Βασίλης Δημ Χασιώτης: Καθ’ οδόν προς τις κάλπες και η «αποχή» της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης από τις ψηφοφορίες στη Βουλή

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ο σχεδιασμός μιας πολιτικής δράσης, ιδίως ενός πολιτικού κόμματος, πόσο μάλλον ενός κόμματος εξουσίας, για να έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, οφείλει να λαβαίνει υπόψη το σύνολο εκείνων των παραμέτρων που προσδιορίζουν την «ταυτότητα» της συγκυρίας αλλά και τον βαθμό ανταπόκρισης της λαϊκής βάσης, τουλάχιστον εκείνης στην οποία έχει ή θεωρεί ότι έχει σημαντική εκλογική ή/και ιδεολογική επιρροή.

Μιλώντας πιο τεχνικά, μια στρατηγική που αφορά μια συγκεκριμένη κρίσιμη κομματική δράση, οφείλει να καταρτίσει ένα «ισοζύγιο στρατηγικής», όπου στο σκέλος των θετικών συνεπειών θα καταγράφονται τα αναμενόμενα πολιτικο-κομματικά οφέλη, ενώ στο σκέλος των αρνητικών ζημιών θα καταγράφονται οι πολιτικο-κομματικές ζημιές που αναμένεται να προκύψουν, και εκείθεν να αξιολογήσουν το προκύπτον «ισοζύγιο».

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να καταγραφούν σε σχέση πάντα με την σχεδιαζόμενη δράση, οι εσωτερικές οργανωτικές δυνατότητες και αδυναμίες του κόμματος να στηρίξουν τη δράση. (Η γνωστή SWOT [Strengths, Weaknesses, Opportunities, and Threats] ανάλυση).

Η απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απέχει από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, η οποία μάλιστα από κάποιους χαρακτηρίστηκε -καθ’ υπερβολήν- και ως μια νεώτερη εκδοχή του «Ανένδοτου» (αγώνα) του Γεωργίου Παπανδρέου και της Ενώσεως Κέντρου το 1961, δεν αποκαλύπτει με τον τρόπο που εκδηλώθηκε αλλά και από το περιεχόμενο της δράσης που ανήγγειλε («αποχή») πως πρόκειται για στρατηγική που μελετήθηκε επαρκώς. Βέβαια, προκάλεσε μια σχετικά έντονη πολιτική αντιπαράθεση με την Κυβέρνηση, όμως φρονώ, πως στη λαϊκή βάση, που ταλανίζεται από σοβαρά οικονομικά προβλήματα, και για μεγάλα τμήματα του λαού από προβλήματα επιβίωσης, το αντικείμενο της άνω διαμάχης, μάλλον δεν αποτελεί την πρώτη έγνοια του κόσμου, πέραν του ότι ερμηνεύεται, ένεκα των επικείμενων εκλογών, ως ένα παιχνίδι πόλωσης, κάτι που δεν το βλέπει και δεν το βιώνει για πρώτη φορά, αντίθετα, αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο.

Και μια πολιτική δράση (αυτή της «αποχής») που δεν αντικρίζεται στη λαϊκή βάση, στην κοινωνία γενικότερα, παρόλο που το κόμμα που την εξήγγειλε έκανε τα πάντα για να αναδείξει τη σημασία και τη κρισιμότητά της για την Δημοκρατία, μάλλον τα αποτελέσματά της δεν θα είναι τα αναμενόμενα για εκείνους που τη σχεδίασαν (όπως τη σχεδίασαν).

Ο «Ανένδοτος» του Γεωργίου Παπανδρέου που αναφέρθηκε παραπάνω, που τύγχανε ευρύτατης και δυναμικής λαϊκής στήριξης, είχε επιλεγεί ως μια πολιτική / κομματική στρατηγική, σαν απάντηση στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961, το αποτέλεσμα των οποίων καταγγέλθηκε ως προϊόν βίας και νοθείας και επομένως, αμφισβητήθηκε και η νομιμότητα της τότε Κυβερνήσεως (του Κωνσταντίνου Καραμανλή) που προέκυψε με βάση τις παραπάνω εκλογές, κατά τις οποίες η ΕΡΕ είχε αναδειχθεί νικήτρια με περίπου 51% και 171 βουλευτές.

