Οπισθοδρομικό, αντιμεταρρυθμιστικό και αντιφιλελεύθερο χαρακτηρίζουν κορυφαίοι νομικοί, το νόμοσχεδιο Φλωρίδη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πυρ ομαδόν κατά του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη για το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στις 28 Νοεμβρίου και περιλαμβάνει αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εξαπέλυσαν οι κορυφαίοι νομικοί επιστήμονες της χώρας.

Από τη Μαρία Παναγιώτου

Σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με τίτλο «Το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης: Αναμόρφωση ή παραμόρφωση του ποινικού συστήματος;», από την Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου και την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων οι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στο νομοσχέδιο του «άγνωστου νομοθέτη» (σ.σ.: ονομάστηκε έτσι επειδή δεν έχουν γίνει γνωστά τα ονόματα των συντακτών του) είναι μνημειώδεις.

Οι νομικοί επιστήμονες της χώρας έκαναν λόγο για νομοθέτημα οπισθοδρομικό, αντιμεταρρυθμιστικό, αντιφιλελεύθερο, για διατάξεις που περιφρονούν τον επιστημονικό λόγο, για ποινικό λαϊκισμό, για πρωτόγονο βολονταρισμό, για αδιαφάνεια, για αντισυνταγματικές και αντιευρωπαϊκές διατάξεις, για παρωχημένες εγκληματολογικές ιδέες, για συνδυασμό αλαζονείας και άγνοιας και τελικά για… φαύλο κύκλο χαμένων νομοθετών.

Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του Αλέξανδρου Δημάκη, γενικού γραμματέα της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου και επίκουρου καθηγητή του ΕΚΠΑ, που έριξε φως στην προσθήκη που επιχειρείται στο άρθρου 265 του Ποινικού Κώδικα, που αφορά το αδίκημα του εμπρησμού σε δάση, τόσο από πρόθεση όσο και από αμέλεια, και το οποίο μιλά για γενική δήμευση της περιουσίας του δράστη μετά την καταδικαστική απόφαση.

Ο κ. Δημάκης τόνισε ότι πρόκειται για καινοφανή διάταξη, καθώς η δήμευση της περιουσίας είναι άσχετη με το τελεσθέν έγκλημα και η ρύθμιση δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιουσιακά αντικείμενα. Η ρύθμιση, διευκρίνισε ο κύριος καθηγητής, είναι καταρχάς αντισυνταγματική και προσπαθεί να προκαλέσει ρήγμα στη συνταγματική μας τάξη μέσω ενός «πιασάρικου» αδικήματος, όπως είναι ο εμπρησμός.

«Δεν είναι στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να επιδικάζουν αποζημιώσεις. Το Σύνταγμα ξεχωρίζει τις διαδικασίες και μία αποζημιωτική διαφορά τη θεωρεί ιδιωτική και την υπάγει στα πολιτικά δικαστήρια» είπε συγκεκριμένα. Τόνισε, επίσης, ότι η ρύθμιση δεν προβλέπει διαγνωστική διαδικασία για την αξιολόγηση της ζημιάς και της περιουσίας που θα δημευτεί και αναρωτήθηκε για το πώς θα γίνουν όλα αυτά στο πλαίσιο ποινικής δίκης.

Υπενθύμισε, δε, πως πρόβλεψη για δήμευση είχαμε στο σύστημά μας σε εποχές πολιτειακής ανωμαλίας, που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε, με τελευταία χρονική στιγμή το 1948, όταν και προβλέφθηκε γενική δήμευση των συμμετεχόντων στον «συμμοριακό» αγώνα.

Για το θέμα της αφαίρεσης της δυνατότητας των ενόρκων στο Μικτό Ορκωτό δικαστήριο να διαγνώσουν τις ελαφρυντικές περιστάσεις, ο κ. Δημάκης τόνισε ότι θα οδηγήσει στο να αθωώνουν τελικά οι ένορκοι, γιατί εάν ο ένορκος δεν θέλει να επιβάλει την υψηλή ποινή, δηλαδή τα ισόβια, αλλά δεν έχει δικαίωμα στις ελαφρυντικές, «είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι θα αθωώσει».

«Επικίνδυνες αδυναμίες»

Ο Ιωάννης Γιαννίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου και ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, είπε ότι οι αδυναμίες του νομοσχεδίου θα ήταν γραφικές, εάν δεν ήταν επικίνδυνες.

