ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ
ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΑΝΟ,ΓΟΡΓΟΠΟΔΑΡΟ ΤΑΞΙΔΙΑΡΗ
Γ.Α.ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΙΠΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ
Ο ΣΟΛΩΝ
(Ο Σόλων (περ. 639 – 559 π.Χ.) ήταν σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.)
ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
18. ἡμετέρη δὲ πόλις … οὔποτ’ ὀλεῖται (3D, 4W)
ἡμετέρη δὲ πόλις κατὰ μὲν Διὸς οὔποτ΄ ὀλεῖται
αἶσαν καὶ μακάρων θεῶν φρένας ἀθανάτων·
τοίη γὰρ μεγάθυμος ἐπίσκοπος ὀβριμοπάτρη
Παλλὰς Ἀθηναίη χεῖρας ὕπερθεν ἔχει·
5 αὐτοὶ δὲ φθείρειν μεγάλην πόλιν ἀφραδίηισιν
ἀστοὶ βούλονται χρήμασι πειθόμενοι͵
δήμου θ΄ ἡγεμόνων ἄδικος νόος͵ οἷσιν ἑτοῖμον
ὕβριος ἐκ μεγάλης ἄλγεα πολλὰ παθεῖν·
οὐ γὰρ ἐπίστανται κατέχειν κόρον οὐδὲ παρούσας
10 εὐφροσύνας κοσμεῖν δαιτὸς ἐν ἡσυχίηι
…….………………………………………………………..
πλουτέουσιν δ΄ ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενοι
…….………………………………………………………..
οὔθ΄ ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων
φειδόμενοι κλέπτουσιν ἀφαρπαγῆι ἄλλοθεν ἄλλος͵
οὐδὲ φυλάσσονται σεμνὰ Δίκης θέμεθλα͵
15 ἣ σιγῶσα σύνοιδε τὰ γιγνόμενα πρό τ΄ ἐόντα͵
τῶι δὲ χρόνωι πάντως ἦλθ΄ ἀποτεισομένη͵
τοῦτ΄ ἤδη πάσηι πόλει ἔρχεται ἕλκος ἄφυκτον͵
ἐς δὲ κακὴν ταχέως ἤλυθε δουλοσύνην͵
ἣ στάσιν ἔμφυλον πόλεμόν θ΄ εὕδοντ΄ ἐπεγείρει͵
20 ὃς πολλῶν ἐρατὴν ὤλεσεν ἡλικίην·
ἐκ γὰρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον ἄστυ
τρύχεται ἐν συνόδοις τοῖς ἀδικέουσι φίλαις.
ταῦτα μὲν ἐν δήμωι στρέφεται κακά· τῶν δὲ πενιχρῶν
ἱκνέονται πολλοὶ γαῖαν ἐς ἀλλοδαπὴν
25 πραθέντες δεσμοῖσί τ΄ ἀεικελίοισι δεθέντες
…….………………………………………………………..
οὕτω δημόσιον κακὸν ἔρχεται οἴκαδ΄ ἑκάστωι͵
αὔλειοι δ΄ ἔτ΄ ἔχειν οὐκ ἐθέλουσι θύραι͵
ὑψηλὸν δ΄ ὑπὲρ ἕρκος ὑπέρθορεν͵ εὗρε δὲ πάντως͵
εἰ καί τις φεύγων ἐν μυχῶι ἦι θαλάμου.
30 ταῦτα διδάξαι θυμὸς Ἀθηναίους με κελεύει͵
ὡς κακὰ πλεῖστα πόλει Δυσνομίη παρέχει·
Εὐνομίη δ΄ εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ΄ ἀποφαίνει͵
καὶ θαμὰ τοῖς ἀδίκοις ἀμφιτίθησι πέδας·
τραχέα λειαίνει͵ παύει κόρον͵ ὕβριν ἀμαυροῖ͵
35 αὑαίνει δ΄ ἄτης ἄνθεα φυόμενα͵
εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς͵ ὑπερήφανά τ΄ ἔργα
πραΰνει· παύει δ΄ ἔργα διχοστασίης͵
παύει δ΄ ἀργαλέης ἔριδος χόλον͵ ἔστι δ΄ ὑπ΄ αὐτῆς
πάντα κατ΄ ἀνθρώπους ἄρτια καὶ πινυτά.