Όμως, πέραν τούτων, εκείνος ο «Ανένδοτος», δεν ήταν και τόσο ανεπιθύμητος στο τότε κρατούν «Σύστημα» εξουσίας, που ένοιωθε την Αριστερά (ΕΔΑ) και μέσω αυτής το παράνομο ΚΚΕ να απειλεί την «εθνικοφροσύνη» του «Συστήματος», αφού κατά τις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση. Έπρεπε πάση θυσία, να αποκτήσει η Χώρα «εθνικόφρονα αντιπολίτευση», έπρεπε πάση θυσία η Αριστερά να μην έχει καμία δυνατότητα να ελπίζει ότι θα μπορέσει ποτέ να κυβερνήσει τούτον τον τόπο, έπρεπε πάση θυσία η ΕΔΑ να μην καθίσει και πάλι στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης -πόσο μάλλον της Κυβέρνησης!

Αυτό ακριβώς επεσήμαινε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» εκείνης της εποχής, όταν την επομένη των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου 1961 έγραφε στο κύριο άρθρο του : «Ανεξαρτήτως των τελικών ποσοστών είναι από τούδε βέβαιον ότι ο ελληνικός λαός εξησφάλισε εθνικόφρονα κυβέρνησιν και εθνικόφρονα αντιπολίτευσιν». (Σπύρος Λιναρδάτος : Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Γ΄ 1958-1962, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα 2009, σελ. 416). Το ποιος κυβερνά πάντα έχει σημασία για το «Σύστημα», το οποίο πάντα επιθυμεί να βρίσκονται στο «τιμόνι» «οικεία» πρόσωπα, όμως, το να εξασφαλίζει πως όποιος και να κυβερνά (έστω και χωρίς τα «οικεία» πρόσωπα) δεν θα πάψει να σέβεται (έστω και εκών άκων) αυτό το «Σύστημα», έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία.

Όμως, «Ανένδοτος» με τα χαρακτηριστικά εκείνου του 1961 εδώ δεν υπάρχει. Πρώτα απ’ όλα λείπει η συμμετοχή του κόσμου, ο οποίος κουρασμένος και κυρίως απογοητευμένος από τα διαδραματισθέντα κατά την Μνημονιακή Περίοδο, κυριεύθηκε από το νανούρισμα της πολιτικής απάθειας γι’ ακόμα μια φορά, και μάλλον εκ του μακρόθεν παρακολουθεί την άνω σχετική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ για «αποχή» αλλά και την εν γένει προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων.

Ούτως ή άλλως, το Πολιτικό μας Σύστημα μάλλον πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί πως σχεδόν στο σύνολό του βαθμολογείται από τον λαό, έτσι εκτιμώ, κάτω από τη βάση σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα κριτήρια που το καθορίζουν, και οι όποιες «μεγάλες» ή «μικρές» διαφορές μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία (αυτόνομα ή σε συνεργασία με άλλα) αλλά και τα όποια ποσοστά λαμβάνουν στις όποιες δημοσκοπήσεις, όπως πχ. για τις «ικανότητές» τους, για ζητήματα διαφθοράς κλπ., αποτελούν επιλογές που γίνονται αναγκαστικά μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που κινούνται «κάτω από τη βάση».

Άλλωστε, σύμφωνα με τα δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά ειωθότα, δεν μπορείς να καταγγείλεις μια Κυβέρνηση ότι αντισυνταγματικά κατέχει την εξουσία, ή τον οποιοδήποτε πολιτειακό θεσμό πως υφίσταται αντισυνταγματικά, αν προηγούμενα δεν αμφισβητήσεις την ίδια τη συγκρότηση και παρουσία του πολιτειακού θεσμού (της Κυβέρνησης αλλά και του κυβερνώντος κόμματος εν προκειμένω), δηλαδή, ότι συγκροτήθηκαν και υφίστανται κατά τρόπο αντισυνταγματικό.
Εφόσον αντισυνταγματική Κυβέρνηση δεν υπάρχει κατά την ανωτέρω εκδοχή, αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να φτάσει σε συνταγματική εκτροπή στη πορεία;
Ασφαλώς και μπορεί.

