Το εισαγωγικό κείμενο από το αφιέρωμα του Άρδην (τ. 89) με θέμα “Μετανάστευση και δημογραφία”
Μέχρι σήμερα, η συζήτηση για το μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα έχει διεξαχθεί σε εντελώς μονοδιάστατη και εσφαλμένη βάση. Από την πλευρά των «φιλομεταναστευτικών» δυνάμεων, προτάσσεται η λογική της αλληλεγγύης με τους φτωχούς μετανάστες και η ανθρωπιστική διάσταση του μεταναστευτικού, ενώ από την αντίστροφη πλευρά προτάσσεται κυρίως το ζήτημα της εγκληματικότητας, της παραβατικότητας και της πληθυσμιακής αλλοίωσης συγκεκριμένων περιοχών της χώρας. Η πρώτη άποψη υποτιμά τον αριθμό των μεταναστών και τις κοινωνικές διαστάσεις των προβλημάτων που ανακύπτουν από τη μαζική μετανάστευση και, προπαντός, τη λαθρομετανάστευση, και η δεύτερη μάλλον υπερτιμά τον αριθμό τους, με πληροφορίες για πολλά εκατομμύρια λαθρομεταναστών.
Πάντως, το μεταναστευτικό αποτελεί ίσως το σημαντικότερο κοινωνικό ζήτημα της σύγχρονης Ελλάδας, με διαστάσεις που υπερβαίνουν και τους μεν και τους δε. Αν συνδυαστεί με τη δημογραφική κρίση και τη συρρίκνωση του ελληνογενούς πληθυσμού, τα προβλήματα που αναδεικνύει η γεωγραφική θέση της χώρας, καθώς και τα εθνικά μας προβλήματα, τότε έχουμε μπροστά μας κυριολεκτικά ένα μάλλον άγνωστο ζήτημα στις πολυδιάστατες εκφάνσεις του.
Η εκρηκτική και ταχύτατη διόγκωση των μεταναστευτικών ρευμάτων πήρε κυριολεκτικά τις διαστάσεις μιας μαζικής μετακίνησης χωρίς προηγούμενο σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, και μπορεί να συγκριθεί μόνο με φαινόμενα πολεμικών περιόδων. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η πρώτη μαζική είσοδος μεταναστών στη σύγχρονη Ελλάδα συνέπεσε με την κατάρρευση της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της Αλβανίας.
Μέσα σε είκοσι χρόνια, η ελληνική κοινωνία μεταβλήθηκε, από μια σχετικά ομοιογενή θρησκευτικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, κοινότητα, σε μια «πολυπολιτισμική» τέτοια, ενώ η μαζική είσοδος μεταναστών, μέσα σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, μετέβαλε ριζικά, εκτός από την εθνοτική, και την κοινωνική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας. Στις θέσεις των χειρωνακτών και γενικά στις ανειδίκευτες εργασίες, οι Έλληνες εργαζόμενοι αντικαταστάθηκαν μαζικά από μετανάστες εργάτες, με αποτέλεσμα ο γηγενής πληθυσμός να πάψει πλέον να έχει την ταξική δομή που είχε μόλις δέκα, είκοσι χρόνια πριν: οι Έλληνες εργαζόμενοι μετακινήθηκαν προς τον δημόσιο τομέα, τη μικροϊδιοκτησία και τις υπηρεσίες εγκαταλείποντας την οικοδομή, τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και τη μισθωτή αγροτική εργασία. Πρόκειται για μια κοινωνική μετάλλαξη που μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη που προκάλεσε η είσοδος των προσφύγων στην Ελλάδα, στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σημαντική παράμετρο, εξάλλου, αποτέλεσε, ιδιαίτερα στην επαρχία, η αθρόα είσοδος δεκάδων χιλιάδων γυναικών, που μετέβαλαν τον χάρτη του αγοραίου έρωτα και της οικιακής απασχόλησης.
