Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Είναι αναγκαίο να αναφερθούμε σε γενικές γραμμές στην θρησκευτική συνείδηση του απλού λαού, μέσα από τα ήθη και την καθημερινή λατρευτική πρακτική. Παράλληλα θα εξετάσουμε την θρησκευτική και κοινωνική διάσταση της τέχνης τους. Από το σύνολο των αρχαιολογικών ευρημάτων, που βρίσκονται διάσπαρτα σε ολόκληρο τον αρχαιοελληνικό κόσμο, μπορούμε να συμπεράνουμε την ευσέβεια και τη μεγάλη θρησκευτικότητα των αρχαίων Ελλήνων. Τα ευρήματα αφορούν ένα τεράστιο πλήθος σπουδαίων και λιγότερο σημαντικών ναών, λατρευτικών κέντρων και μικρών κτιρίων θρησκευτικής σημασίας, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, όπως είναι οι βωμοί ημιθέων και ηρώων, αναθηματικά αγάλματα και στήλες, ειδώλια και προσφερόμενα αγγεία.
Οι Έλληνες έθεταν τη θεία λατρεία στο κέντρο της ιδιωτικής και της δημόσιας κοινωνικής ζωής σε όλες τις ιστορικές περιόδους τους. Συμπεραίνει κανείς πως ο Ελληνικός λαός ήταν αρχαιόθεν βαθύτατα θρησκευόμενος και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα άλλωστε με τους πολλούς ιερούς ναούς των μεγάλων πόλεων, τα άπειρα εξωκλήσια και τα προσκυνήματα, που η λαϊκή ευσέβεια έχει χτίσει σε όλη την ελληνική ύπαιθρο και τα οποία θα αποτελέσουν κάποτε με τη σειρά τους ιστορικά στοιχεία για τους ερευνητές του μέλλοντος. Όπως και στην εποχή μας, όλη αυτή η θρησκευτική δραστηριότητα απαιτούσε μια πολύπλευρη ικανοποίηση των ποικίλων λατρευτικών αναγκών των ναών και των πιστών. Οι ανάγκες της λατρείας, σε μια εποχή που η αθεΐα αποτελούσε εξαίρεση, αν όχι και ύβρη, έδιναν εργασία σε ένα πλήθος καλλιτεχνών και επαγγελματιών τεχνιτών, όπως σε αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφους, μουσικούς, ποιητές επιγραμμάτων και αναθηματικών επιγραφών, σε αγγειογράφους και αγγειοπλάστες, σε μεταλλουργούς και κοσμηματοποιούς, σε υφαντουργούς, κεραμοποιούς, λιθοξόους, χτίστες, ξυλουργούς και σε πολλούς άλλους, που έπαιζαν κάποιο ρόλο στη λατρευτική πρακτική.
Η βασική αιτία που η θρησκευτική τέχνη και τα έργα της έχαιραν μεγαλύτερου σεβασμού και εκτίμησης από την υποδεέστερη τέχνη, που τα έργα της είχαν ως σκοπό την πλήρωση των καθημερινών αναγκών του πρακτικού βίου, ήταν ο ευρύς κοινωνικός χαρακτήρας της θρησκευτικής τέχνης της εποχής και η επισημότητα με την οποία είχε περιβάλλει την τέχνη η μυθική αντίληψη, που την συνέδεε άμεσα με την θρησκεία. Η ανάθεση πολύ συχνά της κατασκευής τέτοιων έργων λατρείας στους γλύπτες και τους αρχιτέκτονες, όχι μόνο από ιδιώτες, αλλά και από τις πόλεις, αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό της αρχαϊκής Ελλάδας. Ο καλλιτέχνης πληρωνόταν για να εκτελέσει ένα έργο που σκοπός του ήταν να εντυπωσιαστούν ή να ευχαριστηθούν οι κοινοί θνητοί ή οι Θεοί. Η αντίληψη «η τέχνη