Όμως, εφόσον δεν αμφισβητείται η συνταγματικώς καθοριζόμενη λειτουργία του πολιτεύματός μας, τότε, με βάση τα όσα συνταγματικώς προβλέπονται, η μεν αντιπολίτευση δύναται να καταθέτει προτάσεις δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, η δε Βουλή να αποφαίνεται. Το αντισυνταγματικόν του πράγματος, πολιτικά κρίνεται από την Βουλή και δικαστικώς από την Δικαιοσύνη. Κι εδώ, η Βουλή απεφάνθη σε ό,τι αφορά την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ για το ζήτημα των παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ πολιτικών προσώπων, μελών της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων. Από την άλλη, οι αμέσως θιγόμενοι μπορούν να καταφύγουν στην Δικαιοσύνη για να δικαιωθούν εφόσον πιστεύουν πως διεπράχθη μια παρανομία σε βάρος τους. Πολιτικά όμως, ό,τι έχει σημασία, είναι η απόφαση της Βουλής. Απεφάνθη η Βουλή αντισυνταγματικά; Εξ όσων γνωρίζω, όχι! Το κόμμα της συμπολίτευσης είναι ένα κόμμα που προήλθε από εκλογές βίας (ή/)και νοθείας (για να επιχειρήσω μια ιστορική αναλογία με το 1961) και επομένως, η πλειοψηφία της Βουλής κατηγορείται πως δεν εκφράζει τίποτα άλλο εξόν από τον εαυτό της; Δεν νομίζω πως υπάρχει κόμμα εντός της Βουλής που να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς.
Θα μπορούσαμε να πάμε όσο «»μακριά» θέλουμε τον προβληματισμό μας αναφορικά με την απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να «απέχει» των ψηφοφοριών της Βουλής (όπως και η Ένωση Κέντρου το 1961).

