Γράφει ο Δρ. Γιώργος Βαφειάδης
Οικονομολόγος, πρώην πανεπιστημιακός
Όπως έχει τονιστεί από αρκετούς αξιόλογους οικονομολόγους η παρούσα φάση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από τα ισχυρά πολυεθνικά ολιγοπώλια στην πραγματική οικονομία, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τα σύνθετα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τις γεωστρατηγικές ανακατατάξεις με έμφαση την ενέργεια και το νομισματικό πόλεμο όπου το δολάριο, ως αποθεματικό νόμισμα, απειλείται. Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε τις συμφωνίες στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, με την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, μπορεί κανείς εύκολα να
αντιληφθεί ότι η θέση της Ε.Ε., ως ενιαίας οικονομικής αγοράς, έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Επιπλέον, η ευρωζώνη δεν ήταν ποτέ η άριστη νομισματική ένωση, βασίστηκε στα συμφέροντα της Γερμανίας και του ισχυρού μάρκου. Η έλλειψη κοινής δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής, η ανυπαρξία αναδιανεμητικού μηχανισμού μεταξύ χωρών με διαφορετικούς θεσμούς και σημαντικές οικονομικές ανισορροπίες, ο οικονομικός εθνικισμός ο οποίος έγινε περισσότερο εμφανής με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και, τέλος, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν έχει το δικαίωμα να επιτελέσει το ρόλο του έσχατου δανειστή (lender of the last resort), όσον αφορά τα κράτη-μέλη, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον. Όταν μία νομισματική ένωση αφήνει τα μέλη της έρμαια και αντικείμενο εκμετάλλευσης των περίφημων «αγορών», για τη χρηματοδότηση των δανειακών τους αναγκών, τότε νομοτελειακά οι τελευταίες γίνονται ρυθμιστές των όποιων διαλυτικών εξελίξεων.
Η κρίση που δημιουργήθηκε από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα στις ΗΠΑ, λόγω της περίφημης φούσκας των ακινήτων, μεταφέρθηκε μέσω των CDOs στην Ευρωζώνη, όπου τα κράτη κλήθηκαν να χρηματοδοτήσουν τις τράπεζες με τα χρήματα των φορολογουμένων αυξάνοντας τα δημόσια ελλείμματα και χρέη. Εάν συνεκτιμηθεί και το ιδιωτικό χρέος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, είναι εύκολο να κατανοηθεί γιατί οι ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης έγιναν εύκολη λεία των αγορών, καθιστώντας την κρίση χρέους και ελλειμμάτων σε κρίση εμπιστοσύνης. Η χώρα μας εισήλθε στην ΟΝΕ με πλαστά στοιχεία και με λάθος ισοτιμία. Εάν σε αυτά προσθέσουμε την αύξηση των δίδυμων ελλειμμάτων λόγω των διεφθαρμένων κυβερνήσεων και της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού, την ανυπαρξία αναπτυξιακού στρατηγικού προγράμματος και, τέλος, την υιοθέτηση ενός καταναλωτικού προτύπου βασισμένο σε υπέρμετρο δανεισμό, εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων του ευρώ, είναι ηλίου φαεινότερο γιατί η χώρα μας ήταν το εύκολο θύμα. Πολλά έχουν γραφεί για τα δύο μνημόνια και την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ, την οποία υλοποίησε ο μειοδότης πρώην πρωθυπουργός της χώρας Γ.Παπανδρέου και οι συν αυτώ ευρισκόμενοι, προφανώς, σε διατεταγμένη υπηρεσία. Ο τελευταίος με τις απαράδεκτες δηλώσεις περί επικείμενης χρεωκοπίας, «Τιτανικού» κ.λπ. άνοιξε την όρεξη των διεθνών κερδοσκοπικών κεφαλαίων, χάθηκε η εμπιστοσύνη των αγορών και, κυρίως, στο πλαίσιο του νομισματικού πολέμου δολαρίου-ευρώ άνοιξε η κερκόπορτα του ΔΝΤ. Παράλληλα, αρνήθηκε να εξετάσει οποιαδήποτε άλλη πηγή χρηματοδότησης. Από την άλλη πλευρά η Γερμανία είδε την απειλή και απεφάσισε να χρησιμοποιήσει το ΔΝΤ και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας για τους δικούς της σκοπούς, δηλαδή να ενισχύσει την οικονομική της δύναμη-επιρροή στην ΕΕ, να θωρακίσει την υπάρχουσα δομή της ευρωζώνης με το λιγότερο οικονομικό κόστος για εκείνη και να τιμωρήσει παραδειγματικά τα προβληματικά μέλη (βλέπε Ελλάδα). Εδώ αξίζει να σημειωθεί η στενή συνεργασία (!) μεταξύ της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής όσον αφορά το έλλειμμα του 2009. Ποτέ δεν απαντήθηκε ικανοποιητικά το ερώτημα, πότε και ποιές χώρες της ευρωζώνης είχαν ενσωματώσει στο δημόσιο έλλειμμά τους τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ και μάλιστα χωρίς να έχουν προηγηθεί αναλογιστικές μελέτες.
