Εμβληματική πολιτική προσωπικότητα των επαναστατικών και των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1834 έως το 1835 και από το 1844 έως 1847.
Ήταν ηγέτης του Γαλλικού Κόμματος, εμπνευστής της «Μεγάλης Ιδέας» και από τους πρωτεργάτες της καθιέρωσης του πελατειακού συστήματος και του ρουσφετιού στην εγχώρια πολιτική σκηνή.
Ο Ιωάννης Κωλέττης γεννήθηκε το 1774 στο Συρράκο, βλαχοχώρι της περιοχής Ιωαννίνων. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο χωριό του και στη συνέχεια στους Καλαρρύτες. Σε ηλικία 15 χρόνων εργάστηκε ως υπάλληλος σε μαγαζί τροφίμων στα Γιάννενα, αλλά ο πλούσιος θείος του Γεώργιος Τουρτούρης τον βοήθησε να σπουδάσει στη σχολή που δίδασκε ο Αθανάσιος Ψαλίδας. Κατόπιν, με την προτροπή του θείου του, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας, όπου σπούδασε ιατρική. Εκεί παρέμεινε επί περίπου επτά χρόνια και συνδέθηκε στενά με τον Θεόφιλο Καΐρη.
Στα Γιάννενα επέστρεψε το 1813 και χάρη στις γνωριμίες του διορίστηκε προσωπικός γιατρός του Μουχτάρ, γιου του Αλή πασά. Με δική του προτροπή αρραβωνιάστηκε με τη Ρούσω Πλέσσα, κόρη παλλακίδας του πασά. Ωστόσο, η σχέση τους δεν ευδοκίμησε και ο γάμος τους δεν πραγματοποιήθηκε τελικά.
Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία κι εργάστηκε για την ευόδωση των σκοπών της στην Ήπειρο. Όταν ο Αλή πασάς αποστάτησε από τον σουλτάνο το 1820, ο Κωλέττης απέφυγε να ακολουθήσει τον Μουχτάρ στο Βεράτι, με το επιχείρημα ότι θα πρέπει να μείνει πίσω για να πείσει τους Έλληνες να μην ξεσηκωθούν.
Η δράση του κατά την Επανάσταση
Λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης, τον Μάιο 1821, εγκατέλειψε κρυφά τα Γιάννενα και κατέφυγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Τον Ιούνιο συμμετείχε στην αποτυχημένη εξέγερση του Συρράκου και των Καλαρρυτών και όταν τα δυό χωριά καταστράφηκαν από τους άνδρες του Χουρσίτ Πασά, ο Κωλέττης κατέφυγε στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο.
Πήρε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 – 16 Ιανουαρίου 1822) ως αντιπρόσωπος των επαναστατημένων περιοχών της Ηπείρου και εκλέχθηκε μέλος της επιτροπής για τη σύνταξη του «Προσωρινού Πολιτεύματος», του πρώτου ελληνικού συντάγματος. Στις 15 Ιανουαρίου 1822, έπειτα από απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, διορίστηκε μινίστρος (υπουργός) των Εσωτερικών.
Ήταν η πρώτη σημαντική θέση του και το ξεκίνημα μιας σημαντικής και ταραχώδους πολιτικής σταδιοδρομίας. Παράλληλα, ανέλαβε προσωρινά το υπουργείο του Πολέμου, επειδή ο Νότης Μπότσαρης ήταν αποκλεισμένος στο Σούλι. Την περίοδο εκείνη, ο Κωλέττης συμπαρατασσόταν πολιτικά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και θα πρέπει να θεωρηθεί ένας από τους ανθρώπους του φαναριώτη πολιτικού στο υπουργικό συμβούλιο.
Οι απεριόριστες, όμως, φιλοδοξίες του προκαλούσαν την αντίδραση ορισμένων στρατιωτικών και ιδιαίτερα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Για να μειώσει τη δημοτικότητα του Κολοκοτρώνη, τον «έπεισε» να διαλύσει την πολιορκία της Πάτρας, ενώ στη συνέχεια τον κατηγόρησε για το ίδιο πράγμα και όταν ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Ναύπλιο, του φέρθηκε προσβλητικά. Επίσης, θεωρείται ηθικός αυτουργός του φόνου του Αλέξη Νούτσου, πολιτικού του αντιπάλου, και του στρατιωτικού Χρήστου Παλάσκα, από άνδρες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον οποίο επίσης αντιπαθούσε, εξαιτίας του αυξημένου κύρους του ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς.