Μιλώντας για τη διευρυμένη πρόβλεψη για παραπομπές στην ακροαματική διαδικασία μόνο με κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα και χωρίς βούλευμα από συμβούλιο, τόνισε ότι αυτή στερείται ακόμη και «των πλεονεκτημάτων της ανάκρισης, για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, αφού καλείται ο δικαστής του ακροατηρίου να επεξεργαστεί το ανακριτικό υλικό», ενώ με την απουσία απαλλακτικών κρίσεων θα «πελαγώσουν τα δικαστήρια».

Ο κ. Γιαννίδης υπογράμμισε ακόμη ότι παραβιάζεται η αρχή της προφορικότητας και της αμεσότητας, με την εισήγηση του κανόνα να μην εμφανίζονται στην ακροαματική διαδικασία οι αστυνομικοί που είναι μάρτυρες, κι έτσι καταργούνται βασικές αρχές που περιέχονται στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Αναρωτήθηκε, τέλος, γιατί ο νομοθέτης έδωσε τόση μεγάλη έμφαση στα πλημμελήματα κι όχι στα μικρά κακουργήματα, και σημείωσε ότι το νομοσχέδιο δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα, αφού πρωτοστατούν οι μονομελείς συνθέσεις.

Θ. Δαλακούρας: Αντισυνταγματική η κατάργηση των πενταμελών εφετείων

Σε σχέση με τις δικονομικές αλλαγές που επιχειρούνται, ο Θεοχάρης Δαλακούρας, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου και ομότιμος καθηγητής ΔΠΘ, χαρακτήρισε υποκριτική την επίκληση του νομοσχεδίου για επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, αφού δεν αξιοποιούνται ευρωπαϊκά εργαλεία, όπως η ψηφιοποίηση των αρχείων, ούτε επιχειρείται η ενίσχυση ειδικών υπηρεσιών, αλλά επιλέγονται οι μονομελείς συνθέσεις.

Ανέφερε, μάλιστα, ότι εξαιτίας της απουσίας αυτών των υπηρεσιών το περασμένο έτος, για παράδειγμα, στις υπηρεσίες κατά της βίας, από τις 2.800 καταγγελίες που έγιναν στην Αθήνα δημιουργήθηκαν μόνο 100 φάκελοι (!), ελλείψει προσωπικού. Ο κ. Δαλακούρας είπε ακόμη πως το νομοσχέδιο προωθεί με τον μανδύα της επιτάχυνσης πολλές συντεχνιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις, ιδίως για τον εισαγγελέα και τους αστυνομικούς, ωσάν να το ήθελαν όλοι οι εισαγγελείς και οι αστυνομικοί, ενώ αμφισβητεί τον ρόλο των δικηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης ωσάν οι αναβολές να είναι θέμα διαχείρισης των δικηγόρων.

Για την κατάργηση των πενταμελών εφετείων, τέλος, είπε ότι είναι και αντισυνταγματική και αντίκειται στην ΕΣΔΑ. «Με τη λογική αυτή το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο θα μπορούσε να αποτελείται από τρεις πλημμελειοδίκες και τους ενόρκους και το εφετείο από εμπειρότερους = πλημμελειοδίκες και τους ενόρκους» συμπλήρωσε, σατιρίζοντας τη σχετική πρόβλεψη. Ο κ. Δαλακούρας ζήτησε να επανέλθει η υποχρεωτική προκαταρκτική στα πλημμελήματα που τιμωρούνται τουλάχιστον με τρία έτη.

«Αλλιώς κινδυνεύουμε στην πλειοψηφία των εγκλημάτων, χωρίς προκαταρκτική, να οδηγείται κάποιος μετά την υποβολή μιας έγκλησης στο ακροατήριο. Αν αυτό είναι επιτάχυνση, απευθύνεται σε άλλο σύστημα» συμπλήρωσε.

Επίσης, ο Αριστομένης Τζαννετής, γενικός γραμματέας της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ, υπογράμμισε ότι το πουλόβερ ξηλώνεται σιγά σιγά με τον περιορισμό των βουλευμάτων και πως το επόμενο βήμα θα είναι να καταργηθούν εντελώς τα βουλεύματα. Ωστόσο, όπως υπενθύμισε, το 50% των βουλευμάτων είναι μη παραπεμπτικά κι ένα μεγάλο ποσοστό απαλλακτικά, επομένως θα έχουμε μαζικότερη παραπομπή που θα δυσχεράνει περαιτέρω τους χρόνους στην απονομή δικαιοσύνης.

Σε σχέση με τα πλημμελήματα που θα αντιμετωπίζονται πλέον και με πραγματική ποινή φυλάκισης, η Τόνια Τζανετάκη, επίκουρη καθηγήτρια ΕΚΠΑ, υπενθύμισε ότι η αναστολή, με βάση την εμπειρία, έχει μικρό ποσοστό υποτροπής σε σχέση με άλλες επιλογές.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