για την τέχνη» θα ήταν αδιανόητη στην εποχή που περιγράφουμε. Για τα έργα της θρησκευτικής τέχνης, ο μέσος πολίτης ένιωθε ένα ιδιαίτερο δέος και περισσότερο προς την αρχιτεκτονική και την γλυπτική, που ήταν τέχνες του χώρου και των τριών διαστάσεων και συνυφασμένες με την Θρησκεία και την έκφραση του θρησκευτικού του συναισθήματος. H γλυπτική στην Ελλάδα όπως και αλλού, στα πρώτα χρόνια της ζωής της, υπήρξε ancilla Religionis[1], πλατειά θρησκευτική, και η κύρια χρήση της ήταν για τη διακόσμηση των ναών και τις λατρευτικές ανάγκες.Τα αρχαϊκότατα ξύλινα ξόανα[2] (Δαιδαλική τέχνη) δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η κατεργασία των μετάλλων δεν ήταν διαδεδομένη. Φτιάχτηκαν για καθαρά λατρευτικούς σκοπούς και φυλάγονταν ως τα ύστερα χρόνια σαν ιερά κειμήλια, θεόσταλτα και διιπετή και αγιασμένα.Τα κάπως προχωρημένα αρχαϊκά του 7ου και 6ου αι, δεν ήταν απλά εικόνες των Θεών, αλλά σώματα που κλείναν μέσα τους την ίδια τη θεότητα, για αυτό αποχτούσαν, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη και τη δύναμη της κίνησης. Ακόμα κι όταν αργότερα ξεχώρισαν την εικόνα του Θεού από τον ίδιο το Θεό, η εικόνα αυτή είχε σκοπό να δώσει χαρά σε Εκείνον, ήταν άγαλμά[3] του, και βεβαίωνε τον πιστό για την παρουσία του και την προστασία του. Στην κατασκευή της εικόνας μάλιστα πίστευαν, συνεργούσε ο ίδιος ο Θεός, που οδηγούσε τον τεχνίτη στο έργο του[4].
Από τα έργα της θρησκευτικής γλυπτικής κάποια ήταν πιο σημαντικά και πολύτιμα και φυλάσσονταν μέσα στους ναούς, στα θησαυροφυλάκιά τους ή στους γύρω από τους ναούς χώρους και τα άλση. Ήταν λατρευτικά αφιερώματα (τάματα) μεμονωμένων πιστών ή και ολόκληρων πόλεων προς τους Θεούς στους οποίους ήταν αφιερωμένοι οι ναοί. Αυτά ήταν κυρίως μεγάλων διαστάσεων αγάλματα κατασκευασμένα από μέταλλο, κυρίως από χαλκό που ήταν ακριβός, ή από επίσης σημαντικής αξίας μάρμαρα ή από άλλα υλικά όπως το ελεφαντόδοντο. Ανάγλυφα προσφέρονταν και σαν αφιερώματα στα ιερά. Αυτά τα αναθηματικά ανάγλυφα απεικόνιζαν είτε τη μορφή του Θεού, είτε μια σκηνή λατρείας με τη μορφή του δωρητή ανάμεσα στους πιστούς, ενώ σε μερικά από αυτά, όπως τα ανάγλυφα του Κεραμέα από την Ακρόπολη, εικονίζεται μόνο ο δωρητής. Τα καλύτερα αφιερώματα ήταν τοποθετημένα μέσα στο βράχο ή στηρίζονταν πάνω σε στύλους. Γενικά εκτός από το κτίριο του ίδιου του ναού, το μεγαλύτερο μέρος της διακόσμησης στα ιερά της Ελλάδας προέρχονταν από ιδιωτικά αφιερώματα, τα οποία τοποθετούνταν σε περίοπτη θέση, είτε σε αφανή, ανάλογα με την αξία τους, το μέγεθός τους και την κοινωνική ισχύ ή τη δημοτικότητα του δωρητή. Τα μικρά και φθηνότερα, μαζικής παραγωγής και κατώτερης τέχνης πήλινα λατρευτικά ειδώλια, συνήθως κατέληγαν σε μεγάλους λάκκους κοντά στους ναούς, όπου τα έθαβαν σε ποσότητες.