H πόλη η δική μας ποτέ δεν πρόκειται να χαθεί, όσο εξαρτάται από
του Δία τις αποφάσεις και από τις διαθέσεις των μακάριων θεών.
Γιατί ένας τέτοιος προστάτης-φύλακας,
η Παλλάς Aθηνά,
μεγαλόπνοη
κόρη παντοδύναμου πατέρα, κρατά τα χέρια πάνωθέ της.
Eίναι,
αντίθετα, των αστών των ίδιων η βούληση που καταστρέφει μια μεγάλη
πόλη,
η έλλειψη σύνεσης και η υποδούλωσή τους στο χρήμα·
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=KpHOx7cYVBc]
το ίδιο
χωρίς αρχές είναι και του δήμου οι ηγέτες, που από τη μεγάλη αλαζονεία
τους πολλά μέλλει να τραβήξουν: γιατί είναι ανίκανοι να συγκρατήσουν
την υπερβολή και να απολαύσουν ένα γιορταστικό συμπόσιο με την
πρέπουσα τάξη και πνευματική ησυχία.
Mαζεύουν πλούτη ενδίδοντας
στην αδικία και, μη φειδόμενοι των περιουσιών, ούτε των ιερών ούτε του
δημοσίου, κλέβουν προκλητικά από παντού, και ούτε στης Δικαιοσύνης τα
σεβάσμια θεμέλια δεν αποδίδουν τον προσήκοντα σεβασμό,
της Δικαιοσύνης που κρατά σφραγισμένο το στόμα της, έχει όμως πλήρη
συνείδηση όσων γίνονται και όσων έγιναν, και κάποια στιγμή μέσα στον
χρόνο καταφτάνει για να επιβάλει ποινές.
H κατάσταση αυτή καταντά
πληγή αναπόφευκτη για όλη την πόλη, η οποία γρήγορα οδηγείται στη
χειρότερη δουλεία· αυτή ξεσηκώνει τη στάση και τον εμφύλιο σπαραγμό
από τον ύπνο του, αυτόν που ευθύνεται για την απώλεια τόσων ψυχών
στο άνθος της ηλικίας τους.
Σύντομα η αγαπημένη πόλη καταλύεται από τα χέρια των εχθρών,
και πνίγεται στις συνωμοσίες που χαροποιούν τους αδίκους.
Aυτές οι συμφορές που βρίσκουν τον λαό
αναγκάζουν πολλούς φτωχούς να ξενιτευτούν,
και άλλους, ατιμωτικά σιδηροδέσμιους, να πουληθούν δούλοι.
…….………………………………………………………..
Έτσι η δημόσια συμφορά φτάνει ως του κάθε πολίτη την πόρτα·
οι πύλες κι οι αυλόγυροι δεν θέλουν πια να την κρατήσουν έξω·
τότε εκείνη, πηδώντας τον ψηλό φράχτη, καταδιώκει τον ένοχο
και τον πετυχαίνει, κι ας έχει σπεύσει να κρυφτεί
στις μύχιες γωνιές του θαλάμου του.
Aυτό είναι το μάθημα που επιθυμώ να διδάξω τους Aθηναίους:
ότι άπειρα είναι τα κακά που γεννά η Δυσνομία,
ενώ η Eυνομία αποκαθιστά τη γενική τάξη και αρμονία,
και τελικά περνάει τις αλυσίδες στον άδικο.
Ό,τι είναι τραχύ το λειαίνει, παύει τις υπερβολές·
αποδυναμώνει την ύβρη, και μαραίνει πάνω στην ακμή τους της
αμαρτίας τ’ άνθη· τις στρεβλές κρίσεις τις ευθύνει· την υπερηφάνεια
την κατευνάζει· διαλύει κάθε μορφή διχοστασίας· θέτει τέρμα στον
χόλο της οξύθυμης έριδας· χάρη σ’ αυτήν τα ανθρώπινα αποκτούν
το δικό τους μέτρο και ξαναβρίσκουν τη σοφία τους.
INK
Δεν πρόκειται η πόλη μας να πάθει απ’ τον Δία
ούτε κι απ’ τους τρισόλβιους αθάνατους θεούς·
η μεγάθυμη Παλλάδα Aθηνά προστάτρια
-κόρη του μεγάλου Δία-
το χέρι της επάνω μας ασπίδα το κρατά.