Μετά τη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (10 Απριλίου 1823 – 30 Απριλίου 1823) διορίστηκε έπαρχος Εύβοιας. Αν και στην πραγματικότητα στάθηκε αντίθετος στο διορισμό τού Ανδρούτσου, του μόνου που ήταν τότε σε θέση να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή κατά του νησιού, ωστόσο συνέβαλε στη συγκέντρωση ικανών επαναστατικών δυνάμεων και οι Τούρκοι περιορίστηκαν στα φρούρια της Χαλκίδας και της Καρύστου.
Κατά τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο (1823-1824) ήταν στο πλευρό της κυβέρνησης του Κρανιδίου, η οποία τελικά επικράτησε, φέρνοντας στην εξουσία τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Η δύναμη που απέκτησε ως μέλος του Εκτελεστικού, του επέτρεψε να επεκτείνει την επιρροή του στους στρατιωτικούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Ανάμεσα σ’ εκείνους που προσεταιρίστηκε, περιλαμβάνονται οι Πανουργιάς και Καραϊσκάκης, καθώς και ο Θεοδωράκης Γρίβας, ενώ παράλληλα πέτυχε να διοριστεί φρούραρχος της Ακρόπολης της Αθήνας ο Γιάννης Γκούρας. Με τον τρόπο αυτό εξουδετέρωσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, από τους κύριους αντιπάλους του, και συνετέλεσε στη στυγερή δολοφονία του ήρωα της Γραβιάς το 1825.
Η πολιτική του επιρροή αυξήθηκε, όταν τον Οκτώβριο 1824 ο Κουντουριώτης αποσύρθηκε στην Ύδρα και ο αντιπρόεδρος Παναγιώτης Μπότασης πέθανε. Η διαμάχη ανάμεσα στο Εκτελεστικό και το Βουλευτικό, που κατέληξε στον καταστρεπτικό δεύτερο εμφύλιο πόλεμο (1824-1825), ανέβασε τις «μετοχές» του. Με δική του υπόδειξη, το Εκτελεστικό κάλεσε ρουμελιώτικα στρατεύματα για να πολεμήσουν τους «αντικυβερνητικούς» στην Πεσλοπόννησο (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1824), και ο ίδιος ο Κωλέττης με 2.000 στρατιώτες εκστράτευσε κατά των αντιπάλων του Δεληγιανναίων στην Καρύταινα. Μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, η επιρροή του Κωλέττη παγιώνεται και στηρίζεται κυρίως στους οπλαρχηγούς από τη Ρούμελη.
Στο μεταξύ, όμως, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση (6 – 16 Απριλίου 1826) υπό το βάρος και της πτώσης του Μεσολογγίου καταργεί την κυβέρνηση Κουντουριώτη – Κωλέττη. Μη έχοντας διοικητική θέση, στρέφεται και πάλι προς τα στρατιωτικά και στις αρχές Νοεμβρίου 1826 επιχειρεί εκστρατεία στην Αταλάντη, για να αποτρέψει τις επικοινωνίες του Κιουταχή, χωρίς όμως επιτυχία. Μέχρι το τέλος του 1827, η δράση του δεν παρουσιάζει τίποτε το αξιόλογο, εκτός από μία αποτυχημένη απόπειρα αναζωπύρωσης της Επανάστασης στις Βόρειες Σποράδες.
Η πολιτική δράση του μετά την Επανάσταση
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο Κωλέττης διορίστηκε έκτακτος επίτροπος των Ανατολικών Σποράδων, που περιλάμβαναν τη Σάμο, την Ικαρία, την Πάρο, την Πάτμο και την Κάλυμνο (11 Μαΐου 1828). Στις αρχές του 1829 διορίστηκε, επίσης, μέλος του «Πανελληνίου», συμβουλευτικού σώματος του κυβερνήτη. Από την έδρα του, τη Σάμο, έφυγε τον Αύγουστο 1829, όταν οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» απέκλεισαν το νησί από την επικράτεια της νεοσύστατης Ελλάδας.
Μετά την Δ’ Εθνοσυνέλευση (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) διορίστηκε μέλος της Γερουσίας. Στη συνέχεια, όμως, συντάχθηκε με την αντιπολίτευση, χωρίς ωστόσο να εκτεθεί με συγκεκριμένες αντικυβερνητικές ενέργειες. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831), διορίστηκε από τη Γερουσία μέλος της Τριμελούς Διοικητικής Επιτροπής μαζί με τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, που ονομάστηκε πρόεδρος, και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, χωρίς παράλληλα να διακόψει τις επαφές του με τους αντιπολιτευόμενους της Ύδρας.