Αυτή η αντίληψη αξιολόγησης της τέχνης, βάσει των ειδών, των μορφών και του υλικού της, προσδιόριζε κατά συνέπεια και τα κριτήρια της αξία της, αλλά και την διάκριση των καλλιτεχνών, σύμφωνα, όχι μόνο με την καλλιτεχνική τους ικανότητα, αλλά επίσης και από το σκοπό για τον οποίο το έργο τους ήταν προορισμένο να χρησιμοποιηθεί. Για το λόγο αυτό γράφει ο G. Richter[5] πως: «για τον Έλληνα γλύπτη, ο υπέρτατος σκοπός του ήταν να ενσαρκώσει το όραμά του της θεότητας σ΄ένα άγαλμα μεγάλου ναού». Ενώ για τον Er. Rohde [6]: «Ακόμα και τα έργα που δε φαίνονται να έχουν άμεσα θρησκευτικό χαρακτήρα, αγάλματα των νικητών αθλητών, αναθηματικοί ανδριάντες, επιτάφια ανάγλυφα κ.λ.π, στην πραγματικότητα είχαν στενή σχέση με τη θρησκεία και ήταν έκφραση της πίστης του Ελληνικού λαού στη συμπαράσταση των θεών του στους αγώνες του, ή θεραπεία των νεκρών». Ποιά ήταν όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, οι τρόποι άσκησης της λατρείας και οι κυριότερες θρησκευτικές εορτές των αρχαίων Ελλήνων, που καθόριζαν τη θρησκευτική τους πραγματικότητα θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Η λατρεία των χθόνιων θεοτήτων κυριαρχούσε στο κοσμοείδωλο των ανθρώπων της προϊστορικής εποχής. Αργότερα με την επικράτηση του Ολύμπιου Πανθέου, δημιουργείται σαφής αντίθεση ανάμεσα στις ολύμπιες θεότητες, που εγκωμιάζουν τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, και στις χθόνιες θεότητες, που αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις των προϊστορικών χρόνων. Από τη μια, επικρατεί η αρχή της αποτροπής μέσω της προσφοράς, «σου δίνω, για να σε αποτρέψω» (do ut abeas) που σχετίζεται με τις παλαιές χθόνιες θεότητες, ενώ για τις νέες ολύμπιες θεότητες, επικρατεί η ομηρική αρχή της ανταπόδοσης «σου δίνω, για να μου δώσεις»[7] (do ut des). Όμως η πίστη στο επίσημο δωδεκάθεο του Ολύμπου, που εκφράζει την υψηλή «θεοσέβεια» της θρησκευτικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, συνυπήρχε με την αρχική αντίληψη της «δεισιδαιμονίας» που παρέμενε ζωντανή σε όλο το διάστημα της προϊστορικής και της ιστορικής περιόδου.
Η δεισιδαιμονία αυτή, που εκφραζόταν με την άσκηση των πρακτικών της μαγείας, αποδεικνύει τη διαχρονική σύνδεση με την πρωτόγονη μαγική αντίληψη και ταυτόχρονα την τεράστια συνειδησιακή διαφορά της από την επίσημη θρησκεία του δωδεκάθεου. Η οπισθοδρόμηση αυτή κάνει την C. Alexander[8] να αναρωτιέται: «Τα μεγάλα αριστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας είναι κληρονομιά μας, αλλά είναι αμφίβολο αν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει πλήρως το υπόβαθρό τους. Πώς μπορούμε στον 20ο αι., να εννοήσουμε τις μαγγανείες της Μήδειας, τη χρήση μαγικών ομοιωμάτων ή την επίκληση χθόνιων πνευμάτων; Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές και οι δοξασίες ήταν συστατικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού όσο και η περίφημη έννοια της δημοκρατίας ή τα αισθητικά ιδεώδη». Έτσι οι παλιές συνήθειες, που φαινομενικά έρχονται σε αντίθεση με τη φήμη της πόλης ως κέντρου φιλοσοφίας και γραμμάτων, κρατούσαν γερά και στην Αθήνα, όπου πλήθος μαγικών επωδών, χαραγμένων πάνω σε μολύβδινα αντικείμενα, αν κι έχουν ανακαλυφθεί σε όλη την Ελλάδα, οι περισσότερες των κλασικών χρόνων έχουν βρεθεί, ωστόσο, στην πόλη αυτή[9]. Η προσφυγή, λοιπόν, στη μαγεία και τα ξόρκια συνέχιζε να είναι τρέχουσα πρακτική. Εκτός από τα νεκροταφεία, άλλα μέρη που προσφέρονταν για μάγια ήταν τα πηγάδια και τα ιερά. Ευρήματα, όπως ομοιώματα εκείνων που ήθελαν να προσβάλουν σύμφωνα με την προϊστορική μαγική αντίληψη, και πινακίδες κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα μαγικών επωδών, από ερωτικά ξόρκια μέχρι κατάρες που τις αγόραζαν αγγειοπλάστες, ιδιοκτήτες καπηλειών και μαγαζάτορες για να κάνουν ζημιά στους ανταγωνιστές τους. Σύμφωνα με τον Καναδό αρχαιολόγο D. Jordan[10]: «Οι περισσότερες επωδές που βρέθηκαν στρέφονται εναντίον αντιδίκων», καθώς καμιά άλλη κοινωνία δεν υπήρξε πιο διάσημη για τη δικομανία της από την κλασική Αθήνα.