Αυτές οι κοινωνικές μετατοπίσεις είχαν ως συνέπεια να στηριχθούν τα μεταναστευτικά ρεύματα όχι μόνο από τους επιχειρηματίες και τις κυβερνήσεις –ιδιαίτερα της σημιτικής περιόδου, που κατόρθωσαν να ρίξουν το κόστος εργασίας μέσω της ανειδίκευτης εργασίας των μεταναστών και να ρίξουν τον πληθωρισμό από 20%, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο 4% προς τα τέλη της– αλλά και από κατώτερα και μεσαία στρώματα, που χρησιμοποίησαν μαζικά τους μετανάστες και τις μετανάστριες στις αγροτικές εργασίες, στην οικοδομή, στις οικιακές και ερωτικές εξυπηρετήσεις. Με αποτέλεσμα να υπάρχει μία ευρύτερη κοινωνική συναίνεση υπέρ της μετανάστευσης. Αυτή η διαδικασία της κοινωνικής μετάλλαξης έχει αγνοηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από όλες τις σχετικές κοινωνιολογικές ή πολιτικές αναλύσεις. Αντίθετα, μόλις μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000, μετά την ολοκλήρωση των ολυμπιακών και των άλλων μεγάλων έργων, όταν σταδιακώς αρχίζει η κρίση στην Ελλάδα και η μαζική εγκατάσταση μεταναστών δημιουργεί πλέον μεγάλα κοινωνικά προβλήματα στις γειτονιές, στην εκπαίδευση και στα νοσοκομεία, αρχίζουν να μαζικοποιούνται φαινόμενα απόρριψης της μετανάστευσης και να εντείνεται η αντιμεταναστευτική ρητορεία, ακόμα και από εκείνους που μέχρι χθες αδιαφορούσαν, είτε θεωρούσαν τη μετανάστευση ευλογία. Τώρα πια, σε συνθήκες κρίσης (από το 2008 η Ελλάδα διανύει το πέμπτο έτος της ύφεσης), η μετανάστευση μεταβάλλεται σε κατάρα δεδομένου μάλιστα ότι αλλάζει και η φύση της. και από τους μετανάστες των βαλκανικών χωρών και της Ανατολικής Ευρώπης περνάμε στους Αφγανούς, Πακιστανούς και Αφρικανούς μετανάστες, των οποίων η πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητα αποκλίνει δραματικά από εκείνη των Ελλήνων, τόσο ώστε να συγκρούονται ακόμα και με τα παλαιότερα στρώματα των μεταναστών.
Επιπλέον, η αθρόα είσοδος μεταναστών, και η γενίκευση της χαμηλά αμειβόμενης, ανασφάλιστης εργασίας, είχε ως συνέπεια να ακολουθηθεί ένα μοντέλο έντασης εργασίας στον βιομηχανικό, κατασκευαστικό και αγροτικό τομέα, χωρίς επενδύσεις στην τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Εφόσον υπήρχαν φθηνοί ξένοι εργάτες, ποιος ο λόγος να επενδύουν οι επιχειρηματίες στην τεχνολογία; Αυτό που αρχικώς εμφανίστηκε ως ευλογία, λόγω της μείωσης του κόστους, μεταβλήθηκε εν τέλει σε μειονέκτημα, λόγω της πτώσης επενδύσεων για την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Η μαζική είσοδος των μεταναστών σπρώχνει την ελληνική οικονομία σε ένα μοντέλο έντασης εργασίας και όχι έντασης κεφαλαίου, επιτείνοντας τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Οι επενδύσεις στον αγροτικό τομέα ή τη βιομηχανία μειώνονται, διότι αντί η εργασία να αντικαθίσταται από μηχανές, συνέβη μάλλον το αντίστροφο και οι μηχανές αντικαταστάθηκαν από φθηνή και ανειδίκευτη εργασία, ενώ οι επενδύσεις κατευθύνθηκαν κυρίως στα πολυτελή πολυκαταστήματα, τις τράπεζες και ορισμένους τομείς των υπηρεσιών. Η ελληνική οικονομία, που υπολειπόταν τεχνολογικά από την υπόλοιπη Ευρώπη, αντί να την πλησιάσει απομακρύνθηκε και άλλο από αυτή, με τραγικές συνέπειες στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της – συνέπειες που βιώνουμε σήμερα με δραματικό τρόπο.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, η «ελαστικοποίηση» της εργασίας που εισήχθη στην Ελλάδα, κατ’ εξοχήν μέσω της ανασφάλιστης και αρρύθμιστης εργασίας των μεταναστών, μετέβαλε σταδιακώς σε ζούγκλα το σύνολο των εργασιακών σχέσεων και προετοίμασε το έδαφος για την απορρύθμιση και την ανάπτυξη της μαύρης εργασίας και μεταξύ των Ελλήνων εργαζομένων. Γι’ αυτό και σταδιακώς εντείνονται τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα στα λαϊκά στρώματα, τους ανέργους και τους νέους, όπου η Χρυσή Αυγή συγκεντρώνει τα υψηλότερα ποσοστά. Διότι η αθρόα παρουσία των λαθρομεταναστών όχι μόνο στις λαϊκές γειτονιές, αλλά και στους χώρους εργασίας, υποβαθμίζει δραματικά τους εργασιακούς όρους απασχόλησης των Ελλήνων εργαζομένων.