Τα όσα έχουν επακολουθήσει, η άνευ προηγουμένου ύφεση, η ανεργία, η διάλυση της μεσαίας τάξης και η πρωτοφανής φτώχεια που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν φυσιολογικά επακόλουθα των παραπάνω. Δυστυχώς από το 2009 η θέση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας έχει επιδεινωθεί δραματικά ενώ με τις λανθασμένες συνταγές της λιτότητας και της μονομερούς εσωτερικής υποτίμησης (μια και οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών παραμένουν στα ίδια επίπεδα) δε φαίνεται φως στο τούνελ. Όλοι ομιλούν για την ανάπτυξη αλλά κάτω από ποιες προϋποθέσεις και συνθήκες; Όταν
• Οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ανύπαρκτες. Οι όποιες επενδύσεις στις υποδομές ενδεχομένως θα συμβάλουν μακροπρόθεσμα στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας αλλά θα έχουν χαμηλή προστιθέμενη αξία στο ΑΕΠ.
• Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, η έλλειψη σταθερού και απλοποιημένου φορολογικού πλαισίου και η μειωμένη εσωτερική ζήτηση εμποδίζουν την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
• Ο υφέρπων νομισματικός πόλεμος, το ισχυρό ευρώ, το γεγονός ότι ο σημερινός καπιταλισμός-καζίνο επιλέγει να επενδύει στα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που έχουν υψηλές βραχυπρόθεσμες αποδόσεις και όχι στην πραγματική οικονομία, όπου οι αποδόσεις είναι μικρότερες σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για άμεσες επενδύσεις. Άλλωστε, λόγω της κρίσης η προσφορά αγαθών στην παγκόσμια οικονομία υπερβαίνει πλέον τη ζήτηση.
• Οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας χρειάζονται χρόνο και δεν μπορούν να υλοποιηθούν όταν η τελευταία βρίσκεται σε συνεχή ύφεση με τον παραγωγικό και τον κοινωνικό ιστό στα όρια της διάλυσης.
• Δεν υπάρχει ένα εθνικό μακροπρόθεσμο στρατηγικό πρόγραμμα ανάπτυξης στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει να αξιολογηθούν οι όποιες ιδιωτικοποιήσεις, να επιλεγούν οι στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις που θα ελέγχει το Δημόσιο και οι τομείς-κλάδοι όπου το τελευταίο θα συμπράττει με τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη και στους εξοπλισμούς θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Τουρκίας και του Ισραήλ και να αναπτύξουμε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία χωρίς να δαπανούμε υπέρογκα ποσά σε εισαγωγές και προμήθειες.
Το plan B
Με βάση τα παραπάνω η χώρα μας δε θα κατορθώσει να αποπληρώσει τα δάνειά της με τα τοκογλυφικά επιτόκια είτε μείνει στο ευρώ είτε επανέλθει στο εθνικό της νόμισμα. Με συνεχόμενα δίδυμα ελλείμματα και με την προϋπόθεση ότι το χρέος θα ανέλθει έστω στο 129% του ΑΕΠ το 2020, ο δανεισμός από τις αγορές αποτελεί απατηλό όνειρο. Πολλοί μιλούν για αναδιαπραγμάτευση των πολιτικών του μνημονίου ενώ εκείνο που προέχει είναι η αναδιαπραγμάτευση των όρων των δανειακών συμβάσεων και η εκδίωξη του καταστροφικού ΔΝΤ. Άλλοι στηρίζουν τις ελπίδες τους στις κινητοποιήσεις των λαών της Ευρώπης ώστε να αλλάξει η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης (ευρωομόλογο, αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ) αλλά το πρόβλημα είναι το εάν και το πότε. Για την Ελλάδα οι καιροί ου μενετοί γιατί η καταστροφή στις παραγωγικές δομές, στους θεσμούς και στον κοινωνικό ιστό έχει αρχίσει εδώ και δύο χρόνια και συνεχίζεται μα αυξανόμενο ρυθμό. Στην παρούσα φάση δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο για να μας υποχρεώσουνε να φύγουμε από την ευρωζώνη, άλλωστε το οικονομικό και το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο. Όμως οι εκλογές της 6ης Μαΐου και οι μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις μας δίνουν μία μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργία ενός πλειοψηφικού, πατριωτικού και ριζοσπαστικού ρεύματος το οποίο θα εκδιώξει τους Τροϊκανούς και τους ξένους επιτρόπους και θα καταγγείλει τα μνημόνια. Είναι ψευδές ότι εάν δε συνεχιστεί η δανειοδότηση δε θα πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, όπως υποστηρίζουν τα μνημονιακά κόμματα. Αντίθετα, με τη νέα δανειακή σύμβαση προβλέπεται η σύσταση «ειδικού λογαριασμού», στον οποίο ουσιαστικά θα κατατίθενται τα χρήματα του νέου πακέτου στήριξης, τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και το όποιο πρωτογενές πλεόνασμα στην απίθανη περίπτωση που θα υπάρξει. Στόχος θα είναι η κατ’ απόλυτη προτεραιότητα πληρωμή των πιστωτών της χώρας. Η κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας για το εσωτερικό θα γίνεται κατόπιν ελέγχου και υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτυγχάνονται οι στόχοι, που θέτει το μνημόνιο. Στην περίπτωση αυτή πώς θα πληρώνονται οι μισθοί και οι συντάξεις;
Μετά την εκδίωξη των Τροϊκανών και των άλλων επιτρόπων μία πλειοψηφική πατριωτική κυβέρνηση (ή ειδικού σκοπού) θα πρέπει να κινηθεί πάνω στους ακόλουθους άξονες:
Λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους ώστε να προσδιορισθεί ποιο μέρος του είναι επαχθές και ποιο όχι.