Η οικιακή λατρεία αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της λατρείας. Το κεντρικό της σημείο ήταν η Εστία, πάνω στην οποία απόθεταν μερικά τεμάχια φαγητού κατά τα γεύματα για τους θεούς, ενώ στο τέλος του γεύματος έχυναν λίγες σταγόνες κρασιού. Το κελάρι προστατευόταν από τους δικούς του θεούς και η αυλή από τον Εύκρειο Δία. Έξω από την πόρτα στεκόταν η λίθινη στήλη του Αγυϊέα Απόλλωνα και η τριπλή μορφή της Εκάτης που απομάκρυνε κάθε κακό.
Σημαντική ήταν ακόμα η λατρεία των νεκρών, δηλαδή των προγόνων, που ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της φυλής που είχαν φύγει. Ο νεκρός ήταν ιερός, κατά τον Πλούταρχο «και γαρ όσιον τους μεθεστώτας ιερούς νομίζειν», πράγμα που δείχνει την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της μετά θάνατον ζωής στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων[11]. Ήταν ιερό καθήκον να φέρνουν προσφορές στους τάφους, σπονδές, χόες και δώρα από τροφές. Υποχρεωτικό ήταν και το καθήκον της ταφής του νεκρού σώματος. Πολλές συνήθειες, ιεροτελεστίες εξαγνισμού και μερικά γεύματα έπρεπε να τηρηθούν σ΄ένα σπίτι που πενθούσε και γενικά η φροντίδα των νεκρών είχε ανατεθεί στις γυναίκες. Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων που συνδέονταν με την ευφορία της γης κατείχε ένα σημαντικό μέρος από το καθημερινό τυπικό της αρχαιοελληνικής λατρείας. Κορυφαία και αρχέγονη θεότητα με αντίστοιχες ιδιότητες είναι η Γη που θεωρείτο μητέρα των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων. Ανάμεσα στα θεϊκά παιδιά της συγκαταλέγεται και η Δήμητρα.
Η Ελληνική θρησκεία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κοινότητα και τα μέρη που την αποτελούσαν, πολιτεία, φυλή και οικογένεια. Οι θρησκευτικές δραστηριότητες καθόριζαν τη ζωή των πολιτών. Το θρησκευτικό κέντρο της Πολιτείας ήταν η Εστία, στην αίθουσα του Συμβουλίου της Πολιτείας από την οποία οι άποικοι, που πήγαιναν να θεμελιώσουν νέες πόλεις μακριά, έπαιρναν τη φλόγα για την Εστία της δικής τους πόλης. Οι θεοί που προστάτευαν την φυλή και την πόλη, προστάτευαν επίσης και τα μέλη και έδειχναν την καλοσύνη τους σ΄αυτά. Η πίστη προς τους θεούς έδενε μαζί τα μέλη της φυλής και της πολιτείας σ΄ένα αναπόσπαστο κομμάτι. Το ιερό ή ο ναός ιδρυόταν σ΄ένα σημείο που θεωρείτο ιερό και η θεότητα έπαιρνε την ανάλογη ονομασία και συχνά λατρευόταν σ΄ένα μόνο σημείο. Η κάθε φυλή, η κάθε πολιτεία, ο κάθε τόπος, ακόμα και η κάθε οικογένεια είχε τον δικό της θεό ή τους θεούς προστάτες και πίστευαν ότι πραγματικά ο θεός είχε εγκατασταθεί στο ιερό μέρος που ήταν αφιερωμένο στο όνομά του. Σε αυτή την αφθονία των τόπων λατρείας μεγάλη συμμετοχή είχαν και οι πολυάριθμοι τοπικοί ήρωες στους οποίους αφιέρωναν βωμούς. Οι ήρωες βοηθούσαν τους δικούς τους και κανέναν άλλο.