Mα οι ίδιοι οι πολίτες χαλούν την πόλη ανόσια
σπρωγμένοι από κέρδη
και τα κακότροπα μυαλά των αρχηγών
που συμφορές σωρεύει η ύβρη τους,
αφού δεν ξέρουν να κρατούν την άγρια απληστία
και τις χαρές τους να κοσμούν ήσυχα γλεντώντας·
…….………………………………………………………..
και όλο πλουτίζουν άδικα
…….………………………………………………………..
και μήτε ιερά μήτε δημόσια σέβονται
και κλέβουν και αρπάζουν από παντού
ποιος πρώτος
και της Δίκης οι αρχές οι ιερές πατιούνται όλες,
και σωπαίνει η Δίκη στην αρχή,
ξέροντας τι γίνεται και έγινε πιο πριν,
και φτάνει ύστερα καιρός και αλύπητα χτυπάει
και τούτο το χτύπημα τότε το άφευγο
όλη την πόλη χαλά και σκλαβώνει
ή ξυπνάει μέσα στην εμφύλια σφαγή
και πόλεμο ξυπνάει
και πολλών τα νιάτα τα ακριβά τα παίρνει,
γιατί απ’ τις εχθρότητες η πόλη η πανάκριβη
γρήγορα καταλύεται μέσα στις εμπλοκές
που χτυπούν τους φίλους.
Tούτες οι συμφορές ξεσπούν στους πολίτες,
και πολλοί απ’ τους φτωχούς δεμένοι ξεπουλιούνται
στα ξένα σκλαβοπάζαρα,
με σκοινιά ντροπής και αλυσίδες δεμένοι,
και της σκλαβιάς τα δεινά ανίσχυροι πάσχουν.
Έτσι της πόλης το κακό πέφτει στα σπίτια μέσα
και δεν το συγκρατούν οι πόρτες της αυλής·
υπερπηδά τις μάντρες κι έρχεται και πάντοτε
σε βρίσκει,
όσο κι αν φεύγοντας κρυφτείς στην πιο κρυμμένη κόχη.
Aυτά μου λέει η ψυχή να πω στους Aθηναίους,
πόσα κακά μεγάλα γεννά η Δυσνομία.
H Eυνομία όμως δίκαια τα κάνει όλα κι όμορφα
και συχνά στους άδικους βάζει γερά δεσμά,
τις αγριότητες μερεύει και τις αχορτασιές,
την ύβρη σταματά,
τα άνθη της θείας τιμωρίας μαραίνει,
τις επεμβάσεις στις δίκες και στο δίκαιο αρνιέται
και την περηφάνια μαλακώνει·
παύει τα εμφύλια πάθη
και της άγριας διαμάχης την οργή.
Όλα συνετά στους ανθρώπους και ήπια
κάτω απ’ τη σκέπη της.
K. Tοπούζης
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ
ΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Solon—Fragment 4
ἡμετέρη δὲ πόλις κατὰ μὲν Διὸς οὔποτ᾽ ὀλεῖται
αἶσαν καὶ μακάρων Θεῶν φρέντας ἀθανάτων:
τοίη γὰρ μεγάθυμος ἐπίσκοπος ὁβριμοπάτρη
Παλλὰς Ἀθηναίη χεῖρας ὕπερθεν ἔχει:
αὐτοὶ δὲ φθείρειν μεγάλην πόλιν ἀφραδίησιν
ἀστοί βούλονται χρήμασι πειθόμενοι,
δήμου θ᾽ ἡγεμόνων ἄδικος νόος οἷσιν ἑτοῖμον
ὕβριος ἐκ μεγάλης ἄλγεα πολλὰ παθεῖν:
οὐ γὰρ ἐπίστανται κατέχειν κόρον οὐδὲ παρούσας
εὐφροσύνας κοσμεῖν δαιτὸς ἐν ἡσυχίηι . . .
πλουτέουσιν δ᾽ ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενοι
. . .
