Μανωλης Κοττακης: Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέβαλλε τις αυτοδιοικητικές εκλογές, η απόφαση αυτή θα ισοδυναμούσε με θεσμική ανωμαλία και θα αποτελούσε ομολογία ήττας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Του Μανώλη Κοττακη

Εάν ήταν στο χέρι της κυβέρνησης να ακυρώσει ακόμη και με Προεδρικό Διάταγμα τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, θα το είχε κάνει ήδη. Αλλά πλέον είναι δύσκολο. Μια τέτοια απόφαση θα ισοδυναμούσε με θεσμική ανωμαλία και θα αποτελούσε ομολογία ήττας σε μια φάση κρίσιμη για τις μεταρρυθμίσεις, όπως εκείνη τις αντιλαμβάνεται, και για τα Ελληνοτουρκικά. Υπό αυτή την έννοια, η γρήγορη διάψευση του Μεγάρου Μαξίμου στην επιθυμία που εξέφρασε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός για τυχόν αναβολή τους έχει την εξήγησή της. Ωστόσο, με αφορμή αυτή την εξέλιξη, επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία από το πρόσφατο παρελθόν, καθώς από τον Φεβρουάριο του 2023, πολύ πριν υπάρξουν Τέμπη, πυρκαγιές στον Εβρο και πλημμύρες στη Θεσσαλία, υποστήριζα πως δεν έχει νόημα μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ύστερα από διπλές εκλογές να διεξάγει κάθε έξι μήνες εκλογές – κάλπες για δημοτικές και περιφερειακές τον Οκτώβριο, κάλπες για ευρωεκλογές τον Ιούνιο.

Οι διαδοχικές εκλογές κατά τη διάρκεια μιας τετραετίας περισπούν και τους πολίτες και το πολιτικό σύστημα, το οποίο κατεβάζει τα μολύβια. Επιχειρηματολόγησα προς αυτή την κατεύθυνση τον περασμένο χειμώνα, και δημοσίως και ιδιωτικώς (σε δημάρχους και περιφερειάρχες, μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Αγοραστός, σε μια επίσκεψή μου στη Λάρισα τον Μάιο), υπενθυμίζοντας ότι και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν απαιτήθηκε, ενοποιήθηκαν οι δημοτικές – περιφερειακές εκλογές με τις ευρωεκλογές σε μία αναμέτρηση, το 2014, από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.

Αυτό έγινε και για λόγους οικονομίας του Προϋπολογισμού αλλά και για λόγους πολιτικούς. Καθώς το τότε Μαξίμου του Μεσσήνιου πρωθυπουργού ήλπιζε ότι οι καλές επιδόσεις της Νέας Δημοκρατίας στις δημοτικές εκλογές του 2014, οι οποίες και επετεύχθησαν, θα αντιστάθμιζαν την ήττα και το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνη τη στροφή. Τα πράγματα εξελίχθηκαν περίπου έτσι. Οχι ακριβώς.

«Περίπου» γιατί από την αναμέτρηση αυτή επωφελήθηκε κυρίως το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου με την ονομασία «Ελιά», το οποίο έθεσε το διακύβευμα των εκλογών για τον εαυτό του, και όχι η Νέα Δημοκρατία, αλλά αυτά αφορούν την Ιστορία. Το σημαντικό στην περίπτωσή μας είναι ότι τότε ενοποιήθηκαν οι δύο αναμετρήσεις σε μία και η διάρκεια θητείας των δημοτικών και περιφερειακών αρχόντων με βάση και τον νόμο για τον «Καλλικράτη» διήρκεσε μία ολόκληρη πενταετία. Μαζί διεξήχθησαν ευρωεκλογές και δημοτικές, θεσμικά πλέον, και το 2019, επί ΣΥΡΙΖΑ.

Εξηγούσα λοιπόν τον περασμένο χειμώνα, δημόσια και ιδιωτικά, σε βουλευτές και δημάρχους, πως δεν έχει λογική για μια κυβέρνηση να θέλει να βάζει εμπόδια στον εαυτό της κατά την άσκηση των πολιτικών της και να στήνει κάλπες κάθε τρεις και λίγο, ιδιαίτερα αν επιθυμεί να κάνει πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει επίσης λογική για τον Προϋπολογισμό – 5 οι κάλπες το 2023 και το 2024, επί 5 και τα έξοδα. Και πιθανολογούσα ότι, ακόμα και την τελευταία στιγμή, αυτό μπορεί να ανατρεπόταν.

