Τα Πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Ταξίδι – Βαπόρι – Ρωμέικο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ζ´ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Οἱ πέντε ἐπιβάται εἶχαν πλαγιάσει εἰς τὰς πέντε κοκέτας των, καί τινες αὐτῶν ἐκάπνιζον, ἐπὶ τῶν προσκεφάλων ἀκουμβημένοι, καὶ συνωμίλουν εὔθυμα καὶ τετριμμένα, ἐνῷ δύο ἄλλοι τοὺς ἔκαμνον τὸ μπάσο, ρέγχοντες δυνατά.

Πῶς ἄνθρωπος ὄχι πολὺ ὑγιὴς σωματικῶς, καὶ ὅστις ἀπὸ δώδεκα ἢ δεκατεσσάρων ἐτῶν δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἐντὸς τοῦ αὐτοῦ θαλάμου μὲ ἄλλο ἄτομον, τὸ ἀναφέρω ὄχι ὡς καλὸν παράδειγμα, ἀλλά, τέλος, ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτὸν ἀτυχῶν περιστάσεων εἶχε συνηθίσει, ὁ μισάνθρωπος, νὰ μὴ στέργῃ τὸν συγχρωτισμόν, πῶς, λέγω, θὰ ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν, μεταξὺ τοῦ σωροῦ ἐκείνου, ἐντὸς χώρου τριῶν ἢ τεσσάρων τετραγωνικῶν πήχεων, καὶ ὑπὸ ὕψος ὀρόφου ὀργυιᾶς καὶ ἡμισείας; Τοῦτο ἦτο ἐπεῖγον πρὸς λύσιν πρόβλημα.

Ἡ ἕκτη κοκέτα ἦτο εὔκαιρος ἀκόμη, καὶ εἰς ταύτην μὲ ἔταξε νὰ εἰσέλθω, ἢ μᾶλλον ν᾿ ἀναρριχηθῶ, ὁ γεννάδας, ὁ καμαρότος. Καλὰ ἢ κακά, τὸ κατώρθωσα, μὲ ὀλίγους μόνον λακτισμοὺς εἰς τὸ κενόν, μὲ ἓν γλίστρημα καὶ μικρὸν ξεφλούδισμα τῆς χειρός, καὶ μὲ δύο ἢ τρεῖς κονδύλους εἰς τὸ μέτωπον. Τέλος ἤμην ἐπὶ τῆς κλίνης μου.