οὔθ᾽ ἱερῶν κτεάνων οὔτὲ τι δημοσίων
φειδόμενοι κλέπτουσιν ἐφ᾽ ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλος,
οὐδὲ φυλάσσονται σεμνὰ Δίκης θέμεθλα,
ἥ σιγῶσα σύνοιδε τὰ γιγνόμενα πρό τ᾽ ἑόντα,
τῶι δὲ χρόνωι πάντως ἦλθ᾽ ἀποτεισομένη,
τοῦτ᾽ ἤδη πάσηι πόλει ἔρχεται ἕλκος ἄφυκτον,
ἐς δὲ κακὴν τάχεως ἤλυθε δουλοσύνην,
ἥ στάσιν ἔμφυλον πόλεμόν θ᾽ εὕδοντ᾽ ἐπεγείρει
ὅς πολλῶν ἐρατὴν ὤλεσεν ἡλικίην.
ἐκ γὰρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον ἄστυ
τρύχεται ἐν συνόδοις τοῖς ἀδικέουσι φίλους
ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά: τῶν δὲ πενιχρῶν
ἱκνέονται πολλοὶ γαῖαν ἐς ἀλλοδαπὴν
πραθέντες δεσμοῖσί τ᾽ ἀεικελίοισι δεθέντες
καὶ κακὰ δουλοσύνης ἔργα φέρουσι βίᾳ.
οὕτω δημόσιον κακὸν ἔρχεται οἴκαδ᾽ ἑκάστωι,
αὔλειοι δ᾽ ἔτ᾽ ἔχειν οὐκ ἐθέλουσι θύραι,
ὑψηλὸν δ᾽ ὑπέρ ἕρκος ὑπέρθορεν, εὗρε δὲ πάντως,
εἰ καὶ τις φεύγων ἐν μύχωι ἦι θαλάμου.
ταῦτα διδάξαι θυμὸς Ἀθηναίους με κελεύει,
ὡς κακὰ πλεῖστα πόλει Δυσνομίη παρεχει.
Εὐνομίη δ᾽ εὔκοσμα καί ἄρτια πάντ᾽ ἀποφαίνει
καὶ θαμὰ τοῖς ἀδίκοις ἀμφιτίθησι πέδας:
τραχέα λεαίνει, παύει κόρον, ὕβριν ἀμαυροῖ,
αὑαίνει δ᾽ ἄτης ἄνθεα φυόμενα,
εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς, ὑπερήφανά τ᾽ ἔργα
πραύνει: παύει δ᾽ ἔργα διχοστασίης,
παύει δ᾽ ἀργαλέης ἔριδος χόλον, ἔστι δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῆς
πάντα κατ᾽ ἀνθρώπους ἄρτια καὶ πινυτά.
Our city never will perish according to the decree of Zeus
or the will of the blessed gods immortal.
For such a great-spirited guard holds her hands protectingly above it,
Pallas Athena, she of the mighty father.
Rather, the townsmen themselves, in their folly, wish to destroy
our great city, persuaded by wealth,
and unjust is the mind of the leaders of the demos: for them
many grievous sufferings are certain, the fruit of their great hybris.
For they do not know how to suppress koros or how to conduct the present
joys of their feasting in decorous fashion,
but instead they grow rich, putting their trust in unjust deeds.
. . .
. . . sparing not at all either the sacred possessions or those
of the demos, they plunder rapaciously, one here, one there,
nor do they beware the sacred ordinances of Dikê,
who silently notes events as they happen, as well as those that came before,
and, in time, comes, surely, bringing retribution.
This ineluctable wound comes now against the entire city,
and she has come quickly into wretched slavery —
slavery, which rouses from their sleep internal strife and war —
war, which brings an end for the lovely youth of many.
For by its enemies this lovely city quickly is being
destroyed, amid the cabals dear to the unjust.
Such are the evils that roam among the demos, while, as regards the poor,
many have arrived in foreign lands
sold into slavery, bound in shameful fetters.
. . .
In this way does the misfortune of the demos come to each man’s house:
doors no longer suffice to keep it out,
it leaps above the outer wall and finds a man in any case,
even if he, fleeing, should cower in the recesses of the inner chamber.
These things my spirit bids me teach the men of Athens:
that Ill-governance brings evils a thousand-fold for the polis,
but Noble-governance yields a city where all things are decorous and sound,
thickly enfolding in fetters those who are unjust:
it smoothes those things that are rough, it stops koros short, it sentences hybris to obscurity;
it causes the burgeoning flowers of atê to whither,
and straightens crooked judgments; calms the
deeds of arrogance and stops the deeds of faction;
it stops the bilious anger of harsh strife and in its control
are all things proper and thoughtful among men.