Σε ό,τι με αφορά, το ζήτημα των παρακολουθήσεων (που κατά την Κυβέρνηση ήταν νόμιμες), ασφαλώς το θεωρώ ως ένα μείζονος σημασίας πολιτικό θέμα, θυμίζω όμως, απλά, πως δεν είναι η πρώτη φορά που αναδύεται ως φαινόμενο στην πολιτική σκηνή του τόπου μας, και σε κάθε περίπτωση του αρμόζει η επισταμένη προσοχή και η απαίτηση για διαλεύκανση του πράγματος.
Επίσης σε ό,τι με αφορά, οφείλουμε, και πάντως οφείλει ο ελληνικός λαός, οδεύοντας προς τις εκλογές, να μη λησμονεί ούτε προς στιγμή πως ό,τι συγκροτεί αυτό που αποκαλείται «Πολιτική Εξουσία», είναι το ίδιο Σύστημα Εξουσίας που την προηγούμενη δεκαετία εγκαθίδρυσε το κατάπτυστο Μνημονιακό Καθεστώς. Και λέγοντας «κατάπτυστο», δεν αναφέρομαι μονάχα στην οικονομική λεηλασία εισοδημάτων και περιουσιών των μικρομεσαίων (και όχι μόνο) κοινωνικών στρωμάτων και στην τραχύτητα με την οποία εκδηλώθηκε αυτή η επιδρομή, αλλά, αναφέρομαι και στην ουσιαστική κατάλυση της Συνταγματικής Τάξης της Χώρας και επομένως του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Για να μην αναφερθούμε και στα ανθρώπινα θύματα που άφησε εκείνη η περίοδος, όταν εξώθησε ανθρώπους στα έσχατα όρια των ανθρωπίνων τους αντοχών οδηγώντας τους στην αυτοχειρία.
Ουδείς θεωρώ λησμονεί τις άθλιες όσο και απροκάλυπτες παρεμβάσεις εκ μέρους της Τρόικα (των «Θεσμών» όπως εξωραΐστηκε ο τίτλος της) στις λειτουργίες των Θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας (κυρίως της Βουλής και των εκάστοτε Μνημονιακών Κυβερνήσεων), όσο και τις εξίσου άθλιες και απροκάλυπτες επεμβάσεις θεσμικών παραγόντων αυτού που αποκαλείται Ευρωπαϊκή «Ένωση», που δεν έπαυαν να επισείουν κάθε είδους απειλές εναντίον του ελληνικού λαού αν δεν αποδέχονταν τα Μνημόνια, ακόμα δε και αν δεν ψήφιζε κατά τις επιθυμίες τους! Ήταν δε η ένταση, η έκταση και η διάρκεια αυτών των παρεμβάσεων τέτοια, ώστε ο στόχος τους να εκφοβίσουν (δια της ψυχολογικής βίας) τον λαό, την Κυβέρνηση και τους νομοθέτες, όπως και ο στόχος να εξουδετερώσουν την ελεύθερη βούληση και την ελευθέρως διαμορφούμενη συνείδηση τουλάχιστον των Πολιτειακών παραγόντων, ήταν ορατός τουλάχιστον σε όσους ήθελαν να δουν και πάντως στην δική μου αντίληψη των πραγμάτων. Πώς λέγεται αυτό; Βία και νοθεία στον ύψιστο βαθμό. Η βία δεν είχε ασκηθεί μονάχα για να χειραγωγήσει λαό και Πολιτεία αλλά και για να νοθευθεί η αλήθεια για το πώς φτάσαμε στα Μνημόνια και ποιοι ευθύνονταν για το γεγονός αυτό, τόσο εντός όσο κυρίως εκτός Χώρας. Κάθε νύξη για «έλεγχο» του πώς φτάσαμε στα Μνημόνια, προκαλούσε ρίγη στην Αθλιότητα, εξ ου και το ότι αυτός ο έλεγχος δεν έγινε ποτέ, ή για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι, επιχειρήθηκε από την πρώην Πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, όμως, εκπαραθυρώθηκε (ασφαλώς με δημοκρατικό τρόπο, με εκλογές) από την Βουλή και επομένως και από τη θέση της.
Εδώ έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε πως ακόμα και υποστηρικτές των Μνημονίων, βεβαίως υπεκφεύγοντες, δεν απέρριπταν μια τέτοια «σε βάθος» διερεύνηση των αιτίων που οδήγησαν στα Μνημόνια, απλά, τότε λόγω των ραγδαίων και σημαντικών εξελίξεων, παρέπεμπαν το όλο ζήτημα για αργότερα, όταν θα είχε παρέλθει όλος αυτός ο Αρμαγεδδών.
Ιδού λοιπόν σήμερα, βρισκόμαστε πέντε χρόνια μετά την επίσημη λήξη (κατά τις Μνημονιακές κυβερνήσεις) της Μνημονιακής περιόδου. Γιατί σήμερα, χωρίς τα πάθη και τις εντάσεις του 2010, να μην γίνει αυτή η περίφημη έρευνα εκ μέρους τη Βουλής, για το πώς φτάσαμε στο 2010; Θα σας πω το γιατί δεν γίνεται και δεν θα γίνει, τουλάχιστον από κυβερνήσεις που ψήφισαν Μνημόνια. Διότι ό,τι θα έρθει στην επιφάνεια, θα αναδείξει όχι ότι δεν τα «φάγαμε όλοι μαζί»», μα κυρίως η δυσωδία της Αθλιότητας που χρεώθηκε συλλήβδην σε ολάκερο τον ελληνικό λαό, (και τι δε είχε ακούσει!), μα αυτό που δε έγινε τότε, δηλαδή να καταρρεύσει το Πολιτικό Σύστημα στο σύνολό του, να συμβεί σήμερα! Η Ύβρις εκείνης της περιόδους είναι παρούσα και θα εξακολουθεί να είναι όσο η Νέμεση βρίσκεται στην εξορία.