Αναδιαπραγμάτευση του μη επονείδιστου χρέους με βάση το διεθνές δίκαιο όπως έκανε η Γερμανία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι ένα μεγάλο τμήμα των ελλήνων πολιτών αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Για την ΕΕ τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν μόνο για τους λαθρομετανάστες και όχι για τους ευρωπαίους πολίτες;
Η χώρα άμεσα να διεκδικήσει δικαστικά την απόδοση του Γερμανικού κατοχικού δανείου.
Δικαστική διερεύνηση όλων των σκανδάλων και παραπομπή των υπευθύνων που έφεραν το ΔΝΤ, σε ειδικό δικαστήριο.
Να γίνει το Δημόσιο ο κύριος μέτοχος της ΤτΕ, η οποία ελέγχεται για πλείστα όσα και η οποία φέρει εξίσου μεγάλη ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις των διεφθαρμένων κυβερνήσεων, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια.
Συμφωνία σε ένα απλό φορολογικό σύστημα προοδευτικής φορολογίας με βάση την εμπειρία άλλων χωρών, με την κατάργηση των χαρατσιών και τη μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ.
Να υιοθετηθεί μία πολύπλευρη εξωτερική πολιτική με συνεργασίες που θα εξασφαλίζουν τα εθνικά συμφέροντα και τη διασφάλιση της ΑΟΖ.
Σε επόμενη φάση είναι αναγκαία η αναθεώρηση του συντάγματος στη βάση ευρύτατων, όσο το δυνατόν, συναινετικών διαδικασιών. Τέλος, όπως επισημαίνουν αρκετοί γνωστοί οικονομολόγοι, μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να προβληματιστούμε στο πλαίσιο της ανάλυσης κόστους-οφέλους εάν μας συμφέρει να παραμείνουμε στο ευρώ με δεδομένη την παρούσα αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Όμως, η μετάβαση σε ένα εθνικό νόμισμα θα πρέπει να γίνει συγκροτημένα, οργανωμένα και αφού έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι. Αυτό το οποίο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι το ότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο όπου οι περίφημες « αγορές » επιτέθηκαν κερδοσκοπικά σε ένα κράτος το οποίο έχει το αποκλειστικό δικαίωμα άσκησης της νομισματικής του πολιτικής και της έκδοσης του εθνικού του νομίσματος.
Κάποιοι διατυπώνουν την άποψη ότι είναι προτιμότερο να φύγουμε από την ΕΕ λησμονώντας το ευρωπαϊκό όραμα της πολιτικής-οικονομικής ενοποίησης και ολοκλήρωσης. Δε νομίζω ότι είμαστε σε θέση να ακολουθήσουμε αυτόν το δρόμο χωρίς εξωτερικά στηρίγματα, χωρίς μία πολύπλευρη εξωτερική πολιτική και με μία οικονομία προβληματική, στηριζόμενη σε πήλινα πόδια. Θεωρώ, αντίθετα, ότι πρέπει να επαναδιαπραγματευθούμε τη θέση μας στο πλαίσιο της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης, κάτι που στο παρελθόν οι προηγούμενες μειοδοτικές κυβερνήσεις μας δεν το έπραξαν. Βεβαίως και οι εταίροι μας φέρουν εξίσου βαρύτατη ευθύνη. Τα παραδείγματα είναι πολλά, από την ΚΑΠ των δεκαετιών ΄80 και ΄90, η οποία ευνοούσε τα αγροτικά προϊόντα των βόρειων χωρών, τον υπερδανεισμό της χώρας εν γνώσει των εταίρων μας για την αγορά οπλικών συστημάτων, τις εμπορικές συμφωνίες στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου που δημιούργησαν προβλήματα στις χώρες του νότου με τα χαμηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα, τη μη εγγύηση και προστασία των συνόρων μας και της ΑΟΖ με αποτέλεσμα να δαπανά η χώρα μας το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ σε εξοπλισμούς, το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης (βλέπε Δουβλίνο ΙΙ) κ.λπ. Η θέση και ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας εντός και εκτός ΕΕ πρέπει να γίνουν αντικείμενα δραστικής επαναοριοθέτησης.
Η αναγκαία και ικανή συνθήκη για τα προαναφερθέντα είναι η ριζική αλλαγή της νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας και η επανόρθωση της κοινωνικής συνοχής.
e-mail: [email protected]