Ἦτο, νομίζω, μετὰ τόσα ἔτη, ἡ πρώτη φορὰ καθ᾿ ἣν ἐταξίδευα, καὶ ἀκόμη ἡ πρωτίστη καθ᾿ ἣν ἀνερριχώμην οὕτως εἰς κοκέταν ἐντὸς ἀτμοπλοίου διὰ νὰ κοιμηθῶ. Ποῦ οἱ κλασικοί, ἀλησμόνητοι ἐκεῖνοι χρόνοι, τῆς παλαιᾶς Ἑ(λληνικῆς) Ἀ(τμοπλοΐας)! Σήμερον ἦτο συναγωνισμὸς μεταξὺ ἑταιρειῶν καὶ ὑφεταιρειῶν, καὶ τὸ πρᾶγμα μεγάλως διέφερε.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ ἐπιβάται τῆς Α´ θέσεως, παραδείγματος χάριν, οἱ περισσότεροι, δὲν ἐπλήρωναν ναῦλον. Ἐκ τῶν ἐπιβατῶν τῆς Β´ σχεδὸν κανεὶς δὲν εὕρισκε κλίνην. Οἱ ἐπιβάται τῆς κουβέρτας, ἐξαιρουμένων τῶν μακαρίων ἐκείνων μὲ τὴν τραγόκαπαν, τοὺς ὁποίους ποτὲ δὲν ἔπαυσα νὰ ζηλεύω, καὶ οἵτινες παντοῦ ὅπου ὑπάγουν, εὑρίσκουν εὔκολα τὴν ἄνεσίν των καὶ τὸ ρογχάλισμά των, εἶχαν προκαταλάβει ὅλας τὰς διαθεσίμους κλίνας τῆς Β´ θέσεως, τοῦ ἀμπαρίου καὶ τῆς πλώρης. Ἐξώδικα πρακτορεῖα, in partibus, ὑπῆρχον παντοῦ ἐντὸς τοῦ ἀτμοπλοίου. Ἄλλο ἐπίσημον τιμολόγιον ἐφήρμοζεν ὁ λογιστής, ἄλλο ἀνεπίσημον εἶχεν ἐν ἰσχύι ὁ δεύτερος λοστρόμος, ἄλλο ὁ καμαρότος τῆς Β´ καί τινες τῶν ναυτῶν. Τὰ εἰσιτήρια ὅμως τῶν τελευταίων δὲν τὰ ἐλάμβανεν ὑπ᾿ ὄψιν ὁ πρῶτος, καὶ κατὰ τὴν γενικὴν ἀπαίτησιν τῶν εἰσιτηρίων, θὰ τὰ εὕρισκες σκοῦρα, ἐὰν δὲν ἐπρόφθανες μετὰ ταχύτητος καὶ τόλμης νὰ κατέλθῃς νὰ κρυφθῇς εἰς τὰς μηχανὰς κάτω, ὅπου ὁ θερμαστής, ὅλος μαῦρος ἀπὸ τὰ κάρβουνα καὶ κόκκινος ἀπὸ τὴν φωτιάν, θὰ σοῦ ἐφαίνετο ὡς μανιακὸν εἶδος γύφτου, καὶ βλέπων σε θὰ ἔκαμνε τοιοῦτον ἀκούσιον κίνημα μὲ τὸ τεράστιον πτύον του, ὡς νὰ εἶχε διάθεσιν νὰ σὲ φτυαρίσῃ καὶ νὰ σὲ ρίψῃ καὶ σέ, ὡς ἰσοδύναμον μ᾿ ἕνα καντάρι κάρβουνα, εἰς τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον κλίβανον. Ἀλλ᾿ ὁ μηχανικὸς ὁ γουρλομάτης, ὁλοξούριστος καὶ κοκκινοπρόσωπος, θὰ σοῦ ἔρριπτε τρομερὸν βλέμμα.

– Γκοντέμ! Χουὸτ᾿ς δ᾿ μέτ᾿;

Καὶ δεικνύων σοι ὀπίσω τὴν σιδηρᾶν, λιπώδη, ὀλισθηρὰν κλίμακα.

– Φοὺλλ στήμ!

Τὸ βλέμμα καὶ ἡ χειρονομία ἦσαν ἀρκετὰ εὔγλωττα, καὶ περιττὸν θὰ ἦτο νὰ ἐννοῇς τὰς λέξεις, εἰς τὰς ὁποίας ἄλλως ἐκεῖνος ἔδιδε πάντοτε ἰδιάζουσαν τροπικὴν σημασίαν.