Για να μην πάω πολύ πιο πίσω από το 1975, το σύνολο των εκτροπών που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντισυνταγματικές, ωχριούν με ό,τι συνέβη κατά την διαδικασία εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος που μας άφησε ως παρακαταθήκη την ανέγγιχτη Αθλιότητά του : πως δηλαδή, αν υπάρχει σύγκρουση Αγορών και Δημοκρατίας, η δεύτερη είναι εκείνη που οφείλει να υποχωρήσει ακόμη και έως της συνταγματικής εκτροπής.
Κι όμως, τότε, ουδεμία εκ των πολιτικών Δυνάμεων (Κομμάτων) που κυβέρνησαν τη Χώρα, έστω και αν δήλωναν «αντιμνημονιακές» (πριν τις διαδοχικές κυβιστήσεις στις οποίες είχαμε παραστεί μάρτυρες, της Νέας Δημοκρατίας αρχικά, του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθως), δεν σκέφτηκαν την διεξαγωγή ενός «Ανένδοτου», που τότε θα είχε και ουσιαστικό περιεχόμενο, όχι απλά μη μετέχοντας στις ψηφοφορίες των Μνημονίων, μα ούτε καν στις συζητήσεις, διότι η απονομιμοποίηση δεν επέρχεται δια της αποχής από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, αλλά από την μη συμμετοχή στις συζητήσεις σε νομοσχέδια που συλλήβδην καταγγέλλονταν ως αντισυνταγματικά και αντιδημοκρατικά, επιπλέον δε, και η ίδια η διαδικασία αυτών τούτων των Κοινοβουλευτικών συζητήσεων των Μνημονίων στη Βουλή, καταγγέλλονταν ομοίως για τους ίδιους λόγους.
Κι όμως, εκείνος ο «Ανένδοτος», που στη χειρότερη περίπτωση μπορεί κανείς να ανέμενε πως θα περιόριζε κάπως την καταστροφή, (η καλύτερη εκδοχή θα ήταν ασφαλώς να την αποτρέψει), ιδίως όταν ήταν εμφανής η επιμονή αν όχι και η αγωνία της Τρόικα να αποκτήσουν τα Μνημόνια μια «εθνική» (και όχι μονοκομματική) «ιδιοκτησία», εν τούτοις, ουδείς «Ανένδοτος» επιχειρήθηκε, ουδέ καν κάτι ανάλογο.
Αναφορικά με την αμέσως παραπάνω σημείωση, τον Φεβρουάριο του 2014, σημείωνα σε άρθρο μου μεταξύ άλλων : «Η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση δεν έχει κανένα λόγο να καθίσταται συνομιλητής της ξένης Τρόικας, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ, όταν δέχεται να συζητά στη Βουλή νομοσχέδια που καταγγέλλονται ότι έχουν γραφτεί ή υπαγορευτεί από την ξένη Κατοχική Δύναμη, και απλά διαβιβάζονται δια χειρός ελληνικής κυβέρνησης. Διότι μια τέτοια έστω και εκ του πλαγίου νομιμοποίηση, δεν παύει να έχει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Πολύ δε περισσότερο, δεν έχει κανένα λόγο να συνομιλεί με μια Μνημονιακή Κυβέρνηση όταν η ίδια η Αντιπολίτευση και πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων που απαρτίζουν την Αντιπολίτευση, κατηγορεί τις μνημονιακές κυβερνήσεις ότι έχουν καταστήσει το Σύνταγμα «κουρελόχαρτο» (οι εκφράσεις βεβαίως είναι δικές τους) και εφ’ όσον εννοούν ό,τι λέγουν, και κυρίως κατανοούν ό,τι ισχυρίζονται, τότε, αν δεν παρερμηνεύω τα λεγόμενά τους, ουσιαστικά θέτουν τις μνημονιακές κυβερνήσεις εκτός συνταγματικής και άρα δημοκρατικής δράσης, και άρα το ερώτημα ανακύπτει αυτόματα : έχει ουσία να μιλά, να συνομιλεί κανείς με κυβερνήσεις που ο ίδιος θεωρεί ότι κινούνται εκτός των συνταγματικών και δημοκρατικών επιταγών;…»
Εν κατακελίδι :
Οδεύουμε προς εκλογές δύο επιπέδων ως προς τις προσδοκίες : τα μεν κόμματα που διεκδικούν να κατακτήσουν ή μετάσχουν στην εξουσία επιχειρούν να δημιουργήσουν μια αίσθηση βεβαιότητας για την «νίκη» τους, όπως και αν την μετρούν προβάλλοντας τις όποιες υποτιθέμενες «ικανότητές» τους, ο δε λαός, γι’ ακόμα μια φορά, θα κληθεί με την -τυπική- ιδιότητα του «Κυριάρχου» να δώσει «εντολή» ποιος θα τον κυβερνά και με ποιο πρόγραμμα (το οποίο κατά κανόνα σχεδόν ουδείς διαβάζει -ή έστω ελάχιστοι διαβάζουν- εκ των απλών πολιτών).