Αλλά η κεντρική κυβέρνηση, που βλέπει πάντοτε τις Περιφέρειες και τους δήμους ως φυσική της προέκταση και ως οικονομικούς οργανισμούς-φέουδα, με τους οποίους μπορεί να κλείνει συμφωνίες με τη διαπλοκή, δεν είχε την ίδια άποψη. Είχε άλλα στο μυαλό της. Η δημόσια ανακίνηση του θέματος της μετάθεσης της ημερομηνίας των δημοτικών – περιφερειακών εκλογών με πρωτοσέλιδο από την εφημερίδα μας δεν ενθουσίασε τον περασμένο χειμώνα το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο ήθελε συσπειρωμένο γύρω του όλους τους δημάρχους στην τελική ευθεία για τις εθνικές εκλογές.

Οταν το γράψαμε, έχοντας ως δεδομένο ότι ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Στέλιος Πέτσας ήταν θερμός υποστηρικτής αυτής της ιδέας, την επόμενη συνεκλήθη το υπουργικό συμβούλιο και το πρώτο θέμα που ενέγραψε στην ημερήσια διάταξη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο ρητός προσδιορισμός της ημερομηνίας διεξαγωγής των εκλογών γι’ αυτόν τον Οκτώβριο. Ετσι «έσβησε» κάθε συζήτηση. Και όχι μόνο αυτό… Αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές, ο πρωθυπουργός, παραβιάζοντας παλαιές φιλελεύθερες αρχές για την αυτονομία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, περιόδευσε σε ολόκληρη τη χώρα για να παρουσιάσει ο ίδιος τους υποψήφιους περιφερειάρχες της Νέας Δημοκρατίας, ταυτίζοντάς τους απολύτως με την πολιτική τύχη του κόμματος. Το έκανε αρχικώς με τον κύριο Πατούλη και μετά με τον κύριο Χαρδαλιά, το έκανε με τον Δημήτρη Πτωχό στην Πελοπόννησο, με τον Αλκιβιάδη Στεφανή στο Βόρειο Αιγαίο και με τον Γιώργο Χατζημάρκου στο Νότιο Αιγαίο.

Τότε που τα έκανε η Νέα Δημοκρατία, απολάμβανε τις μετεκλογικές της δάφνες και η παρουσία του πρωθυπουργού δίπλα στους υποψηφίους τής έδινε πόντους. Τώρα που, εύλογα, μετά τις θεομηνίες και τις πυρκαγιές δεν είναι στα καλύτερά του, η ταύτιση των αυτοδιοικητικών παραγόντων με την κυβέρνηση παράγει τεράστια πολιτική ζημιά. Η οποία, αν δεν αλλάξει το κλίμα μέσα στον επόμενο μήνα, θα αποτυπωθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και στις κάλπες. Ηδη, αρμόδιοι παράγοντες διέκριναν κάποια πρώτα προβλήματα πριν από τις θεομηνίες.

Η πραγματικότητα είναι ξεροκέφαλη. Και, άμα θες να νικήσεις την πραγματικότητα με βολονταρισμό, αυτό δεν είναι πάντοτε εύκολο. Στο Βόρειο Αιγαίο, για παράδειγμα, ο Κώστας Μουντζούρης ταύτισε τη θητεία του με την υπεράσπιση της Περιφέρειας από τους παράνομους μετανάστες. Τώρα που οι ροές έχουν τετραπλασιαστεί στην περιοχή, εναλλακτικός λόγος δεν μπορεί να διατυπωθεί από τους ανθυποψηφίους του, οι οποίοι πρέπει να υπερασπίζονται και από πάνω την κυβερνητική πολιτική. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, λοιπόν, πράγματι η αναβολή των περιφερειακών εκλογών θα ήταν ιδεώδης για τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ανύποπτους καιρούς.

Οταν είσαι καβάλα στο άλογο. Οχι όταν είσαι υπό πίεση. Αν η απόφαση της ταυτόχρονης διεξαγωγής δημοτικών – περιφερειακών εκλογών και ευρωεκλογών είχε ληφθεί τον περασμένο χειμώνα, όταν επιχειρηματολογήσαμε για αυτήν με ορθολογικά επιχειρήματα, κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει. Αν είχε ληφθεί επίσης αμέσως μετά τις εκλογές, μέσα στο καλοκαίρι, πριν από τα γεγονότα, πάλι κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει. Αν ληφθεί όμως τώρα, θα εκληφθεί από το σύνολο των πολιτών και του πολιτικού συστήματος ως ομολογία ήττας και η μετάθεσή τους απλώς θα γιγαντώσει το ρεύμα αμφισβήτησης και θα ενώσει την αντιπολίτευση στο σύνολό της, αριστερή και δεξιά, εναντίον της κυβέρνησης. Στερνή μου γνώση… Δικαιώνεται και πάλι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Αν η κοινή λογική στην Ελλάδα ήταν τόσο κοινή, δεν θα ήταν και τόσο δυσεύρετος».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