Εἰς ἐμὲ ἰδοὺ τί εἶχε συμβῆ μίαν φοράν, ὅταν ἐμαθήτευα, πρὸ εἰκοσιπενταετίας. Εἶχα λάβει εἰσιτήριον Γ´ θέσεως. Ἀλλ᾿ ὁ γερο – Σταγειρίτης, ὁ πράκτωρ, μοῦ εἶχε δώσει συστατικὰ εἰς τοὺς ὑποπλοιάρχους, λογιστὰς καὶ λοιποὺς διὰ νὰ μοῦ δώσουν κλίνην εἰς τὴν δευτέραν θέσιν. Ἐνωρὶς εἶχα καταλάβει ἐγὼ τὴν κοκέταν. Εἰς τὴν Στυλίδα, τὰ μεσάνυκτα, εἶχεν ἐπιβιβασθῆ ὁλόκληρος καραβιὰ ταξιδιωτῶν, καὶ πολλοὶ τούτων εἶχον εἰσιτήρια Β´ θέσεως… Κατῆλθον πάνοπλοι, δηλαδὴ μὲ τὲς βαλίτσες καὶ τὲς ὀμπρέλες καὶ τὰ ταμπάρα των, καὶ ἰδόντες ὅτι ὅλαι αἱ κλίναι ἦσαν πιασμέναι, ἤρχισαν νὰ ἐκτοξεύουν ἀναθέματα καὶ νὰ ἐκφωνοῦν μακροὺς φιλιππικούς, λέγοντες ὅτι ἡ ἑταιρεία τοὺς λῃστεύει, κτλ. Εἰς μάτην ὁ ὑποπλοίαρχος καὶ ἄλλοι τοὺς ὑπεδείκνυον τὴν ἐπιφύλαξιν, ἥτις ἦτο τυπωμένη εἰς τὸ ὄπισθεν παντὸς εἰσιτηρίου: «Εἰς τοὺς ἐπιβάτας τῆς Α´ καὶ Β´ θέσεως δίδεται καὶ κλίνη, ἐὰν ὑπάρχῃ διαθέσιμος». Αὐτά, ἔλεγον ἐκεῖνοι, γράφονται διὰ τὸν τύπον, καὶ πρέπει ἡ ἑταιρεία νὰ εἶναι συνεπής, καὶ τὰ τοιαῦτα.

Εἷς τῶν ἐπιβατῶν, εὔκολος εἰς τὸ λέγειν, ὅστις ἦτο, νομίζω, ἀνώτερος δικαστικός, προσεφέρθη συνήγορος ὑπὲρ τῆς κατηγορουμένης. Ἡ Ἑταιρεία, ἔλεγεν, ἐθυσιάσθη καὶ θυσιάζεται, ἐζημιώθη καὶ ζημιώνεται, δι᾿ ἕνα ἱερὸν σκοπόν. Τὴν φράσιν καὶ τὴν ἰδέαν ταύτην ἐπανελάμβανεν ἐπὶ μακρόν, συμπλέκων καὶ μεταθέτων ἄλλοτε ἄλλως τὰς λέξεις.

Ἦτο τότε ὀλίγα ἔτη μετὰ τὴν Κρητικὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1866-68. Καὶ τὸ ἀτμόπλοιον, ἐφ᾿ οὗ εὑρισκόμεθα, ἦτο, νομίζω, αὐτὸ τὸ ἐξακουστὸν Πανελλήνιον – ἐὰν δὲν ἦτο ἡ Ὕδρα. Διότι αὐτὰ τὰ δύο ἦσαν τὰ μικρότερα, τὰ ἔχοντα τὸν στενώτερον χῶρον δι᾿ ἐπιβάτας, καὶ ἐφ᾿ ἑνὸς τούτων ἦτο πιθανώτερον νὰ συμβῇ ἔρις περὶ κλινῶν.

Δεύτερος συνήγορος ἐπαρουσιάσθη εἷς ἄνθρωπος ὑψηλός, μελαψός, ὅλος κόκκαλα, μὲ μακρὸν μανδύαν καὶ μὲ βαθεῖαν γενειάδα. Τὸν ἔβλεπα σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ τῶν ἀτμοπλοίων, ὁσάκις ἐταξίδευα, καὶ θαρρῶ πὼς δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ αὐτά. Κάτω, εἰς τὴν Β´ θέσιν, προεξῆρχε πάντοτε εἰς τὸν λασκενὲ καὶ εἰς τὸ τέρτσο – τίρο. Εἰς τὴν ὁμιλίαν του ἐπανήρχοντο συχνότατα αἱ φράσεις «Σᾶς περικαλῶ», καὶ «νὰ μᾶς καθυποβάλῃ θέλησιν» καὶ «μ᾿ ἐκτιμεῖτε» καὶ τὸ «αἴστημά μου» καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι. Τοσαῦτα μόνον ἐνθυμοῦμαι περὶ τοῦ ἀτόμου του, τὸ δὲ ὄνομά του ποτὲ δὲν ἠμπόρεσα νὰ τὸ μάθω.