Οι τελετουργικές θυσίες ήταν επίσης το κυριότερο συστατικό της δημόσιας ιδιωτικής λατρείας των αρχαίων Ελλήνων, γι΄αυτό ο βωμός δεν έλειπε ποτέ, γιατί η θυσία ενός ζώου ήταν η κεντρική τελετή της Ελληνικής θρησκείας. Στον βωμό καίγονταν τα μέρη του ζώου που προορίζονταν για τους θεούς και εκείνοι που συμμετείχαν έψηναν τα δικά τους μερίδια στη φωτιά πάνω σ΄αυτόν. Η τελετή της θυσίας ήταν ένα από κοινού γεύμα, που ένωνε θεούς και ανθρώπους σ΄έναν άρρηκτο δεσμό. Το γεύμα ήταν για αυτό το λόγο ιερό. Ως θυσία εθεωρείτο επίσης η προσφορά των πρώτων καρπών (απαρχή), η αφιέρωση (ευχή), το συμπόσιο (λοιβή, σπονδή), η προσευχή (ευχή, λιταί) που συδέονταν κυρίως με μια σπονδή ή κάποια μικρή προσφορά. Η Πολιτεία είχε καθιερώσει μαζικές θυσίες με σκοπό να προσφέρει στους πολίτες της ένα πανηγύρι με κρέας και μια γιορτή, ξοδεύοντας υπέρογκα ποσά.
Οι πανηγύρεις ήταν οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις συλλογικής άσκησης της λατρείας, αλλά ο καθένας μπορούσε ελεύθερα, άν ήθελε, να προσφέρει στους θεούς θυσίες, ύμνους και προσευχές. Μέσα στο ναό, εμπρός από το άγαλμα του θεού, βρισκόταν συνήθως ένα τραπέζι, όπου ο καθένας μπορούσε να πλησιάσει το θεό και να του προσφέρει αναίμακτες θυσίες και προσφορές, γλυκά και φρούτα. Η πρακτική του αφιερώματος ή αναθήματος (τίθη), δηλαδή να υπόσχεται σαν τάμα ένα δώρο, κάνοντας μια ευχή και να το προσφέρει στο θεό, ήταν γνωστό και στην αρχαία Ελλάδα. Όμως εκείνος που πλησίαζε στους θεούς για να τους προσφέρει μια θυσία, να τους κάνει μια αίτηση ή να επισκεφτεί τον ιερό τους τόπο, θα έπρεπε να ήταν ελεύθερος από κάθε μίανση, να ήταν τελετουργικά αγνός. Γι΄αυτό, στην αρχή της θυσίας, πραγματοποιούσαν διάφορους εξαγνισμούς στην είσοδο του ναού με ραντισμούς νερού, πριν εισέλθει κανείς στον ιερό χώρο. Η μίανση καθαριζόταν με νερό σαν τη βρωμιά. Αν χρειαζόταν ένας καλύτερος εξαγνισμός για μεγαλύτερες ενοχές, όπως από ενοχή αίματος, τότε θυσιαζόταν ένα γουρουνάκι που το αίμα του χρησίμευε ως κάθαρση.
Τέλος, ενδεικτικό της θρησκευτικότητας των αρχαίων Ελλήνων είναι το γεγονός πως οι μάντεις συνόδευαν πάντα τους στρατούς στις εκστρατείες, ενώ συμβουλεύονταν οπωσδήποτε το Μαντείο των Δελφών πριν ξεκινήσουν κάτι σημαντικό. Η αρχαία ελληνική ιστορία βρίθει από παραδείγματα θρησκευτικότητας. Οι Σπαρτιάτες ανέβαλλαν την άφιξή τους στο Μαραθώνα λόγω της εορτής των Καρνείων, ενώ η μάχη στις Πλαταιές καθυστέρησε για αρκετές ημέρες και από τις δύο πλευρές, των Ελλήνων και των Περσών, εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου. Στην Αθήνα και αλλού, ο Άρχων-Βασιλιάς ήταν συχνά προϊστάμενος των θρησκευτικών τελετών. Ακόμα και οι μεγάλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, που διεξάγονταν προς τιμή των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους ήταν κατά βάση θρησκευτικοί. Τέτοιοι ήταν οι αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια χάριν του Ολυμπίου Διός, στα Νέμεα κάθε δύο χρόνια χάριν του Δία πάλι, και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, στα Πύθεια χάριν του Απόλλωνα, κάθε οκτώ στη αρχή και έπειτα κάθε τέσσερα χρόνια, και στα Ίσθμια κάθε δύο χρόνια χάριν του Ποσειδώνα.