Έτσι, στο εξής, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα φαινόμενο που «ανεπαισθήτως» διογκώθηκε για να μεταβληθεί σε μια οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και εθνική βόμβα με απροσδιόριστες συνέπειες.
Επιπλέον, στην Ελλάδα, το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο από μία σκοπιά ωφελιμιστική ή ανθρωπιστική, αλλά θα πρέπει να ιδωθεί και από μια μακροσκοπική ιστορική σκοπιά. Ο ελληνικός κόσμος –ή ό,τι έμεινε από αυτόν– είναι πλέον συγκεντρωμένος στο ελλαδικό κράτος και την Κύπρο, ενώ έχει χάσει πια τον ρόλο του στην άλλοτε καθ’ ημάς Ανατολή. Οι Έλληνες έχουν απομακρυνθεί από τα Βαλκάνια, τη νότια Ρωσία, την ανατολική Θράκη, την Αίγυπτο, όπου συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται μόλις πενήντα χρόνια πριν. Αντίθετα, όχι μόνο έχουν συγκεντρωθεί σε αυτή την αρχική κοιτίδα τους, αλλά συρρικνώνονται και δημογραφικά, σε αντίθεση με την ισχυρή γεννητικότητα των Ελλήνων τριάντα ή σαράντα χρόνια πριν. Παράλληλα, ο όμορος μουσουλμανικός κόσμος ενισχύεται πληθυσμιακά και οικονομικά. Είναι προφανές πως δημιουργείται ένα κενό δημογραφίας και ισχύος, σε μια εποχή που τα παγκόσμια μεταναστευτικά ρεύματα διογκώνονται και η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη πύλη εισόδου μεταναστών προς την ευρωπαϊκή ήπειρο και Ευρωπαϊκή Ένωση κατεξοχήν. Επομένως, το μεταναστευτικό ζήτημα αποκτά ακόμα μία διάσταση. Δεν πρόκειται πλέον, ή μόνο, για τα κοινωνικά προβλήματα που θέτει η αιφνίδια είσοδος εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια μικρή χώρα, αλλά και για τα προβλήματα δημογραφικής, πολιτισμικής και εθνικής συνοχής που θέτουν τα μεταναστευτικά ρεύματα. Καθόλου τυχαία, η Τουρκία χρησιμοποιεί ήδη, εκτός από τις πυρκαγιές στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, και την «ασύμμετρη απειλή» της παροχέτευσης της αφρικανικής και ανατολικής μετανάστευσης στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Αν όλα αυτά συνδυαστούν με την κρίση που περνάει η ελληνική κοινωνία και τα αυξανόμενα μεταναστευτικά ρεύματα νέων και ειδικευμένων Ελλήνων, που κατά ογδόντα τοις εκατό δηλώνουν ότι θέλουν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, το ζήτημα καθίσταται ακόμα πιο εκρηκτικό και απαιτεί την άμεση διερεύνηση στις πολλαπλές συνιστώσες του και την επικέντρωσή μας σ’ αυτό κοινωνικά και πολιτικά.
Δεν μπορούμε πλέον να αφήνουμε τη διαχείριση του ζητήματος στη Χρυσή Αυγή, που αναπτύχθηκε πάνω στο έλλειμμα πολιτικής και την τύφλωση της ελληνικής κοινωνίας, ούτε βέβαια στους οπαδούς της διάλυσης του ελληνικού έθνους και των ανοικτών συνόρων. Εξάλλου ο ένας τρέφει τον άλλο.
Η Ελλάδα κινδυνεύει, σε συνθήκες κατά τις οποίες ένα αυξανόμενο ποσοστό νεανικού πληθυσμού υψηλής ειδίκευσης μεταναστεύει στο εξωτερικό, να μεταβληθεί σε μια χώρα-παρία, όπου οι ειδικευμένοι θα μεταναστεύουν και στη χώρα θα εισέρχονται ανειδίκευτοι εργαζόμενοι, χωρίς πολιτιστική συνάφεια με τον ελληνικό πληθυσμό.
Είναι καιρός –αν υπάρχει ακόμη καιρός– να παρέμβουμε αποφασιστικά στο ζήτημα προτού παρέμβουν άλλοι… φασιστικά.