Βλέπων καὶ ἀκούων ἐγὼ ἀπὸ τῆς κοκέτας μου (διότι, ποῦ νὰ ἠμπορέσω νὰ κοιμηθῶ!) τὰς ἐξημμένας ὄψεις καὶ τὰς ὀργίλας φωνὰς τῶν ἐπιβατῶν ἐκείνων, ἐνόμισα ὅτι ἔβλεπα αὐτὸ τὸ φάντασμα τῆς συνειδήσεως, καὶ ὅτι ἤκουα τὴν φωνήν της. Ἴσως μ᾿ ἐκυρίευσε καὶ φόβος ὅλως παιδικός, μὴ τυχὸν μὲ βγάλουν στανικῶς ἐκεῖθεν, ἐν τῷ δικαίῳ των, αὐτοὶ οἵτινες εἶχαν πληρώσει Β´ θέσιν, ἐμὲ ὅστις εἶχα πληρώσει μόνον κουβέρταν. Ἀνεπήδησα εὐθύς, ἐσηκώθην, καὶ ἐπειδὴ εἶχα πάντοτε συνήθειαν νὰ μὴ ἐκδύωμαι ἐντελῶς ὅταν ἤμην ταξιδιώτης καὶ ἐκοιμώμην εἰς προσωρινὸν μέρος, δὲν ἐχρειάσθη πολλὴ ὥρα διὰ νὰ πηδήσω κάτω, νὰ λάβω τὸν κοῦκκον μου καὶ τὸ πανωφόρι μου εἰς τὴν δεξιὰν χεῖρα, τὰ ὑποδήματα καὶ τὰς κάλτσας μου εἰς τὴν ἀριστεράν, καὶ ξυπόλυτος, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ γδυτὸς ὅλως διόλου, ἀνέβην τρέχων εἰς τὸ κατάστρωμα. Εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τὸν καμαρότον, καὶ τοῦ εἶπα ὅτι εἶχα παραιτήσει τὴν κοκέταν, καὶ ἂς τὴν διαθέσῃ ὅπως θέλει. Πολὺ καλά.

Ἀλλ᾿ οἱ χρόνοι ἐκεῖνοι ἔφυγον πρὸ πολλοῦ, καθὼς ἔφυγε καὶ ἡ νεότης, καὶ τώρα, μετὰ τόσα ἔτη, ἀποκαμωμένος παλαιστὴς τοῦ βίου, εὑρισκόμην πάλιν πλαγιασμένος ἐντὸς κοκέτας ἀτμοπλοίου. Ἦτο ἐποχὴ συναγωνισμοῦ, ὡς εἶπα, καὶ οἱ ναῦλοι ἔβγαιναν εἰς μειοδοτικὴν δημοπρασίαν. Ἀνεπιτήδειος καὶ ἀνίκανος διὰ παζάρια, ἐγὼ εἶχα πληρώσει ἐννέα δραχμὰς δι᾿ εἰσιτήριον Β´ θέσεως ἀπὸ Πειραιῶς εἰς Βόλον. Γνώριμός μου ἄλλος εἶχε δώσει μόνον ἓξ δραχμὰς διὰ τὴν Α´ θέσιν. Τρίτος τις εἶχε δαπανήσει τέσσαρας δραχμὰς διὰ τὴν Β´ θέσιν, ἄλλος δὲν εἶχεν ἐπιτύχει εὐθηνότερα τοῦ ταλλήρου διὰ τὴν κουβέρταν, καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Τὸ κατ᾿ ἐμέ, δὲν μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶχα δώσει πολλά, ἐξ ἐναντίας. Ἀλλ᾿ ἦτο οἰκτρὰ κατάστασις, καὶ δὲν προεμάντευέ τις αἴσια διὰ τὸ μέλλον τῆς ἀτμοπλοΐας ἐν Ἑλλάδι, οὐδ᾿ ἔβλεπε ποῦ θὰ καταντήσῃ ἐπὶ τέλους ὀ καταστρεπτικὸς αὐτὸς συναγωνισμός.

Ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε φωτίσει, τοὺς πρὸ ἐμοῦ κατόχους τοῦ πνιγηροῦ θαλαμίσκου, νὰ μοῦ ἀφήσουν τὴν κοκέταν αὐτήν. Ὅταν εἶχα εἰσέλθει, πρὸ μικροῦ, ὁ ἀὴρ δὲν ἦτο πολὺ διεφθαρμένος, καὶ τώρα ἐνόησα διατί. Ἡ πόρτα εἶχεν ἀνοιχθῆ καὶ κλεισθῆ συχνά, καὶ εἶχον σχηματισθῆ μικρὰ παροδικὰ ρεύματα. Ἐπὶ τῆς κοκέτας μου ἦτο ἡ θυρίς, τὸ μικρὸν στρογγυλὸν παραθυράκι, μὲ τὴν χονδρὴν ὕαλον, καὶ ἡ θυρὶς αὕτη ἦτον ἀνοικτή. Οἱ κύριοι ἐνοοῦσαν νὰ εἶναι, καὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ εἶναι ἀνοικτή, καὶ εἶχαν δίκαιον. Μόνον κανεὶς ἐξ αὐτῶν δὲν θ᾿ ἀπεφάσιζε νὰ προτιμήσῃ τὴν κοκέταν ἐκείνην. Ὅλοι ἐνόμιζαν ὅτι θὰ ἐκρύωναν, ἂν εἶχαν τὸ παραθυράκι ἀνοικτόν, καὶ τὸ ἐλαφρόν, δροσερὸν ἀπόγειον τῆς νυκτός, καθὼς παρέπλεε τὴν ἀκτὴν τὸ ἀτμόπλοιον, θὰ κατήρχετο ὅλον δριμὺ ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τῆς ἀριστερᾶς πλευρᾶς τοῦ κοιμωμένου.

Ἂς πᾶν – νὰ νόμιζαν!

Ἐγὼ ἤμην σχεδὸν ἄρρωστος, εἶχα πάθει πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὸν στόμαχον, ὀφείλω νὰ τὸ ὁμολογήσω. Πλὴν δὲν ἦτο τόσον ἀπὸ κατάχρησιν στομαχικήν, ὅσον ἀπὸ σκύψιμον καὶ ὀκτάωρον συνεχῆ καθημερινὴν ἐργασίαν ἄνευ τοῦ τεταγμένου ἁγιασμοῦ τῆς ἡμέρας τῶν Σαββάτων.

Ἦτο τὴν Πέμπτην τῶν Βαΐων, 7 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1894. Μετὰ τόσων ἐτῶν ξενιτευμὸν θὰ ἐπήγαινα νὰ ἑορτάσω τὸ Πάσχα πλησίον τῶν πτωχῶν, γηραιῶν γονέων μου. Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης καὶ ἡ ἀναψυχὴ καὶ ἡ βραχεῖα σχολή, καὶ ὁ ἀὴρ τῆς μικρᾶς, πτωχῆς καὶ ἀφανοῦς, τῆς γενεθλίας νήσου, ἤλπιζα εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ μοῦ ἀπέδιδον τὴν ὑγείαν. Καὶ δὲν ἐψεύσθην τῆς ἐλπίδος.

Ἀπηλλαγμένος δὲν ἤμην κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ κρυολογήματος, ἂν ἐκοιμώμην μὲ τὴν θυρίδα ἀνοικτήν. Ἀλλὰ θὰ ἔμενα ἄυπνος ὅλην τὴν νύκτα. Ὕπνον δὲν εἶχα, καὶ ἂν εἶχα θὰ τὸν ἔχανα, εἰς τὸ θαλάμι, εἰς τὸ χαμάμι, εἰς τὸ πνικτήριον, εἰς τὸ σφλομωτήριον ἐκεῖνο. Ἡ ἐνδεχομένη νὺξ βασάνου κατέστη νὺξ παραμυθίας καὶ ἀπολαύσεως δι᾿ ἐμέ.