Παρόμοια διοργανώνονταν και καλλιτεχνικοί αγώνες, μουσικοί και θεατρικοί, τα έπαθλα των οποίων αφιερώνονταν στους θεούς. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τις γιορτές που λάμβαναν χώρα καθόλο το έτος, μπορεί να έχει μια επαρκή εικόνα της έντονης θρησκευτικής δραστηριότητας των αρχαίων Ελλήνων. Οι πιο σημαντικές γιορτές των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων ήταν τα Ελευσίνια, τα Παναθήναια, τα Ανθεστήρια, τα Θαργήλια, τα Σκιροφόρια, τα Πυανέψια, τα Θεσμοφόρια, κ.α. Οι ναοί αποτελούσαν άσυλο για τους καταδιωκόμενους και τους δούλους, ενώ συχνή ήταν ακόμα η αναφορά στους θεούς στην καθομιλουμένη γλώσσα και η επίκλησή τους ως εγγυητές των συνθηκών και των όρκων στην καθημερινή ζωή, με εκφράσεις όπως «Νή Δία» ή «Μα Δία». Τα συμπόσια επίσης άρχιζαν πάντα με σπονδές στους θεούς.
Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του πολιτισμού», Β΄ Μέρος: ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 2. ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ, κεφ. 2 Οι Ιερές Τέχνες, παρ. 2.6, Η Θρησκεία και η Τέχνη στην αρχαία κοινωνία.
[1] «Υπηρέτρια της θρησκείας»
[2] Από το ρήμα «ξέω», το ξύσιμο του ξύλου.
[3] Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «αγάλλομαι» = Χαίρομαι. Επειδή μόνο ο Θεός εννοείται σαν υποκείμενο του αγάλλεσθαι πήρε τη σημασία κάθε όμορφου πράγματος που κάνει το Θεό να χαίρεται, κάθε αφιέρωμα σε εκείνον.
[4] Βλ.: ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ «Ο Πλάτων και η Τέχνη». Εκδ. Νεφέλη. Αθήνα-1986, σ. 135,148-156, CH. PICARD «La sculpture antique. Des origines a Phidias». Paris 1923, σ.233, Χ.Ι. ΚΑΡΟΥΖΟΥ, »Περικαλλές άγαλμα» σ. 6 κ.π, σ. 19κ.β, 20 κ.γ.
[5] G. RICHTER: «The sculpture ahd skulptors of the Greeks» London 1930, σ. 29.
[6] ERWIN ROHDE: «Psyche». Tubingen 1925.
[7] ΟΜΗΡΟΣ: ΙΛ. Α.40, ΑΙΣΧ: «Χοηφόροι», στ. 255-257, επίσης στο χορό των γυναικών στο δράμα «Επτά επί Θήβας».
[8] CAROLINE ALEXANDER -NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο», σ. 8. Τευχ. Φεβρ. 2000.
[9] Ο Πλάτων καταδικάζει στην «Πολιτεία» τους μάγους, που εκαλούντο Ορφεοτελεστές, ως αγύρτες και μάντεις που: «μπαινοβγαίνουν στα σπίτια των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν από θεία παραχώρηση τη δύναμη…αν θέλουν να βλάψουν κανένα τους εχθρό…αυτοί με κάτι μαγικά ξόρκια και μ΄άλλες μαγγανείες τα καταφέρνουν να τους εξυπηρετούν οι θεοί». «Πολιτεία», Βιβλίο Β΄, Διάλογος Σωκράτη-Γλαύκωνος.
[10] DAVID JORDAN: NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο». Τευχ. Φεβρ. 2000.
[11] Συχνή είναι η εμφάνιση των ψυχών των νεκρών στις αρχαίες τραγωδίες: Ο Δαρείος στους «Πέρσες» του Αισχύλου, ο Αγαμέμνων στην ομώνυμη τραγωδία, η Κλυταιμνήστρα στις «Ευμενίδες» και κατά συνέπεια σε νεώτερα θεατρικά έργα όπως στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου κ.αλ