α) πρέπει να καταγγελθεί άμεσα η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξή της, εάν δεν αναλάβει αμέσως να σταματήσει την αποστολή λαθρομεταναστών στην Ελλάδα και αν δεν υποχρεωθεί να δέχεται στο έδαφός της όλους όσοι εισέρχονται παράνομα από την Τουρκία στην Ελλάδα.
β) Με σύντονες επεμβάσεις, που να φτάνουν μέχρι διακοπή διπλωματικών σχέσεων με τις χώρες προέλευσης των λαθρομεταναστών, να αποστέλλονται αμέσως στη χώρα τους, με μία ουσιαστική οικονομική βοήθεια την οποία θα πρέπει να απαιτήσουμε και από την Ε.Ε.
γ) Να δημιουργηθεί υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το οποίο να φροντίσει για την ενσωμάτωση όλων των νόμιμων μεταναστών που μένουν πάνω από δέκα χρόνια στην Ελλάδα και είναι διατεθειμένοι να ενταχθούν πολιτισμικά, εργασιακά και κοινωνικά στην ελληνική κοινωνία και πολιτισμό. Αυτό προϋποθέτει τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και βασικών στοιχείων της ελληνικής ιστορίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου.
δ) Θα πρέπει να μπει ποσόστωση παρουσίας μεταναστευτικών πληθυσμών στις περιοχές, τις γειτονιές και τις πόλεις της χώρας, έτσι ώστε να υπάρχει λίγο πολύ ισομερής κατανομή των μεταναστών και να μη δημιουργούνται γκέτο. Ανάλογη ποσόστωση θα πρέπει να προβλεφθεί και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και να υπάρξει ειδική μέριμνα για την εκπαιδευτική και κοινωνική ενσωμάτωση των νόμιμων μεταναστών μακράς παραμονής.
ε) Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά περιοχές επιβαρυμένες από την παρουσία μεταναστών και μεγάλου αριθμού νομίμων μεταναστών, όπως το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, εκεί θα πρέπει να παρθούν άμεσα μέτρα για την μετεγκατάστασή τους σε άλλες περιοχές, καθώς και να δοθούν φορολογικά κίνητρα για την επιστροφή των γηγενών κατοίκων που έχουν απομακρυνθεί.
στ) Θα πρέπει να υπάρξει συστηματική παρέμβαση από τους κρατικούς οργανισμούς και την αστυνομία, καθώς και από κοινωνικούς θεσμούς –Εκκλησία, οργανώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης– για να απομακρυνθούν οι φασιστικές ομάδες και οι δήθεν αντίπαλοί τους από τις λαϊκές γειτονιές.
ζ) Θα πρέπει, εν τέλει, να τεθεί ένα ανώτατο όριο στον αριθμό των μεταναστών που μπορεί να δέχεται κάθε χρόνο η Ελλάδα, σε μια εποχή μάλιστα όπου στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι νέοι Έλληνες είναι άνεργοι ενώ αυξάνονται τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ελλάδα προς το εξωτερικό και, βέβαια, να καταγγελθεί ως ανεφάρμοστο το περιβόητο Δουβλίνο ΙΙ. Ως προς το τελευταίο, θα πρέπει να καταγγείλουμε την υποκριτική στάση της αριστεράς, που, για να αποφύγει να λάβει θέση στο ζήτημα, τα φορτώνει όλα στο Δουβλίνο ΙΙ, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν αφορά όλους τους λαθρομετανάστες, αλλά εκείνους που ζητούν πολιτικό άσυλο.
Εάν εκπληρωθούν αυτοί οι όροι, είναι δυνατό να αρχίσει μια πορεία αναστροφής του εκρηκτικότερου κοινωνικού προβλήματος της χώρας, το οποίο συνιστά η μαζική μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών.
Το αφιέρωμα του Άρδην περιλαμβάνει μια εκτενή συζήτηση για το μεταναστευτικό ανάμεσα στον Μανώλη Δρεττάκη, την Άννα Βαγενά, τον Βασίλη Στοϊλόπουλο και τον Γιώργο Καραμπελιά, μία σχετική μελέτη του Γιώργου Ρακκά, μία ανάλυση του Γιάννη Ξένου για την έξοδο των ειδικευμένων Ελλήνων, μια μελέτη του Νίκου Ράπτη για το δημογραφικό πρόβλημα, ένα άρθρο του Χέρμαν Ντέιλυ για τη διεθνή διάσταση του προβλήματος, συνοδευόμενο από σχετικούς πίνακες και διαγράμματα, ενώ οι Κούρδοι πολιτικοί πρόσφυγες δίνουν τη δική τους εκτίμηση για την παρουσία τους στην Ελλάδα.