Τώρα το ότι στις κάλπες, ουδείς «κυρίαρχος λαός» προσέρχεται, αυτό είναι γνωστό. Η «λαϊκή κυριαρχία», εξαντλείται στο τελετουργικό της ανά τετραετία προσέλευσής του στις κάλπες, ενίοτε δε με την ψευδαίσθηση αυτού του ίδιου του λαού, πως έστω κι έτσι, στιγμιαία, εκδηλώνει την «ελεύθερη βούλησή» του, αλλά, την ίδια στιγμή, ουδείς αμφιβάλλει για την καταλυτική επίδραση της προπαγάνδας των συστημικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στη διαμόρφωση της άνω «ελεύθερης βούλησης» του λαού. Είναι η ίδια η προπαγάνδα αλλά και η βία που ασκήθηκε την προηγούμενη δεκαετία, όπου ένα Πολιτικό Σύστημα (ο Παλαιοκομματισμός) το οποίο είχε κυριολεκτικά φτάσει στα όρια του πολιτικού του αφανισμού, εν τέλει όχι μόνο επιβίωσε, αλλά βγήκε και ενισχυμένο από εκείνη την περιπέτεια σε σχέση με την προ των Μνημονίων περίοδο. Αφού μας «έσωσαν» οι εσπευσμένως «προσκληθέντες» ξένοι από την Κρίση (δεν ήταν οι ίδιες οι Μνημονιακές Κυβερνήσεις που προπαγάνδιζαν ως «σωστικά» τα Μνημόνια;), αναγνωρίζοντας έτσι πως οι ίδιες, προφανώς, δεν είχαν την ικανότητα παρά να παράγουν την Κρίση, έρχονται σήμερα, διαφημίζοντας εκείνο το «επίτευγμά» «τους», πως δηλαδή μας έβγαλαν από την Κρίση, έστω και (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά) ημιθανείς, «ξεχνούν» όμως σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίσουν την συμβολή της Τρόϊκα, διότι τα Μνημόνια της Τρόϊκα είναι που κατά την δική τους προπαγάνδα, των τότε -και νυν- Μνημονιακών Κομμάτων Εξουσίας, μας είχαν «σώσει». Αποτελεί θλιβερή αλήθεια, πως η Τρόϊκα εκπροσωπούσε εκείνη την περίοδο, την απροκάλυπτη πραγματική εξουσία του τόπου και έτσι συμπεριφέρονταν.
Ασφαλώς, το ότι παραδοσιακά μεταξύ προεκλογικών εξαγγελιών και προγραμμάτων των κομμάτων εξουσίας και των πολιτικών που εφάρμοζαν όταν έρχονταν στην εξουσία υπήρχε από μεγάλη ως θηριώδης διαφορά, αυτό είναι γνωστό τοις πάσι. Εξ άλλου, το πολιτικό δίδαγμα από την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων είναι, πως ακόμα και ένα δημοψήφισμα μπορεί όχι απλά να αγνοηθεί αλλά και πολύ κυνικά να ορμηνευθεί από την κυβέρνηση έτσι όπως κανένας απλός πολίτης δεν το ερμηνεύει. Βέβαια το πολιτικό δίδαγμα από την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, περάν των ανωτέρω, είναι ακόμα πιο σημαντικό και επικίνδυνο : πως η Δημοκρατία δεν αποτελεί το ακριβοθώρητο Πολίτευμα που πρέπει να διαφυλάσσεται ως ο πλέον σημαντικός εθνικός μας πλούτος, μα είναι ο οικονομικός παράγων που πρέπει να βρίσκεται σε αποδεκτό σημείο ισορροπίας και να λειτουργεί με βάση τις νεοφιλελεύθερες αρχές, και πως τούτη η ισορροπία και τούτες οι αρχές όταν έχουν πρόβλημα, τότε, καμιά δημοκρατική νομιμότητα, δεοντολογία και κανένα Σύνταγμα, δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στους νεοφιλελευθέρους κανόνες «αποκατάστασης» της «υγείας» της οικονομίας, ακόμα και αν ουσιαστικά, αυτό θα απαιτεί τον περιορισμό ή και την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Οδεύουμε προς τις κάλπες με την ιστορική «Ύβρη» να έχει κανονικοποιηθεί στη συλλογική μας συμπεριφορά και συνείδηση. Το παρελθόν της Πατρίδας μας και τα διδάγματά του, δεν πολυαπασχολούν τους υπεραπασχολούμενους με το «παρόν», και πασχίζουν να χτίσουν το «μέλλον» επί «μηδενικής (ιστορικής) βάσης». Το γνωστό επιχείρημα «από εδώ και περά» ζει και βασιλεύει, διότι κανείς από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα εξουσίας δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί το παρελθόν του, κι αν τούτο ενίοτε συμβαίνει, συμβαίνει απλώς για να επιρρίψει τις όποιες τραγικές ευθύνες στους πολιτικούς αντίπαλους. Από την άλλη υπάρχει και μια ακόμα «Ύβρης», πολύ πρόσφατη και πολύ σημαντική. Είναι η Ύβρης της εγκαθίδρυσης σε πρώτη φάση της μνημονικής αθλιότητας και σε δεύτερη φάση της κανονικοποίησής της.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