–Solon (Σόλων), Fragment 4 (ca. 580 BCE)(J. Porter transl.)
In addition to Solon the lawgiver, there is Solon the lyric poet. The thoughts his poems present are much the same, and indeed the poems give considerable definition to the policies that underly his laws. In Fragment 4, Solon speaks with the voice of a physician who has studied the body politic of his native Athens. He identifies its ills and he prescribes a cure. It is not the gods which have or would ever bring the city low, he says, but rather it is the citizens themselves. Indeed, he is quite focused in his criticism: “townsmen themselves, in their folly, wish to destroy/ our great city, persuaded by wealth,/ and unjust” and a few lines later “they grow rich, putting their trust in unjust deeds.” They “plunder rapaciously.” The way he uses the term “townsmen” (agathoi) suggests that he means propertied classes. The elites of Athens in Solon’s day pursued private wealth without regard for the well-being of their city-state, and they adopted practices (like debt slavery, to which he refers specifically in the poem) which brought oppression and misery to their fellow citizens–this is the thrust of Solon’s complaint. The disparity between haves and have-nots grew, and the social compact which held Athens together began to unravel. As this meltdown progressed, the people turned to Solon to restore the city. The situation that Solon describes is remarkably like that of America in the last years. Like Athens, America has been dominated by elites whose greed has been excessive. They gamed the economic and political system in ways that benefited themselves and did great damage to the state.
The contemporary equivalent of Solon’s attack on the “townsmen” was delivered this week by Delaware senator Ted Kaufman. He identified the crux of the current problem in five pieces:
The deregulation of the financial services industry under both Democratic and Republican administrations in the period from 1980-2000, he argued, led directly to the economic catastrophe in 2007-08, and also to a massive transfer of wealth into the pockets of those who instigated it.
The Depression era reforms, things like Glass-Steagall, which compartmentalize the financial services industry and subject it to regulations keyed to the industry segment and designed to protect consumers against unwarranted risk, were essential, correct, and need to be re-resurrected.
We need to avoid banks that are too big to fail, he argued. Is it too much to expect a Delaware senator also to look at the banking industry’s current credit card scams, which is the modern manifestation of what Solon called “debt slavery”?
We should tighten capital requirements substantially.
And he calls for the tight regulation of derivatives–the product which more than any other caused the current crisis, and which few participants in the industry–including those who buy and sell them–can even explain.
The “townsmen” of today are those fixed on the accumulation of person wealth at all cost and prepared to do great harm to the economy and the interests of their fellow citizens to achieve it. Call them the investment bankers who take multi-billion dollar bailouts from the federal treasury and use a generous portion of the money to pay themselves multi-million dollar bonuses. But they are no new apparition. They were on the political stage before Solon. Their interests and conduct antedate democracy as we understand it. Moreover, Solon teaches us something fundamental: democracy properly understood includes the appreciation of the destructive forces of greed and salutary measures to hold it in check, even as such steps must be balanced against the interest of liberty for the people and promotion of the market.
The gods will not destroy Athens, Solon tells us. But then he seems to contradict this statement. He speaks of “the sacred ordinances of Dikê,” which is how Solon presents the notion of moral justice, as an animating principle for the state. But the Dikê is also a sort of goddess and he presents her as wrathful: “who silently notes events as they happen, as well as those that came before,/ and, in time, comes, surely, bringing retribution.” There is no real contradiction as Solon wields these images. His Dikê is the spirit of moral justice. A healthy state respects her and turns her values into law; it then fairly applies and upholds these laws. And in so doing, it saves the citizens from their own worst enemies: their unrestrained and rapacious natures. A government and a people who know and value justice will prosper, he suggests, and those who disdain justice will sink in their own morass.
To be sure: the Dikê does not require that credit cards be limited to 18 percent per annum compound interest. But she does require some safeguards to protect the poorest and neediest from exploitation, and she requires that the power of greed be recognized and grappled with. And in America in 2010 there is a sinking recognition that she has been too long ignored.
ΠΗΓΗ: ΝΕΑ ΧΩΡΙΣ ΦΙΛΤΡΟ ΦΕΛΛΟΥ (ΑΠΛΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)