Σύντομα, όμως, και ιδιαίτερα μετά τη σύγκληση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης (5 Δεκεμβρίου 1831 – 17 Μαρτίου 1832) στο Άργος και την εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια ως «Πρόεδρου της Ελληνικής Κυβέρνησης» (8 Δεκεμβρίου 1831), επισημοποιήθηκε η διάσταση του Κωλέττη από τη Διοικητική Επιτροπή και η ανοιχτή προσχώρησή του στη μερίδα των «συνταγματικών». Περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1831 σχηματίστηκε νέα, αντίθετη με την επίσημη, Εθνοσυνέλευση στην Περαχώρα, καθώς και αντίπαλη κυβέρνηση, με κύριο εκφραστή της τον Κωλέττη.
Τον Απρίλιο 1832 η μερίδα των «συνταγματικών» υπερίσχυσε και ο Κωλέττης επικεφαλής 1.200 ρουμελιωτών στρατιωτών μπήκε θριαμβευτικά στο Ναύπλιο, ενώ ταυτόχρονα ο Αυγουστίνος Καποδίστριας έφευγε για την Κέρκυρα. Ο Κωλέττης έγινε μέλος της Πενταμελούς και αργότερα της Επταμελούς Διοικητικής Επιτροπής, που ύστερα από πρόταση της Γερουσίας είχε συσταθεί από εκπροσώπους όλων των παρατάξεων, χωρίς αυτό να οδηγήσει και στον κατευνασμό των πολιτικών παθών.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1832, έπειτα από αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες φατρίες, διορίστηκε και πάλι από τη Γερουσία μέλος της Τριμελούς – τη φορά αυτή – Διοικητικής Επιτροπής, της οποίας όμως η εξουσία περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο Ναύπλιο. Η Επιτροπή αυτή παρέμεινε, τυπικά, στην αρχή μέχρι την άφιξη του Όθωνα (Ιανουάριος 1833) και στο διάστημα αυτό διευρύνθηκε η επιρροή του κόμματός του. Το Γαλλικό Κόμμα, όπως ονομαζόταν, είχε τώρα την ανοιχτή υποστήριξη της Γαλλίας και στους κόλπους του περιλάμβανε, εκτός από τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, και σημαντικό αριθμό μορφωμένων Ελλήνων, καθώς και προκρίτων, τόσο από την Πελοπόννησο, όσο και από τα ναυτικά νησιά.
Μετά την έλευση του Όθωνα, ο Κωλέττης διορίστηκε από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη (15 Απριλίου 1833), ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, ανέλαβε το υπουργείο των Εσωτερικών. Για ορισμένο χρονικό διάστημα η πολιτική του Γαλλικού Κόμματος ταυτίστηκε με την Αντιβασιλεία και ο ίδιος διορίστηκε πρωθυπουργός στις 31 Μαίου 1834.
Κατά της ενιαύσιας πρωθυπουργίας του, κατόρθωσε να διορίσει πολλούς οπαδούς του στον κρατικό μηχανισμό και αντιμετώπισε δυναμικά την εξέγερση της Μεσσηνίας (Αύγουστος 1834).
Στη συνέχεια, όμως, ήλθε σε σύγκρουση με τον Άρμανσπεργκ, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από την κυβέρνηση (20 Μαΐου 1835) και να σταλεί ως πρεσβευτής στο Παρίσι (10 Αυγούστου 1835). Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με κυβερνητικά στελέχη και κυρίως με τον υπουργό Εξωτερικών και αργότερα πρωθυπουργό Φρανσουά Γκιζό. Επίσης, συνδέθηκε με τη μαρκησία Πουιζεράν, από την οποία απέκτησε μία κόρη.
Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο Κωλέττης επέστρεψε στην Ελλάδα και στις 25 Οκτωβρίου έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά. Επίσης, εκλέχθηκε μέλος του προεδρείου της Εθνοσυνέλευσης και συμμετείχε στην επιτροπή για την κατάρτιση του σχεδίου του νέου Συντάγματος, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε πρόωρο. Σε συνεργασία με τον Μαυροκορδάτο πέτυχε να δώσει στο τελικό σχέδιο συντηρητική μορφή, όπως στο θέμα των αυτοχθόνων – ετεροχθόνων και στο θεσμό της Γερουσίας.