Τὸ μικρὸν στρογγυλὸν παραθυράκι ὑπῆρξεν ἡ παρηγορία μου. Ἦτο μία θυρὶς πρὸς τὸ ἀχανές, πρὸς τὸ ἄπειρον. Ἦτο ἓν τῶν πολλῶν ὀμμάτων τοῦ γίγαντος τοῦ ὀλισθαίνοντος εὐρύθμως, τοῦ πλέοντος καμαρωτά, μετὰ κανονικοῦ θορύβου καὶ βοῆς, τοῦ ἐλαυνομένου ἀπὸ λευκὴν ἄχνην καὶ ἐξερευγομένου μαύρους καπνούς, ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ὁποίου, ὡς κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός, ὡς ἀσθενὴς νεοσσὸς ἐπὶ τῶν πτερύγων πελαργοῦ, ἤ, καλύτερον, ὡς κογχύλιον κολλημένον εἰς τὸ δέρμα τῆς φαλαίνης, ἤλπιζα κ᾿ ἐγὼ νὰ φθάσω εἰς τὸ τέρμα τοῦ ταξιδίου μου.

Ἔβλεπα γωνίαν οὐρανοῦ, ἔβλεπα λωρίδα θαλάσσης καὶ ὑψηλὴν ὀφρὺν ἀκτῆς καὶ κορυφὴν βράχου φεύγουσαν καὶ ἐκλείπουσαν. Εἶδα τὴν σελήνην δυομένην. Τὴν εἶδα, πρὶν κρύψῃ ὄπισθεν τῶν ὀρέων τὸν ἡμίφωτον δίσκον της, νὰ σταθῇ καὶ νὰ ρίψῃ τὰς τελευταίας ὠχράς, μελαγχολικὰς ἀκτῖνάς της ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ Σουνίου. Εἶδα τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς, εἶδα τὰ ἐρείπια τῆς Σουνιάδος, εἶδα τοὺς κίονας τῆς Παρθένου, νὰ δέχωνται τὴν μελιχρὰν σκιαύγειαν τῶν βελῶν καὶ τῶν φίλτρων τῆς Ἑκάτης, ἐπὶ τῶν γυμνῶν καὶ ἡγιασμένων καὶ χρισμένων ἀπὸ τὰς θυέλλας καὶ ἀπὸ τοὺς αἰῶνας μαρμάρων των.

Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔστελλα φίλημα διὰ τῆς χειρός… ἀλλ᾿ εἶχα λησμονήσει πρὸ πολλοῦ πῶς στέλλονται τὰ φιλήματα. Ἀκουσίως ἔκαμα τὸν σταυρόν μου. Ὁ Χριστιανὸς τῆς σήμερον ἔστελλε διὰ μέσου ὀγδοήκοντα γενεῶν θρησκευτικὸν χαιρετισμὸν εἰς τὸν εἰδωλολάτρην τὸν πρὸ εἴκοσι καὶ πέντε αἰώνων.

Τὰ ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν ἔτρεμον, ἔτρεμον, καὶ ἔσβηναν, καὶ ἔμεναν ἀναμμένα. Τὰ κύματα ἔφρισσον κάτω περὶ τὴν τρόπιν τοῦ πλοίου, στείρῃ πορφύρεα μεγάλ᾿ ἴαχον. Ἡ αὔρα ἡ ἀπόγειος ἐφύσα δροσερωτέρα καὶ ψυχροτέρα ὁλονέν. Πόρρω, ἐν ἀπόπτῳ, ὑπεφάνη ἓν φῶς, τὸ ὁποῖον ἔσβηνε καὶ ἤναπτε κ᾿ ἐστριφογύριζεν. Ἦτο φάρος. Εἶτα ἄλλο καὶ ἄλλο φῶς καὶ φῶς, κόκκινον, πράσινον, ἀνερχόμενον, κατερχόμενον, ὑποβρύχιον, ἐναέριον. Ἦτο ἀτμόπλοιον φεῦγον.

