει εναγωνίως τα πορίσματά τους, προτού νομοθετήσει επ’ αυτών των θεμάτων). Μιας κι εγώ ανήκω στους πρώτους, είναι φανερό πως τουλάχιστον έχω μια αγωνία λιγότερη στη ζωή μου.

Όμως, το ίδιο πολιτικό σύστημα που ενίοτε επικαλείται την τυφλή εμπιστοσύνη του λαού προς τον επιστημονικό ορθολογισμό, καμώνεται πως ξεχνά ότι αυτή η ίδια η επιστημονική πρόοδος και ο ορθολογισμός (δεν θα μείνω στην υπερβολή του όρου) που εκφράζει, υπήρξε ακριβώς προϊόν ερωτημάτων. Προϊόν ερωτημάτων υπήρξε και η κοινωνική και πολιτική πρόοδος, και η ίδια η οικονομική πρόοδος και ανάπτυξη. Ο δογματισμός και ο αποκλεισμός αντίθετων επιστημονικών απόψεων, ποτέ δεν συνέβαλε στην επιστημονική πρόοδο και το κυριότερο, τέτοιες καταστάσεις πραγμάτων, εντοπίζονται σε περιόδους της Ιστορίας όπου κυριαρχεί ο σκοταδισμός. Αν τέτοια είναι η χρησιμότητά του «ερωτάν», τότε γίνεται φανερό από πού προκύπτει και η ισχύς του. Προκύπτει από τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, ακόμα και αν ακόμα δεν είναι οριστικές, κάτι άλλωστε που κατ’ ανάγκην δεν προκύπτει ως το ζητούμενο στο καθαυτό γίγνεσθαι της εξέλιξής της. Επομένως το να κρατάς τον λαό αποκομμένο απ’ τη γνώση των αιτιών των προβλημάτων του, το να τν κρατάς μακριά όχι από το δικαίωμα του «ερωτάν», αλλά από το τι είναι αυτό που πρέπει να ερωτάται, ασφαλώς και δεν συνιστά ένα καπρίτσιο ή εσφαλμένη άποψη του Πολιτικού Συστήματος που κατέχει την Εξουσία. Η Άγνοια του λαού για την Πραγματικότητα που τον αφορά, αποτελεί πηγή Δύναμης για εκείνο το Πολιτικό Σύστημα που θεμελιώνει την ύπαρξή του πάνω σ’ αυτή την Άγνοια («Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ», βλ. George Orwell : 1984, Αθήνα, εκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 14).

Σε μια Δημοκρατία που λειτουργεί με τα συνήθη προβλήματα «τριβής» της, αλλά που δεν την έχει κυριεύσει το σαράκι της επικίνδυνης και βεβαίως πολύ περισσότερο της μη αναστρέψιμης Παρακμής της, (με κύριο χαρακτηριστικό αυτής της τελευταίας να είναι οι τύχες της να βρίσκονται στα χέρια εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που την οδήγησαν σ’ αυτή), ένας ενημερωμένος πολίτης για ό,τι αφορά τις πραγματικότητές της Χώρας και τις δικές του, υπό την έννοια ότι του παρέχεται όλη η αναγκαία προς αυτό πληροφόρηση, χωρίς την επενέργεια της προπαγάνδας πάνω της, είναι μια Δημοκρατία που εξασφαλίζει πως οι Αξίες, οι Αρχές και οι Θεσμοί της, διασφαλίζονται και λειτουργούν στη βάση της ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΟΝΟΜΙΑΣ σε όφελος ΟΛΩΝ των μελών της, έτσι όπως αυτό το όφελος και η διάχυσή του έχουν καθοριστεί κυριαρχικά απ’ τον ίδιο τον λαό που αντλεί τις αποφάσεις του πάνω στη γνώση των αποφασιζομένων καταστάσεων και πραγμάτων. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, λαός και Κράτος, συνυπάρχουν στα πλαίσια της αρμόζουσας σχέσης που πρέπει να υπάρχει σε μια Δημοκρατία και διατυπώνονται στον Συνταγματικό της Χάρτη.

Αντίθετα, σε μια ολοκληρωτικά Παρηκμασμένη Δημοκρατία, ή, έστω, που βρίσκεται στο γίγνεσθαι της παρακμής της, έως ότου ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία και καταρρεύσει ή προλάβει και μεταβληθεί σε ολοκληρωτικό Καθεστώς για να καταρρεύσει αργότερα, ένας τέτοιος, ενήμερος πολίτης, είναι ένας επικίνδυνος πολίτης, για την ομάδα που νέμεται την (παρακμιακή) Εξουσία, μετατρέποντας την ουσία τής Δημοκρατίας στην επίφασή της.