Στις 14 Ιανουαρίου 1844, σε μία μνημειώδη αγόρευσή του στη Βουλή, εξέθεσε με γλαφυρό τρόπο το νόημα της «Μεγάλης Ιδέας», σύμφωνα με την οποία τα όρια του ελληνικού κράτους όφειλαν να επεκταθούν οπωσδήποτε στα Βαλκάνια, όπου υπήρχε αλύτρωτος ελληνισμός.
Δια την γεωγραφικήν αυτής θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης· ισταμένη και έχουσα εκ μεν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται ώστε δια μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δυσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν. Το πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθειμένον. Εν τω πνεύματι του όρκου τούτου και της μεγάλης ταύτης ιδέας, είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του Έθνους να συνέρχονται δια να αποφασίσουν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά περί της ελληνικής φυλής.
Οι πρώτες μετά το Σύνταγμα εκλογές, που διεξήχθησαν κατά διαστήματα από τον Μάιο έως τον Αύγουστο 1844, είχαν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης Κωλέττη (6 Αυγούστου 1844), σε συνεργασία με το Ρωσικό Κόμμα του Ανδρέα Μεταξά. Μετά την παραίτηση του τελευταίου (Ιούλιος 1845), η εξάρτησή του από τον γαλλικό παράγοντα έγινε απροκάλυπτη. Στόχος του Κωλέττη ήταν η με κάθε τρόπο διατήρηση της κυβέρνησής του στην εξουσία και όχι η επιβολή πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Ο πλήρης έλεγχος του κρατικού μηχανισμού οδήγησε στην παγίωση του νεποτισμού και στην επέκταση των καταχρήσεων.
Στο εκκλησιαστικό ζήτημα ενίσχυσε το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας, ενώ το ζήτημα των εθνικών γαιών παρέμεινε στάσιμο. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ακολούθησε με συνέπεια τις υποδείξεις της γαλλικής πολιτικής, στην οποία προσαρμόστηκαν και τα αλυτρωτικά του σχέδια, όπως αυτά εκφράστηκαν από το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο Κωλέττης δεν αποθάρρυνε περιορισμένες κινητοποιήσεις κατά των Τούρκων, κυρίως στις μεθοριακές περιοχές.
Από το 1846 η θέση του άρχισε να κλονίζεται από την εντεινόμενη δραστηριότητα της αντιπολίτευσης, που προκάλεσε την αποστασία πολλών από τους υποστηρικτές του, και την ισχυροποίηση της αγγλικής επιρροής στη χώρα, με αφορμή τις δόσεις του δανείου. Τα «Μουσουρικά» στις αρχές του 1847 επιδείνωσαν τις ήδη εύθραυστες ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Από φόβο μήπως χάσει την εύθραυστη πλειοψηφία του στη Βουλή, διέλυσε τη Βουλή στις 14 Απριλίου και προκήρυξε εκλογές. Οι εκλογές αυτές, που έγιναν μέσα σε βαρύ κλίμα βίας και καλπονοθείας, έφεραν και πάλι στην εξουσία τον Κωλέττη με μεγάλη πλειοψηφία. Η επικράτησή του στην πολιτική σκηνή ήταν αδιαμφισβήτητη.
Δεν πρόλαβε να χαρεί τον θρίαμβό του, καθώς στις 31 Αυγούστου 1847 πέθανε από μακρόχρονη ασθένεια των νεφρών. Ο θάνατός του ήταν πλήγμα, τόσο για τον Όθωνα, όσο και για τη συνέχιση της γαλλικής επιρροής στην Ελλάδα, η οποία ως τότε εκφραζόταν απροκάλυπτα από τον πρεσβευτή της Γαλλίας, Θεοβάλδο Πισκατορί.
Η παρουσία του Ιωάννη Κωλέττη στην πολιτική ζωή της μετεπαναστατικής Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την πρακτική ισορροπιών ανάμεσα στις αντίρροπες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, την αποφασιστική παρουσία του ξένου παράγοντα, τη στασιμότητα στην κοινωνική εξέλιξη και τέλος την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής στο όνομα του προσωπικού και του κομματικού οφέλους. Είναι πιθανόν να είναι ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», το κείμενο της οποίας δείχνει σαφή επίδραση από τη Γαλλική Επανάσταση και τις ιδέες του Διαφωτισμού.