Από τα Διηγήματα του Εμμανουήλ Ροΐδη
Ότε, προ είκοσι περίπου ετών, εγευμάτιζα τακτικώς εις το Ξενοδοχείον των Ξένων έτυχε να σχετισθώ και βαθμηδόν φιλιωθώ με τον γείτονά μου εις την τράπεζαν κύριον Ερνέστον Τριάστερον, εταίρον της Γαλλικής Σχολής. Εις ταύτην είχε προσκολληθή μάλλον ως ερασιτέχνης παρά ως υποψήφιος καθηγητής της αρχαιολογίας. Ουδεμίαν τω όντι είχεν ανάγκην τοιαύτης θέσεως, κατέχων ήδη άλλην πολύ καλλιτέραν, ανεξαρτήτως της του μόνου κληρονόμου πλουσίας γεροντοκόρης, θείας της μητρός του. Η τοιαύτη ανεξαρτησία του έδωσεν εις αυτόν το δικαίωμα να ομολογήση απεριφράστως και ασυστόλως ότι ευρίσκει την αρχαιότητα κάπως απηρχαιωμένην και πληκτικήν. Ταύτης επροτίμα την νεάζουσαν ακόμη εθνολογικήν επιστήμην, καταγινόμενος να πλουτίση ταύτην δια μελετών των ηθών, των εθίμων και ιδίως της ψυχολογίας των συγχρόνων Ελλήνων. Προς τούτο είχε περιέλθει εντός διετίας ικανάς επαρχιακάς πόλεις και χωρία, ουχί ως ταχυδρόμος, αλλά διατρίβων εις εκάστην ημέρας προς συλλογήν πρωτοτύπων ηθογραφικών σημειώσεων.
Απαραίτητον των τοιούτων μελετών του εφόδιον ήτο η γνώσις της ζώσης ελληνικής, την οποίαν είχε κατωρθώσει να μάθη υποφερτώς από αξιολόγους δασκάλους, ξενοδόχους, αγωγιάτας, μίαν εύμορφην ράπτριαν και μίαν χειραφετημένην πρώην διδασκάλισσαν του Αρσακείου. Ο κ. Ερνέστος είχε το ευτύχημα να ήναι εικοσαετής, με γένεια ξανθόχρυσα, με χείλη κατακόκκινα και τριάκοντα δύο όπισθεν αυτών στιλπνούς οδόντας. Προς συμπλήρωσιν της εικόνος πρέπει να προσθέσω ότι θα ήτο υπό πάσαν έποψιν πολύ έξυπνος, αν δεν ήτο πολύ κουτός υπό μίαν μόνην, τας γυναίκας. Ταύτας εξετίμα μεν και τας επλήρωνεν εις το δεκαπλάσιον της αξίας των, αλλά και απήτει παρ’ αυτών πράγματα τα οποία δεν ήτο δυνατόν ούτε η ράπτρια ούτε η δασκάλισσα να του δώσουν, όχι από κακήν θέλησιν, αλλ’ εξ ανεχείας. Πού τω όντι να εύρωσιν αι δυστυχείς την αισθηματικήν έξαρσιν, την αιθέριον πτήσιν, τον λυρισμόν και όσα άλλα εζήτει, αντί να αρκήται εις ό,τι προθύμως παρείχον εις αυτόν, φιλήματα όσα ήθελεν.
[wikisource]