IV

Ενίοτε, χρησιμοποιείται και η μισή αλήθεια προκειμένου ο πολίτης να μην δυνηθεί να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη για ένα γεγονός, για ένα πράγμα, για μια κατάσταση. Στόχος εδώ, η ημιμάθεια, που αν «πιάσει», τότε θα έχουμε ένα πολύ ενδιαφέροντα τύπο πολίτη, όχι τόσο εξ αιτίας της ημιμάθειάς του, μα της «χρησιμότητάς» της, διότι ένας τέτοιος πολίτης, δεν μετατρέπεται απλώς σε πιόνι στο παιχνίδι της εξουσίας που τον μεταχειρίζεται, αλλά, συχνά, σε παθιασμένο σταυροφόρο των επιδιώξεών της, ακριβώς διότι πλέον θεωρεί, εξ αιτίας της ημιμάθειάς του, πως είναι φορέας της «αλήθειας» και πως πολεμά για τον (ιερό) σκοπό της διάδοσής της, ένας ευγενής σκοπό, προκειμένου να βγάλει από την άγνοια ή και την ημιμάθεια άλλους συμπολίτες του.

Μέσα εξ άλλου από τέτοιες, ούτε καν μισές, μα κυριολεκτικώς τμήματα μιας φρικτά ακρωτηριασμένης αλήθειας για τα αίτια που μας οδήγησαν στην έναρξη της Μεγάλης Κρίσης του 2010, που έκτοτε συνεχίζεται «κανονικοποιημένη», προσπάθησαν να καταστήσουν τον λαό συνένοχο του Πολιτικού Συστήματος που μας οδήγησε σ’ αυτή, και έκτοτε παραμένει ως «διαχειριστής εξόδου» απ’ αυτή. Όμως, για να τεμαχίσεις, για να ακρωτηριάσεις την αλήθεια, πάει να πει πως την γνωρίζεις. Και ο μόνος που γνώριζε -και γνωρίζει- ΣΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ του, τα αληθή αίτια που μας οδήγησαν στη Μεγάλη Κρίση, είναι το ίδιο το Σύστημα Εξουσίας που μας οδήγησε εκεί και εξακολουθεί να βρίσκεται στην Εξουσία. Πώς λοιπόν μπορούμε να περιμένουμε από το Πολιτικό μας Σύστημα Εξουσίας, πολύ δε περισσότερο να αξιώσουμε, να ηγηθεί της πρωτοβουλίας για μια λεπτομερή, εξονυχιστική σε βάθος έρευνα των αιτίων που μας οδήγησαν στο 2010, χωρίς «ιδιαίτερες» ιδεολογικά εμμονικές εστιάσεις σε δύο-τρείς παράγοντες, μα εστίαση ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ των παραγόντων (εδώ και της Μεγάλης Διαπλοκής, της Μεγάλης φοροδιαφυγής, της διαφθοράς, του ρόλου των ξένων δανειστών, κ.λπ.) και επομένως και των δικών του πολιτικών ευθυνών;

Σημειώνω αυτό το αν «πιάσει», ανωτέρω, διότι εδώ, πράγματι, όχι σπάνια, έρχονται οι πολιτικοί αντίπαλοι αυτής της στρατηγικής από την οποία θίγονται (πολιτικά αν και όχι μόνο, τουλάχιστον πάντα), οι οποίοι θα «αποκαλύψουν» την άλλη «μισή» αλήθεια, η οποία τους αποκρύφτηκε διότι ακριβώς στέφονταν εναντίον αυτών που επιχείρησαν να τους κρύψουν όλη την αλήθεια. Μ’ αυτόν όμως τον τρόπο, ενίοτε ο πολίτης καταλήγει σε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη, κάτι που το βλέπουμε συχνά στις πολιτικές διαμάχες μεταξύ των κομμάτων μεταξύ τους, όταν το καθένα λέει τη «μισή» αλήθεια που ζημιώνει τους πολιτικούς τους αντιπάλους, οι οποίοι θα αντεπιτεθούν αποκαλύπτοντας την άλλη «μισή» που αφορά τους προηγούμενους, με τον πολίτη έτσι, αν παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και δεν αναμένει να ακούσει τι θα ακούσει που θα «υποστηρίζει» την ήδη προκαθορισμένη στήριξή του προς το κόμμα «του» ή την πολιτική «του» παράταξη, να αποκτά δια της συνθέσεως των «μισών αληθειών», ολοένα και πληρέστερη εικόνα του ευρύτερου «παζλ», που από ένα σημείο και πέρα, μπορεί και να φανταστεί την πλήρη εικόνα, έστω κι αν δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σχετική «σύνθεση».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