Μικρὸν πλοιάριον μὲ ἓν ἱστίον ἐφάνη ὁποὺ ἔπλεε σύρριζα εἰς τὴν ἀκτήν, πέραν τοῦ Λαυρείου, χωλαῖνον, καὶ σκαμπανεβάζον, καὶ παραδέρνον εἰς τὸ σκότος, ὡς νὰ εἶχε κολλήσει εἰς τὸν βράχον καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ξεκολλήσῃ. Δεύτερον πλοῖον, γολετὶ ἀρματωμένον, μὲ φλόκους καὶ τρία πανιὰ ἐπὶ τοῦ πρῳραίου ἱστοῦ, μὲ μπούμαν ἐπὶ τοῦ πρυμναίου, ἐσάλευεν ἀντίπρῳρα πρὸς ἡμᾶς. Ἄλλη βρατσέρα, ἀγωνιῶσα νὰ εὕρῃ τὸν ἀέρα, μὲ τὴν πρῷραν ἐγκάρσιον πρὸς τὸν Γραῖον ἢ ΒΑ, ἐτέντωνεν ἀντίπλευρα τὰ δύο πανιά της, δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τοῦ σκάφους. Ἄνθρωποι ἠγωνίων, κ᾿ ἐπάλαιον κ᾿ ἐτήκοντο, εἰς τὸ καραντὶ κ᾿ εἰς τὴν χιονιάν, εἰς τὴν φουσκοθαλασσιὰν κ᾿ εἰς τὴν μπόραν, διὰ νὰ κερδήσουν ὄχι τὸν ἄρτον, ἀλλὰ τὸ δίπυρον τὸ καθημερινόν.

Καλό σας κατευόδιο, φτωχοὶ τυραγνισμένοι!

Εἶπεν ἡ καρδία μου αὐθόρμητος εἰς τοὺς ἀγνώστους τούτους. Ἦτο ἡ ἐπῳδὸς ᾄσματος ἐπιθαλασσίου καὶ αἰθερίου ποιήματος κοινοτοπιακοῦ, ὑψηλοῦ, παθητικοῦ, ἀνιαροῦ καὶ σπαρακτικοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξε ποτέ, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ· ἂς μὴ εὑρέθη ποιητὴς διὰ νὰ τὸ συνθέσῃ, μήτε μουσικὸς διὰ νὰ τὸ τονίσῃ.

Παρῆλθον οὕτω πολλαὶ ὧραι. Αἴφνης ὁ ἄνεμος ἐκόπασεν, ὁ ἀὴρ κατέστη χλιαρώτερος, καὶ ἠκούσθη ἡ ὑπόκωφος ἐκείνη σιγαλὴ βοή, μὲ τοὺς δρόμους καὶ κρότους καὶ φωνὰς ἐπάνω εἰς τὴν κουβέρταν, ἡ προαγγέλλουσα τὴν προσέγγισιν εἰς ὅρμον, πλησίον πολίχνης τινός. Ἐκ τῆς ἀριστερᾶς πλευρᾶς τοῦ πλοίου, ὅπου ἤμην πλαγιασμένος, δὲν ἔβλεπα τότε εἰμὴ πέλαγος, καὶ τὰ βουνὰ ὡς σκοτεινοὺς ὄγκους ἀπωτέρω. Ἐσυμπέρανα ὅμως ὅτι προσηγγίζομεν εἰς τὸ Ἀλιβέρι. Ἦτο ἡ μόνη στιγμή, καθ᾿ ἣν θὰ ἠδυνάμην ἴσως ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, θωπευόμενος ἀπὸ τὴν μαλακωτέραν ἐκείνην αὔραν. Ἀλλὰ μ᾿ ἐξύπνησαν οἱ τόσοι κρότοι καὶ θόρυβοι τῆς κουβέρτας, καὶ ἡ τραχεῖα φωνὴ τοῦ λοστρόμου, ὅστις ἐκεραυνοβόλει τοὺς ὀλίγους λεμβούχους, ὅσοι εἶχον πλησιάσει:

– Ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ζᾶ!… Ἀβάρα! Σία, ἐσύ, ἀτζαμή! Δὲν ξέρετε ἀκόμη πῶς νὰ ζυγώσετε στὸ καράβι… Κοιτᾶχτε, μὴ σᾶς βουλιάξῃ ἡ γουργούλα, καὶ χάσ᾿ ἡ Πόλη γάϊδ… δαρο!

Ἀπεπλεύσαμεν. Εἶχε χαράξει ἤδη. Ἦτο ροδίνη αὐγή. Μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἤρχετο ἡμέρα. Δὲν ἠμποροῦσα πλέον νὰ κοιμηθῶ. Μοῦ ἐπῆλθεν ὁ συνήθης ἀπὸ δύο ἑβδομάδων γουργουρισμός, ἡ τρεμούλα καὶ ἡ μικρὰ λιποθυμία.

Ἀπὸ δέκα ἢ δώδεκα ἡμερῶν ἡ τροφή μου ἦτο πεντάκις τῆς ἡμέρας ἀνὰ ἓν μισοβρασμένον αὐγόν. Καὶ αὐτὸ τὸ γάλα μοὶ ἦτο δύσπεπτον. Ἔκαμνα νὰ σηκωθῶ, καὶ ἔλεγα πῶς θὰ εὕρω τὸν καμαρότον ἢ τὸν ἐργολάβον τόσον πρωὶ ἀκόμη.

Εὐτυχῶς μοῦ ἦλθεν ἐπικουρία. Ὁ πατριώτης μου νέος, ὁ φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς σχολῆς Γεώργιος Π…, μὲ εἶχε βοηθήσει πολλαχῶς ἤδη εἰς τὸ ταξίδιον αὐτό, καὶ ὡς ἰατρὸς ἀκόμη, μὲ την πρώιμον κρίσιν του.

Ἐνῷ ἐχάραζεν ἀκόμη μ᾿ ἐνθυμήθη καὶ κατέβη νὰ ἰδῇ τί γίνομαι. Μ᾿ ἐβοήθησε νὰ καταβῶ ἀπὸ τὴν κοκέταν, ὡσὰν ἀπὸ κλωβόν, ἢ ἀπὸ κρεμαστὸν κόφινον. Μέγας στοιβαγμὸς ἐπιβατῶν δὲν ὑπῆρχεν ἐπάνω. Ἄχ! διατί νὰ μὴν ἔπαιρνα κ᾿ ἐγὼ τρίτην θέσιν; Θὰ εἶχα χορτάσει οὐρανόν, ἀέρα, θάλασσαν.

Πόσον περικαλλῶς, καὶ πόσον μεγαλοπρεπῶς ἐρρόδιζεν ἡ αὐγή! Ὁ Γεώργιος μοῦ ἔδωκε νὰ τυλιχθῶ εἰς δύο μαλλίνας σινδόνας καὶ σκεπάσματα τὰ ὁποῖα εἶχε, κ᾿ ἐπῆγε νὰ ξυπνήσῃ τὸν βοηθὸν τοῦ ἐργολάβου, διὰ νὰ μοῦ φέρῃ ἀναψυκτικόν τι.

Εἶτα ἔκλεψα ἕνα ὕπνον τυλιγμένος εἰς τὰ θερμὰ σκεπάσματα, καὶ μὲ ἐξύπνησεν ὁ ἥλιος ἀνατέλλων.

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἤμην εὔθυμος, καὶ ᾐσθανόμην ταχεῖαν βελτίωσιν.

Φεῦ! ὡς θλιβερὰν ἀνάμνησιν θὰ μνημονεύσω τὴν ἑξῆς συγκυρίαν. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην Παρασκευήν, 8 Ἀπριλίου, περὶ μεσημβρίαν, εἴδομεν μακρόθεν τὴν Ἀταλάντην. Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, συνέβη ὁ πρῶτος ὀλέθριος σεισμός, ὁ καταστρέψας τὴν Ἀταλάντην. Ἂς εἶναι ἵλεως ὁ Πλάστης εἰς τὴν ἀνθρωπότητα!

Τὴν ἑσπέραν ἐφθάσαμεν εἰς Βόλον. Καὶ ἦτο αὕτη ἡ προτελευταία φορὰ ὁποὺ ἔκαμα ταξίδι μὲ βαπόρι ρωμέικο.

(1895)

ΔΗΜΟΦΙΛΗ